Σύμφωνα με την μυθολογία, οι Άρπυιες ήταν θηλυκά τέρατα,
κόρες του Θαύμαντα και της θαλάσσιας Νύμφης Ηλέκτρας και αδελφές της
αγγελιαφόρου των θεών Ίριδας. Απεικονίζονται ως φτερωτά όντα με ανθρώπινο
πρόσωπο και χέρια αλλά πόδια και νύχια πουλιών (Ο Βιργίλιος αναφέρει πως τα
χέρια τους δεν ήταν όπως του ανθρώπου αλλά είχαν σχήμα αρπάγης). Είχαν την
καταστροφική δύναμη των καταιγίδων και των θυελλών (Τις Άρπυιες επικαλείται και
η Πηνελόπη όταν ζητά να την πάρουνε οι θύελλες) όπως επίσης είχαν τη δυνατότητα
να αρπάζουν τις ψυχές. Απεικόνιση αυτού του ρόλου τους έχουμε στη ζωφόρο ενός
ναού στην περιοχή της Λυκίας, όπου οι Άρπυιες έχουν στην αγκαλιά τους μωρά, με
τα μωρά να παριστάνουν τις ψυχές.
Ως Άρπυιες, ο μεν Όμηρος αναφέρει μόνο μια, την Ποδάργη
(γρήγορη στα πόδια), την οποία και θεωρεί μητέρα των ίππων του Αχιλλέα, ο
δε Ησίοδος αναφέρει δύο: την Αελλώ ή Αελλόπους (γρήγορη σαν
καταιγίδα) και την Ωκύπετη ή Ωκύποδη (γρήγορη στα πόδια), στις οποίες αργότερα
προστίθεται και η Κελαινώ. Πέραν όμως αυτών, αναφέρονται και άλλα ονόματα όπως:
Αελλόπους, Νικοθόη, Ωκυθόη, Ωκυπόδη κ.λπ.
Οι Άρπυιες σχετίζονταν ιδιαίτερα με τους θεούς των
ανέμων Ζέφυρο και Βορέα. Ο Όμηρος (Ιλιάδα Π 148 κ.ε., Τ 400) αναφέρει
ότι από την ένωση της Ποδάργης με τον Ζέφυρο γεννήθηκαν τα περίφημα για την
ταχύτητά τους άλογα του Αχιλλέα, ο Ξάνθος και ο Βαλίος, καθώς και τα άλογα
των Διοσκούρων, ο Φλογέας και ο Άρπαγος.
Ο Απολλώνιος ο
Ρόδιος στα Αργοναυτικά του (2, 178 κ.ε.) περιγράφει τις Άρπυιες
ως τιμωρούς του Φινέα στη Βιθυνία της Θράκης. Ο μάντης
Φινέας είχε τυφλωθεί από τον Δία επειδή απεκάλυπτε τις προθέσεις του
στους ανθρώπους, και επιπλέον ο Δίας του έστειλε τις Άρπυιες, που του άρπαζαν
την τροφή ή τη λέρωναν με τις κουτσουλιές τους, ώστε ο Φινέας να είναι πάντα
πεινασμένος. Από αυτό το βάσανο τον απάλλαξαν οι Αργοναύτες όταν πέρασαν από
εκεί και σταμάτησαν για να τον συμβουλευθούν. Ο μάντης τους παρακάλεσε να τον
ελευθερώσουν από τις Άρπυιες. Μόλις λοιπόν φάνηκαν τα ανθρωπόμορφα πουλιά, σηκώθηκαν
μέσα από την ομάδα των Αργοναυτών ο Κάλαϊς και ο Ζήτης, οι
φτερωτοί γιοι του Βορέα, τράβηξαν τα σπαθιά τους από τα θηκάρια και άρχισαν να
τα καταδιώκουν στον αέρα. Το πεπρωμένο των δύο ηρώων απαιτούσε να πιάσουν
οπωσδήποτε τις Άρπυιες, γιατί αλλιώς όφειλαν να πεθάνουν, και αντιστρόφως οι
Άρπυιες θα πέθαιναν μόνο αν πιάνονταν από τον Κάλαϊ και τον Ζήτη. Τελικά έγινε
κάποιο είδος συμβιβασμού: Μια εκδοχή αναφέρει ότι οι Άρπυιες κυνηγήθηκαν από
τους δυο ήρωες μέχρι τις Στροφάδες. Εκεί, με τη μεσολάβηση
της Ίριδας ως απεσταλμένης της θεάς Ήρας, γλίτωσαν τη ζωή τους
αλλά υποσχέθηκαν να επιστρέψουν στη σπηλιά τους στη Δίκτυ της Κρήτης και να μην
ενοχλήσουν ποτέ πια τον Φινέα. Μια άλλη παράδοση ισχυρίζεται ότι αυτή την
υπόσχεση έδωσε στις Στροφάδες μόνο η Ωκυπέτη, ενώ η Αελλόπους συνέχισε την
πτήση της ως την Πελοπόννησο, όπου πνίγηκε στον ποταμό Τίγρη, που από τότε
ονομάσθηκε «Άρπυς».
Οι Άρπυιες πίστευαν πως αρχικώς ήταν προσωποποίηση κρητικής
θεάς του θανάτου, που την απεικόνιζαν ως ανεμοστρόβιλο. Ανάμεσα στα
«καθήκοντά» τους αναφέρεται και η φροντίδα να παραδίνουν
στις Ερινύες όσους βαρύνονταν με εγκλήματα για να τιμωρηθούν.
Τις Άρπυιες μνημονεύουν, πλην του Απολλωνίου,
οι Όμηρος (εκτός από την Ιλιάδα και στην Οδύσσεια, υ
77-88), Ησίοδος (Θεογονία 265 κ.ε.), Απολλόδωρος ο
Αθηναίος, Παυσανίας (10, 301),
ο Βιργίλιος στην Αινειάδα (3, 225 κ.ε.) και ο Αντωνίνος
Λιμπεράλης («Μεταμορφώσεις», 29).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου