Ο μύθος αυτός αφηγείται μια ιστορία για έναν άνθρωπο τίμιο,
σεμνό και δυνατό, έναν άνθρωπο που η ελληνική μυθολογία τον ήθελε να έχει
καταφέρει ηρωϊκές πράξεις και να έχει την εύνοια των θεών. Μια εύνοια όμως η
οποία όχι μόνο ξεχάστηκε αλλά μετατράπηκε σύντομα σε οργή όταν ο άνθρωπος
αυτός, θαμπωμένος από την δύναμη που απέκτησε αλλά κι από την εύνοια των θεών,
τόλμησε να γίνει ισάξιος τους και να παρευρεθεί ανάμεσα τους. Η σεμνότητα κι η
τιμιότητα του μετατράπηκαν σε έπαρση κι αλαζονεία, συναισθήματα που τον
κατέστρεψαν.
Ήταν γιος του Γλαύκου, βασιλιά της Κορίνθου και γιου του
Σίσυφου. Αρχικά είχε το όνομα Ιππόνοος όμως όταν σε νεανική ηλικία σκότωσε το
περίφημο ληστή Βέλλερο έλαβε το όνομα Βελλεροφόντης με το οποίο έγινε και γνωστός.
Ο ήρωας λοιπόν σύντομα πήγε ταξίδι στην Τίρυνθα, στον βασιλιά Προίτο, ο οποίος
του προσέφερε την φιλοξενία του και την φιλία του ενώ τον εξάγνισε κι από τον
φόνο που είχε διαπράξει. Οι 2 άνδρες είχαν μια πολύ καλή και φιλική σχέση μέχρι
την στιγμή που τον όμορφο νέο τον ερωτεύτηκε η Σθενοίβια, η γυναίκα του
Προίτου. Η βασίλισσα μη μπορώντας να κρύψει τον πόθο που ένιωθε για τον φιλοξενούμενο
του άνδρα της του εξέφρασε τα συναισθήματα της με την πρώτη ευκαιρία. Ο
Βελλεροφόντης όμως, τιμώντας την φιλία του με τον Προίτο αρνήθηκε να ατιμάσει
τον άνθρωπο που του φέρθηκε τόσο καλά. Η Σθενοίβια λοιπόν με τσακισμένο εγωισμό
και πληγωμένη περηφάνεια, σαν άλλη Φαίδρα, κατηγόρησε στον άνδρα της τον
Βελλεροφόντη ως βιαστή που της επιτέθηκε. Αυτό φυσικά εξαγρίωσε τον Προίτο και
τον γέμισε με συναισθήματα μίσους κι απέχθειας για τον άνθρωπο που εμπιστεύτηκε
και του φέρθηκε τόσο άπρεπα. Γνώριζε όμως πως αν τον σκότωνε θα καταπατούσε τον
ιερό νόμο του Δία για την φιλοξενία και σκεφτόταν συνεχώς πως θα έβρισκε τρόπο να
σκοτώσει τον Βελλεροφόντη. Κάποια στιγμή λοιπόν έγραψε ένα γράμμα στον πεθερό
του Ιοβάτη, βασιλιά της Λυκίας, κατηγορώντας του τον ήρωα για όσα του είχε πει
η Σθενοίβια. Ύστερα παρακάλεσε τον άτυχο νέο να πάει το γράμμα αυτό στον Ιοβάτη
και να του το παραδώσει αμέσως. Σύντομα λοιπόν ο Βελλεροφόντης πήγε στον Ιοβάτη
ο οποίος τον φιλοξένησε και τον τίμησε με γιορτές και γλέντια, παραμελώντας για
μέρες να ανοίξει το γράμμα που του έστελνε ο Προίτος. Όταν το άνοιξε
εξοργίστηκε κι εκείνος για αυτό το θράσσος που νόμισε πως είχε ο φιλοξενούμενος
του, φοβήθηκε κι εκείνος όμως το νόμο του Δία μιας κι είχε φιλοξενήσει τον
Βελλεροφόντη για μέρες. Σκεφτόταν λοιπόν επίμονα κάποιο τέχνασμα ώστε να
στείλει τον φιλοξενούμενο του σε βέβαιο θάνατο, χωρίς όμως να τον έχει σκοτώσει
ο ίδιος.
Την εποχή εκείνη στην περιοχή της Λυκίας υπήρχε ένα μυθικό
τέρας, η Χίμαιρα, ένα τρομερό πλάσμα που ευθυνόταν για πολλές καταστροφές στην
περιοχή αφού είχε κατακάψει τις σοδειές κι είχε σκοτώσει αρκετούς κατοίκους.
Είχε 3 κεφάλια, ένα κεφάλι δράκου, ένα κεφάλι λιονταριού κι ένα κεφάλι κατσίκας
από το οποίο πετούσε φλόγες. Όποιος προσπάθησε να σκοτώσει την Χίμαιρα βρήκε
έναν πολύ βίαιο θάνατο σε μια στιγμή καθώς εκείνη τον έκαιγε.
Ο Ιοβάτης σκέφτηκε να στείλει τον Βελλεροφόντη να σκοτώσει το
τέρας αυτό, όντας σίγουρος πως το τέρας θα τον κατακάψει. Ο νέος άνδρας
απορούσε πως θα σκοτώσει το τέρας αυτό ώσπου ξαφνικά του ήρθε η ιδέα πως η μόνη
βοήθεια που θα μπορούσε να έχει θα ήταν από τον Πήγασο, το φτερωτό άλογο που
γεννήθηκε από το λαιμό της Μέδουσας όταν ο Περσέας της έκοψε το κεφάλι. Αν όμως
ήταν σχετικά εύκολο να σκοτώσει την Χίμαιρα με την βοήθεια του μυθικού αλόγου
ήταν αρκετά δύσκολο να καταφέρει να το βρει και να το εξημερώσει.
Ο Βελλεροφόντης λοιπόν έφυγε από τη Λυκία για να αναζητήσει
τον Πήγασο, το φτερωτό άλογο που θα τον βοηθούσε να νικήσει την τρομερή
Χίμαιρα. Όταν έφτασε στην Ελλάδα ρωτούσε παντού για το που θα μπορούσε να βρει
το μυθικό αυτό πλάσμα μα κανένας δεν ήξερε. Γυρνούσε σε βουνά, ποτάμια, πόλεις
και χωριά όμως δεν βρήκε τις πληροφορίες που ήθελα. Ύστερα από αρκετές
περιπλανήσεις έμαθε πως ο Πήγασος κάθε πρωί βρίσκεται σε μια πηγή κοντά στην
Κόρινθο, την πατρίδα του. Όταν έφτασε εκεί έπεσε να κοιμηθεί καθώς ήταν νύχτα
κι ήταν κουρασμένος από τις περιπλανήσεις του. Στο όνειρο του είδε την θεά
Αθηνά, την θεά που έμελλε να τον προστατεύσει στο μέλλον, η οποία του είπε πόσο
δύσκολο είναι αυτό που ήθελε. Δεν ήταν όμως κι ακατόρθωτο. Του έδωσε ένα
χαλινάρι το οποίο, αν το περνούσε στον Πήγασο, θα τον ημέρευε. Όταν ο
Βελλεροφόντης ξύπνησε απόρησε με το όνειρο του μα πιο πολύ απόρησε όταν είδε
δίπλα του το χαλινάρι που είδε να του δίνει η Αθηνά στον ύπνο του. Ξαφνικά είδε
να έρχεται από τον ουρανό το άλογο που τόσο πολύ χρειαζόταν, ένα κατάλευκο
άλογο με μεγάλα φτερά. Ήταν τόσο όμορφο που ο νέος έμεινε να το κοιτάζει
έκθαμβος για ώρα καθώς δεν πίστευε στα μάτια του ότι αυτό το άλογο πράγματι
υπάρχει. Σύντομα με μια αστραπιαία κίνηση βρέθηκε δίπλα του και του πέρασε το
χαλινάρι που του είχε δώσει η θεά. Και τότε πραγματικά ο ανυπότακτος κι
ατίθασος Πήγασος έγινε ήμερος κι υπάκουος σε εκείνον. Σύντομα ο Πήγασος τον
πήγε στη Λυκία, στο μέρος που ήταν η φωλιά της Χίμαιρας.
Η Χίμαιρα πετούσε φλόγες από το κατσικίσιο στόμα της, φλόγες
οι οποίες θα τον έκαιγαν αν εκείνος δεν ήταν σε απόσταση από πάνω της. Η μάχη
που έδωσε μαζί της ο Βελλεροφόντης ήταν μεγάλη μιας και της έριχνε βέλη για ώρα
κι έπρεπε να στοχεύει κατάλληλα από την απόσταση στην οποία ήταν από πάνω της.
Όταν η Χίμαιρα πέθανε κι ο Βελλεροφόντης πήγε στον Ιοβάτη, ο βασιλιάς απόρησε
με την επιτυχία του. Του ανέθεσε κι άλλες αποστολές με σκοπό να βρει τον θάνατο
που άρμοζε σε έναν προδότη όμως σε όλες ο Βελλεροφόντης βγήκε νικητής. Ανάμεσα
στις αποστολές του αυτές ήταν να αναχαιτίσει τις Αμαζόνες και του ληστές της
Λυκίας. Όταν ο Ιοβάτης είδε τις συνεχόμενες νίκες του κατάλαβε πως οι θεοί δεν
θα επέτρεπαν σε έναν άνδρα που πρόδωσε την φιλία και την φιλοξενία ενός βασιλιά
να καταφέρει τόσα σπουδαία πράγματα. Για αυτό το λόγο του αποκάλυψε το
περιεχόμενο του γράμματος, του έδωσε την άλλη του κόρη για γυναίκα κι όταν
εκείνος πέθανε ο Βελλεροφόντης έγινε βασιλιάς της Λυκίας.
Όσο περνούσαν τα χρόνια ο ήρωας ζούσε ευτυχισμένος, έχοντας
καταφέρει όλα όσα θα ήθελαν οι κοινοί θνητοί. Είχε μια όμορφη σύζυγο, είχαν
αποκτήσει παιδιά, βασίλευε με σωστό τρόπο, έχοντας αγάπη για το λαό του κι είχε
κερδίσει την αγάπη του λαού του και τον θαυμασμό του για τα παλιά κατορθώματα
του.
Αυτή όμως η αγάπη κι αυτός ο θαυμασμός που εισέπραττε από το
λαό του τον έκαναν αλαζόνα και τον έκαναν να πιστέψει πως η θέση του δεν ήταν
ανάμεσα στους υπόλοιπους ανθρώπους αλλά ανάμεσα στους θεούς του Ολύμπου. Για
αυτό το λόγο μια μέρα πήρε τον Πήγασο και πέταξε ψηλά, κατευθυνόμενος προς την
κατοικία των θεών. Σαν έφτασε κοντά κι είδε το παλάτι των θεών η ψυχή του
γέμισε με ανείπωτη χαρά καθώς φανταζόταν με τι τιμές θα τον υποδέχονταν οι θεοί
ανάμεσα τους. Οι θεοί όμως είχαν άλλη γνώμη. Αγανακτισμένοι με την αλαζονεία
του και την έπαρση που επέδειξε ένας θνητός, ξέχασαν τις ηρωικές του πράξεις
και τον πρότερο τίμιο και σεμνό χαρακτήρα του κι ο Δίας με έναν κεραυνό τον
γκρέμισε από την πλάτη του Πήγασου, ρίχνοντας τον στην γη.
Ένας άνθρωπος λοιπόν που ήταν τόσο σεμνός, τόσο αγαθός σε
σημείο που κατάφερε να κερδίσει την εύνοια των θεών οδηγήθηκε στον θάνατο του
από εκείνους όταν ξεπέρασε το ανθρώπινο μέτρο και διέπραξε την ύβρη που δεν
τολμούσαν καν να σκεφτούν οι υπόλοιποι άνθρωποι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου