Στις πλαγιές χαμηλού λόφου απλωνόταν η πόλη, η οποία ήταν
ατείχιστη. Ήταν διαιρεμένη σε ακανόνιστα οικοδομικά τετράγωνα, τα οποία
δημιουργήθηκαν από δυο περιφερειακούς πλακόστρωτους δρόμους που τέμνονται από
κάθετους προς αυτούς. Όλοι οι δρόμοι, οι οποίοι ήταν συνδεδεμένοι με
αποχετευτικό δίκτυο, ήταν ανηφορικοί , είχαν πλάτος 1,5-2 μ. και δημιουργούσαν
κλιμακωτά επίπεδα. Τα σπίτια ήταν κλιμακωτά τοποθετημένα στη δυτική και
ανατολική πλευρά του λόφου και είχαν μια μόνο πόρτα προς το δρόμο. Ορισμένα
ήταν διώροφα. Σήμερα σώζονται οι αποθηκευτικοί και εργαστηριακοί χώροι του
ισογείου και τα υπόγεια. Στα υπόγεια κατέβαιναν με ξύλινες σκάλες από πάνω.
Στον πρώτο όροφο ανέβαιναν με σκάλα κατευθείαν από το δρόμο. Οι κατώτεροι τοίχοι
ήταν λιθόκτιστοι ενώ οι τοίχοι του ορόφου ήταν κατασκευασμένοι από ωμές
πλίνθους.

Η νοτιοανατολική είσοδος του ανακτόρου ήταν, στην ουσία, ένας θεατρικός χώρος.
Εκεί κάθονται οι θεατές και παρακολουθούσαν δρώμενα με θρησκευτικό χαρακτήρα.
Πίσω από τα σκαλοπάτια υπάρχει ένα μικρό δωμάτιο. Το πάτωμά του καλύπτεται από
ένα λίθο με οπές που ερμηνεύτηκε ως πλατφόρμα για τη θυσία ταύρου. Το εσωτερικό
του ανακτόρου δεν διατηρείται καλά. Διέθετε όμως επίσημους χώρους, αποθήκες και
μεγάλα δωμάτια. Η κεντρική αίθουσα του ανακτόρου διαχωριζόταν από την κεντρική
αυλή με κιονοστοιχία ξύλινων κιόνων εναλλάξ με τετράγωνες λίθινες παραστάδες.
Το όνομα της περιοχής των Γουρνιών προέρχεται από
τις πέτρινες και ξύλινες γαβάθες που βρέθηκαν στον αρχαιολογικό χώρο πριν
ξεκινήσουν οι ανασκαφές. Ωστόσο, το αρχαίο όνομα της περιοχής μας είναι
άγνωστο.
Στο σημαντικό αυτό αρχαιολογικό χώρο ανακαλύφθηκε ένας ολόκληρος
μινωικός οικισμός με μικρά σπίτια, δρόμους και μεγάλο οικοδόμημα στην κορυφή
του λόφου, που πιθανολογείται ότι χρησίμευε σαν κατοικία του άρχοντα της
περιοχής. Οι άνθρωποι που έμεναν εκεί, σύμφωνα με μελέτες, ήταν νάνοι.

Η ακμή της πόλης τοποθετείται γύρω στο 1550-1450 π.κ.χ. (και
γι’ αυτό συμπεριλαμβάνονται στην Υστερομινωική περίοδο). Φαίνεται, όμως, ότι οι
πρώτοι κάτοικοι εγκαταστάθηκαν στην Πρωτομινωική III περίοδο (2300 π.κ.χ.). Στο
τέλος της Μεσομινωικής περιόδου (2000-1600 π.κ,.χ.) κτίζεται το ανάκτορο, το
οποίο καταστρέφεται μαζί με την πόλη το 1450 π.κ.χ., όπως συνέβη και με τα άλλα
μινωικά ανάκτορα. Η πόλη κατοικείται ξανά αλλά εγκαταλείπεται οριστικά γύρω στα
1200 π.κ.χ. μετά την καταστροφή της από φωτιά.
Οι ανασκαφές πραγματοποιήθηκαν τα έτη 1901-1904 από την
Αμερικανίδα αρχαιολόγο Harriet Boyd-Hawes. Η εύρεση ενός σφραγιδόλιθου καθώς
και τα ορατά ερείπια του οικισμού την οδήγησαν να ερευνήσει την περιοχή και να
φέρει στο φως αυτή τη μινωική πολιτεία.

Εκεί έχουν, επίσης, ανακαλυφτεί διάφορα εργαλεία, που φανερώνουν πολλά στοιχεία
για την καθημερινή ζωή των Μινωιτών που ασχολούνταν με την αλιεία, τη γεωργία,
την κτηνοτροφία αλλά και άλλες εργασίες.
Βόρεια του ανακτόρου ανασκάφηκε ένα μικρό ιερό. Πρόκειται για ένα μικρό
τετράγωνο δωμάτιο, με ένα λίθινο θρανίο στη νότια πλευρά για την τοποθέτηση
λατρευτικών αντικειμένων. Κατά τις ανασκαφές, πάνω στο θρανίο αποκαλύφθηκαν ένα
πήλινο ειδώλιο θεάς με υψωμένα τα χέρια, μια τράπεζα προσφορών και πήλινα
κυλινδρικά δοχεία με φίδια που σκαρφαλώνουν. Το ιερό αυτό ήταν δημόσιο, αφού
ήταν ανεξάρτητο από το ανάκτορο. Ήταν αφιερωμένο στη μινωική «θεά των όφεων».
Η μεγάλη αρχαιολογική αξία της πόλης έγκειται στο γεγονός ότι μας δίνει
μια εικόνα της καθημερινής ζωής των Μινωιτών, οι οποίοι ασχολούνται με τη
γεωργία, την κτηνοτροφία, την αλιεία, την αγγειοπλαστική και την υφαντουργία.
Αυτό το επιβεβαιώνουν τα διάφορα εργαλεία που βρέθηκαν (σμίλες, αγκίστρια,
σφυριά, πριόνια, βελόνες κ.α.).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου