Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2012

Παρμενίδης (540-470 π.κ.χ.)


O Παρμενίδης από την Eλέα της Mεγάλης Eλλάδας θεωρείται από τους ιδρυτές της Eλεατικής Σχολής.  Έδρασε γύρω στο 500 π.κ.χ. και πρέπει να επηρεάστηκε από τους Πυθαγόρειους, πράγμα που φανερώνουν  αφενός μεν οι απόψεις του για τη σφαιρικότητα της Γης, αφετέρου δε οι θέσεις του ότι η Γη, όπως και η Σελήνη, παίρνουν το φως τους από τον Ήλιο. Ίσως μάλιστα να ήταν ο πρώτος που διατύπωσε αυτές τις υποθέσεις.

O Παρμενίδης -όπως άλλωστε ο Hράκλειτος και ο Δημόκριτος- διατύπωσε μία άποψη για τη δομή του Κόσμου μας. H βασική θεώρηση του Παρμενίδη για την υφή του Κόσμου είναι ότι πέρα και πίσω από τον μεταβαλλόμενο Κόσμο μας υπάρχει μια σταθερότητα που την εξασφαλίζει η νόησή μας! Οι αισθήσεις μας μάς απατούν· η ύπαρξη ή η πραγματικότητα δεν υπάρχει παρά μόνον μέσα στη νόησή μας, στο μυαλό μας! Ήταν ο πρώτος Έλληνας φιλόσοφος που χρησιμοποίησε το «ον» για να δηλώσει την ουσιώδη ενότητα και ταυτότητα των επιμέρους πραγμάτων του Κόσμου.

Σύμφωνα με τον Παρμενίδη (540 - 470 π.κ.χ.) μόνον το ον υπάρχει, το μη ον δεν υπάρχει και ούτε μπορούμε να το συλλάβουμε. 

O Eλεάτης σοφός δεχόταν μόνον την ύπαρξη ενός όντος -μονιστική θεωρία του όντος- που αντιπροσώπευε το όλον, το οποίο ήταν αγέννητο, άφθαρτο, άναρχο, αναλλοίωτο, ακατάλυτο, αδιαίρετο, ακίνητο και γενικά τέλειο από κάθε άποψη (Simpl. Phys. 115, 11). Σημειώνει ότι το μονογενές, άπειρο, αδιατάρακτο και αδιαίρετο ον είναι αντιληπτό μόνον με τη νόηση. H νόηση ταυτίζεται με το «είναι», διότι ακριβώς είναι νόηση του όντος και μόνο η γνώση που πηγάζει απ’ αυτή μπορεί να περικλείει καθεαυτή την απόλυτη αλήθεια, επειδή ταυτόχρονα εκφράζει το απόλυτο ον. Συνεπώς ο Παρμενίδης υποστήριζε ότι η ενότητα των πραγμάτων του Κόσμου δεν βασίζεται σε μια κοινή υποκειμενική φυσική ουσία, αλλά στην ίδια τους την οντότητα.

Από τον Eλεάτη φιλόσοφο προέρχεται και το δόγμα της νεότερης επιστήμης ότι: Στον Κόσμο τίποτα δεν χάνεται και τίποτα δεν δημιουργείται, τίποτα δεν γεννιέται από την ανυπαρξία ούτε και επιστρέφει στην ανυπαρξία. Μία πρόταση, που βέβαια θυμίζει την πολύ μεταγενέστερη ρήση του Kαρτέσιου: nihil ex nihilo fit (τίποτε δεν δημιουργείται από το μηδέν).

Για τον Παρμενίδη το πραγματικό ον είναι διαφορετικό από εκείνο που υποπίπτει στην αντίληψή μας, γι’ αυτό τον λόγο τόνιζε και δίδασκε την αντίθεση μεταξύ της επιστήμης της γνώσεως και της αντίστοιχης υποκειμενικής ανθρώπινης γνώσης. Πρέσβευε ότι δεν υπάρχει ούτε γένεση ούτε φθορά. Υποστήριζε ακόμη ότι η γένεση προϋποθέτει το «μη είναι» ως σημείο μετάβασης από το «μη ον» στο «είναι» και ότι η φθορά ομοίως είναι το σημείο μετάβασης από το «είναι» στο «μη είναι».

H κοσμολογική άποψη του Παρμενίδη επικεντρωνόταν σε δύο στοιχεία, το «θερμό» (φωτεινό, μέρα, λαμπρό, αραιό, ελαφρό) και το «ψυχρό» (σκοτεινό, νύχτα, πυκνό, βαρύ, χώμα), από τη σύνθεση των οποίων παραγόταν ο φαινομενικός Κόσμος. Συνεπώς, το θερμό ως θετική και ενεργός αρχή αντιστοιχούσε στο ον, το οποίο είχε το σχήμα μιας ενιαίας και αιώνιας σφαίρας, της οποίας γέμιζε διαρκώς τον χώρο, ενώ το ψυχρό αντιπροσώπευε την παθητική αρχή του Κόσμου. Εκεί όπου κυριαρχούσε το φωτεινό, που αντιστοιχούσε στο ον, η ζωή και η συνείδηση του «είναι» κορυφώνονταν.

Σύμφωνα με τις απόψεις του Παρμενίδη, στον φαινομενικό Κόσμο η κοινή αντίληψη διακρίνει γένεση και φθορά. Τα μεταβαλλόμενα πράγματα στη φύση θεωρούσε ότι οφείλονταν στις ατελείς αισθήσεις μας. Στην πραγματικότητα υπήρχε μόνον το ον, οι άνθρωποι, όμως, από πλάνη τοποθετούσαν δίπλα του το μη ον και γι’ αυτό τον λόγο νόμιζαν ότι όλα αποτελούνταν από δύο αντίθετα στοιχεία.

H νόηση, σύμφωνα με τις απόψεις του Παρμενίδη, ταυτιζόταν με το «είναι» που σημαίνει ότι «το ον είναι αντικείμενο της νόησης, ενώ το μη ον δεν είναι αντιληπτό, ούτε εκφράζεται με λέξεις». Κατανοητή είναι μόνο η γνώση του αληθινού όντος. Άρα, σύμφωνα με τον Παρμενίδη, πέρα και πίσω από τον μεταβαλλόμενο Κόσμο, υπήρχε μια σταθερότητα που εξασφάλιζε η νόησή μας. H φιλοσοφία του έχει μια καθαρά λογική δομή που αρνιέται την εποπτεία και την εμπειρία. 

Επομένως από τις φιλοσοφικές απόψεις του, ο Παρμενίδης θεωρείται ο ιδρυτής της θεωρητικής οντολογίας και ο θεμελιωτής της ορθολογιστικής φιλοσοφίας. 

H φιλοσοφική σκέψη του Παρμενίδη επισήμανε την αντίθεση του «είναι» και του «γίγνεσθαι» στον  μεταφυσικό χώρο και έτσι έγινε η αφετηρία για τα φιλοσοφικά συστήματα που διατυπώθηκαν στη διάρκεια του 5ου π.κ.χ. αιώνα από τον Eμπεδοκλή, τον Aναξαγόρα, καθώς και τους ατομικούς φιλοσόφους.   Το κοσμοείδωλο του Παρμενίδη συνίστατο από τη γήινη σφαίρα και από τις επάλληλες φωτεινές, σκοτεινές και διάπυρες σφαίρες. Όλες περιβάλλονταν από τον στέρεο ουράνιο θόλο. Την κεντρική θέση την κατείχε η «θεά», η οποία διοικούσε το Σύμπαν και ήταν η κατεξοχήν δημιουργική δύναμή του, αφού εξουσίαζε τον Έρωτα και ωθούσε στην ένωση το αρσενικό και το θηλυκό στοιχείο. H σφαίρα της θεάς χωριζόταν σε επάλληλες ζώνες, από τις οποίες οι ακραίες, δηλαδή όσες βρίσκονταν προς τους πόλους, ήταν διάπυρες, οι μεσαίες κυριαρχούνταν από το σκοτεινό στοιχείο, ενώ οι κεντρικές φλέγονταν (Παρμενίδου Περί Φύσεως, Aπόσπασμα B8, στίχος 59).

Σύμφωνα με τον Aέτιο, ο Παρμενίδης θεωρούσε πως η μείξη των πυκνών και αραιών αυτών ζωνών προσέδωσε στον Γαλαξία μας τη γαλακτόχρωμη υφή του [Aέτ. III, 1, 4 (D. 365)].Επηρεασμένος από τις εν γένει φιλοσοφικές θέσεις των Eλεατών υποστήριζε κι αυτός παρόμοιες απόψεις για τη Γη, ότι δηλαδή ήταν ακίνητη, σφαιρική και κατείχε το κέντρο του Σύμπαντος. Τις παραπάνω απόψεις του Παρμενίδη τις περιγράφει ο Διογένης ο Λαέρτιος, που σημειώνει ότι ο Παρμενίδης υποστήριζε τη γεωκεντρική άποψη, που αποδίδεται με την πρόταση ότι τη Γη θεωρούσε σφαιροειδή και κειμένη στο κέντρο του Σύμπαντος (Διογέν. Λαέρτ. Φιλοσόφων Bίοι IX, 22). 

O Παρμενίδης θεωρούσε ότι η Γη μένει ακίνητη στον χώρο, επειδή απέχει ίσες αποστάσεις από όλα τα σημεία του· επομένως, δεν υπήρχε λόγος να υπερισχύει η μία ως προς την άλλη κατεύθυνση. Συνεπώς, σύμφωνα με τον Παρμενίδη η Γη δεν εκινείτο· υφίστατο μόνον κραδασμούς [Aέτ. III,15, 7 (D. 380)]. Γενικώς υποστήριζε την ακινησία του όντος και -όπως αναφέραμε- αρνιόταν την πολλαπλότητα και ποικιλομορφία του αισθητού κόσμου. Ουσιαστικά το γεγονός ότι οι αισθήσεις πιθανόν να μη δείχνουν την «πραγματικότητα», ενώ μπορούν επιπλέον να αποβούν και κακός οδηγός για όποιον αποφασίσει να εμβαθύνει στην ουσία των πραγμάτων, αποτελεί έκφραση αρκετών αρχαιοελληνικών φιλοσοφικών συστημάτων.


Πηγή: http://iffe.files.wordpress.com
Διαβάστε περισσότερα...

Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου 2012

Ζήνων ο Ελεάτης (494 - 435 π.κ.χ.)


Ο Ζήνων γιος του Τελευταγόρα γεννήθηκε στις αρχές του 5ου αιώνα π.κ.χ. στην Ελέα της Ιταλίας και υπήρξε μαθητής του Παρμενίδη. Ο Αριστοτέλης τον χαρακτήρισε πατέρα της διαλεκτικής και άσκησε δυναμική κριτική στο έργο του. Ο Πλάτων στον διάλογο του «Παρμενίδης» αναφέρει την επίσκεψη του Ζήνωνα και του δάσκαλού του Παρμενίδη στην Αθήνα για τα μεγάλα Παναθήναια. «Οι δύο τους κατέλυσαν το σπίτι του Πυθόδωρου, έξω από τα τείχη, στον Κεραμεικό. Εκεί πήγε ο Σωκράτης και πολλοί άλλοι μαζί του, θέλοντας να ακούσουν το σύγγραμμα του Ζήνωνα, γιατί ήταν η πρώτη φορά που ο Παρμενίδης και ο Ζήνων το έφεραν στην Αθήνα. Εκείνη την εποχή ο Σωκράτης ήταν ακόμα πολύ νέος.» Πλάτων, Παρμενίδης 127α.

Το περίφημο σύγγραμμα του Ζήνωνα είναι ίσως το μοναδικό συγγραφικό έργο του Ελεάτη φιλόσοφου. Η μορφή του συγγράμματος ήταν σαν ένα φιλοσοφικό αινιγματολόγιο με έντονη σπιρτάδα στη γραφή του και πολλά παράδοξα παραδείγματα. Ο Ζήνων, υποστηρίζοντας την θέση του δάσκαλου του -Παρμενιδη- επιμένει στην ύπαρξη του ενός Οντος και απορρίπτει την ύπαρξη πολλών πραγμάτων. Στους συλλογισμούς του χρησιμοποιούσε την μέθοδο της «ατόπου απαγωγής» για να αποδείξει την ορθότητα των λόγων του. Με μία σειρά αντίθετες σκέψεις οδηγούσε τον ακροατή στο συμπέρασμα που ήθελε να καταλήξει. Ο Σιμπλικιος στο έργο του εις Φυσικά μας παραδίδει ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα της σκέψης του Ζήνωνα, "Αν υπάρχουν πολλά, τότε αναγκαία είναι όσα είναι, ούτε περισσότερα ούτε λιγότερα. Αν όμως είναι όσα είναι, τότε είναι πεπερασμένα. Αν υπάρχουν πολλά, τότε τα πράγματα που υπάρχουν είναι άπειρα, γιατί πάντα υπάρχουν και άλλα πράγματα ανάμεσα στα όσα υπάρχουν, και ανάμεσα σ’ εκείνα πάλι άλλα. Επομένως, τα πράγματα που υπάρχουν είναι άπειρα."

Υπάρχουν αναφορές από τον Αριστοτέλη πως ο Ζηνωνας έγραψε ένα ακόμη βιβλίο που συμπεριλάμβανε τα παράδοξα της κίνησης, τα παράδοξα του μεδίμνου και το παράδοξο της θέσης. Ο στόχος των περισσοτέρων παραδειγματικών σκέψεών του ήταν η απόδειξη της ακινησίας των σωμάτων, μια θεωρία εντελώς αντίθετη με την Ηρακλείτια θέση της συνεχούς κίνησης. Εδώ γίνονται σαφής οι διαφορές Ελεατικής και Ιωνικής σχολής. Αν και δεν ξέρουμε τον συλλογισμό που ακολουθούσε στα συγγράμματα του μπορούμε να ορίσουμε πως τα παράδοξα της κίνησης που περιγράφονται από τον Αριστοτέλη στα Φυσικά χωρίζονται σε δύο ζευγάρια : 1) στο "Στάδιο" και τον "Αχιλλέα" όπου ο Ζήνωνας δεχόταν πως ο χώρος και ο χρόνος διαιρούνται επ’ απείρων και 2) στο "Βέλος" και τις "Κινούμενες σειρές" όπου δεχόταν ότι ο χώρος και ο χρόνος αποτελούνται από αδιαίρετα κλάσματα. Ο Ζήνωνας μέσα από αυτούς τους συλλογισμούς φαίνεται να ορίζει την ιδέα, πρώτον της απόλυτης κίνησης και δεύτερον της σχετικής κίνησης των σωμάτων.

Ο Ζήνων πέρα από το φιλοσοφικό του έργο αποτελούσε και εξαιρετικό πολιτικό πρόσωπο που αγαπούσε την πατρίδα του και θυσιάστηκε στην προσπάθεια καταστολής της τυραννίας στην πόλη του. Οι μαρτυρίες για τον θάνατο του Ζήνωνα είναι συγκλονιστικές και αναφέρονται από τον Διογένη Λαέρτιο στο 9ο βιβλίο του: "Όπως αναφέρει ο Ηρακλείδης στη "Σατύρου επιτομή", θέλησε να ανατρέψει τον τύραννο Νέαρχο -άλλοι λένε τον Διομέδοντα- και συνελήφθη. Στη διάρκεια της δίκης, όταν τον ρώτησαν για τους συνεργούς του και για τα όπλα που είχε πάει στη Λιπάρα, αποκάλυψε όλους τους φίλους του τύραννου με σκοπό να τον αφήσει μόνο του. Έπειτα είπε πως κάτι είχε να του πει για κάποιους κρυφά στο αυτί και τότε του το δάγκωσε και δεν το άφησε μέχρι που τον σκότωσαν… Ο Αντισθένης στις "Διαδοχές" λέει πως, αφού αποκάλυψε τους φίλους, ρωτήθηκε από τον τύραννο, αν υπήρχε και κάποιος άλλος. Τότε απάντησε "εσύ, ο καταστροφέας της πόλης". Στους παρευρισκόμενους είπε: "Θαυμάζω την δειλία σας, αν εξαιτίας αυτών, που τώρα υπομένω, είστε δούλοι του τύραννου". Τέλος έκοψε τη γλώσσα του και του την έφτυσε κατάμουτρα. Ενθαρρυμένοι απ’ αυτό οι συμπολίτες του σκότωσαν τον τύραννο. Τα ίδια σχεδόν λένε οι περισσότεροι. Ο Έρμιππος λέει ότι τον έριξαν σε πέτρες που χρησίμευαν για άλεσμα και κομματιάστηκε.


Αναμφισβήτητα ο Ζήνωνας σήμερα είναι ο πιο επίκαιρος προσωκρατικός φιλόσοφος. Ποτέ στο παρελθόν η φιλοσοφία δεν ασχολήθηκε βαθιά με την Ζηνώνεια παραδοξολογία. Η ενασχόληση του Russell και η γοητεία που άσκησαν σε αυτόν και στο μαθηματικό του παράδοξο ο Ζήνωνας όσο και ο δάσκαλος του Παρμενίδης ορίζουν την απαρχή μίας σύγχρονης μελέτης στο έργο αυτού του μεγάλου Προσωκρατικού. Είναι φανερό πως ο Ζήνωνας αποφασιστικά επέδρασε στην διαμόρφωση της ατομικής θεωρίας τον Λεύκιππο και τον Δημόκριτο όπως επίσης και τους σοφιστές Γοργία (Περί του μη όντος) και Πρωταγόρα. Η Οντολογική μεθοδολογία του Ζήνωνα και του δάσκαλου του Παρμενίδη εμπνέει τον ώριμο Πλάτωνα και διαμορφώνει όλη την Οντολογία μέχρι τον Πλωτίνο και τους περισσότερους Νεοπλατωνικούς.


ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ

Το Στάδιο
Αριστοτέλης, Φυσικά Ζ9, 239 β11
Ο πρώτος συλλογισμός αντικρούει την ιδέα ότι υπάρχει κίνηση, γιατί ένα κινούμενο πράγμα πρέπει να φτάσει στα μισά της διαδρομής πριν φτάσει στο τέρμα…

Αριστοτέλης, Τοπικά Θ8, 160 β7
Γιατί έχουμε πολλά επιχειρήματα αντίθετα με τις κοινές αντιλήψεις, όπως λ.χ. το επιχείρημα του Ζήνωνα ότι είναι αδύνατο να υπάρξει κίνηση και ότι δεν μπορεί κανείς να διασχίσει το στάδιο.

Ο Αχιλλέας και η χελώνα
Αριστοτέλης, Φυσικά Ζ9, 239 β14
Ο δεύτερος συλλογισμός του είναι ο λεγόμενος "Αχιλλέας". Αυτός λέει ότι σε μία καταδίωξη ο πιο γρήγορος δρομέας δεν μπορεί ποτέ να ξεπεράσει τον πιο αργό, γιατί ο διώκτης πρέπει πρώτα να φτάσει στο σημείο από όπου ξεκίνησε, επομένως ο βραδύτερος δρομέας έχει πάντα ένα προβάδισμα.

Το Βέλος
Αριστοτέλης, Φυσικά Ζ9, 239 β30-β35
Ο Τρίτος συλλογισμός είναι αυτός που μόλις τώρα αναφέραμε, ότι δηλαδή το βέλος που κινείται μένει ακίνητο. Αυτό προκύπτει από την παραδοχή ότι ο χρόνος αποτελείται από πολλά τώρα, γιατί αν δεν ισχύει αυτή η προϋπόθεση, καταρρέει αυτός ο συλλογισμός.

Οι Κινούμενες σειρές
Αριστοτέλης, Φυσικά Ζ9, 239 β33
Ο τέταρτος συλλογισμός αναφέρεται σε ίσα σώματα που κινούνται μέσα σε ένα στάδιο με την ίδια ταχύτητα, αλλά προς αντίθετες κατευθύνσεις, η μία σειρά από το τέλος του σταδίου και η άλλη από τη μέση, περνώντας μπροστά από άλλα ίσα σώματα. Ο Ζήνων νομίζει ότι σ’ αυτή την περίπτωση ο μισός χρόνος είναι ίσος με τον διπλάσιο του. Το λάθος σ’ αυτόν τον συλλογισμό βρίσκεται στη υπόθεση ότι τα πράγματα που τρέχουν με την ίδια ταχύτητα χρειάζονται τον ίδιο χρόνο για να προσπεράσουν ένα κινούμενο σώμα και ένα ακίνητο σώμα με το ίδιο μέγεθος.

Διάγραμμα του Αλέξανδρου, σύμφωνα με τον Σιμπλικιο, εις Φυσικά 1016, 14
Α = σταθερά σώματα
ΑΑΑΑ Β = σώματα που κινούνται από το Δ προς το Ε
Δ ΒΒΒΒ ---> Ε Γ = σώματα που κινούνται από το Ε προς το Δ
<-- ΓΓΓΓ Δ = αφετηρία του σταδίου
Ε = τέρμα του σταδίου


Τα παράδοξα του Ζήνωνα του Ελεάτη

1. Το Παράδοξο της Διχοτομίας ή το βέλος και ο στόχος

Με το  παράδοξο αυτό ούτε λίγο ούτε πολύ καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι «η κίνηση είναι αδύνατη»  διότι ότι  κινείται, πριν φτάσει στο τέρμα του πρέπει να φτάσει στη μέση της πορείας του.
Ο Ζήνωνας λέει ότι για να μεταβεί ένα σώμα από μια θέση Α σε μια θέση Β οφείλει να διανύσει το μισό της απόστασης ΑΒ. Στη συνέχεια το μισό του υπολοίπου, ακολούθως το μισό του νέου υπολοίπου και ούτω καθ’ εξής. Οι αποστάσεις αυτές γίνονται συνεχώς μικρότερες, αλλά απαιτείται για κάθε μια απ’ αυτές ένας ορισμένος χρόνος για να διανυθεί. Και έτσι συμπέρανε ότι «το άθροισμα ενός απείρου αριθμού ορισμένων χρονικών διαστημάτων οφείλει να είναι άπειρο». Κατά συνέπεια η πραγματικότητα της κίνησης και ακριβέστερα της έκτασης είναι αδύνατη.

Ας υποθέσουμε για παράδειγμα έλεγε ο Ζήνωνας ότι έχουμε μια απόσταση (ΑΒ) = 2 Κm και η ταχύτητα του κινητού είναι υ = 1 Km/min. Τότε το μισό της απόστασης έστω (ΑΜ1) θα διανυθεί σε χρόνο t1 = 1 min ,το μισό τηςυπόλοιπης απόστασης το (Μ1Μ2) σε χρόνο   t2 = 1/2 ,το μισό του υπολοίπου, δηλαδή το (Μ2Μ3) σε χρόνο t3 = 1/4 min. Ο Ζήνωνας ισχυρίζεται ότι αυτή η διαδικασία θα συνεχίζεται μέχρι το άπειρο και έτσι θα υπάρχει πάντα ένα κομμάτι που θα απομένει. Δηλαδή το κινητό δεν θα φτάσει ποτέ στο σημείο Β. Βλέπουμε εδώ πόσο θα διευκόλυνε τα πράγματα η έννοια του ορίου. Γιατί είναι γνωστό ότι  ο συνολικός χρόνος που απαιτείται για να διανυθεί η απόσταση (ΑΒ) είναι 2 λεπτά και δίνεται από τη σχέση 


2. Το Παράδοξο του Αχιλλέα και της Χελώνας.

Ο Αχιλλέας εκτός των άλλων αρετών που είχε όπως αναφέρει ο Όμηρος φημιζόντανε και για την ταχύτητά του – γρηγοροπόδαρος - αναφέρεται στον Όμηρο. Και όμως ο Ζήνωνας ισχυρίζεται ότι δεν μπορεί να φτάσει ποτέ μια χελώνα που έστω προπορεύεται  μια απόσταση.


Ας υποθέσουμε ότι η χελώνα προπορεύεται του  Αχιλλέα 100 m και ότι η ταχύτητα υA του Αχιλλέα είναι υA=10 m/sec και της χελώνας, υx, είναι υx=1 m/sec. Τότε ο Αχιλλέας σε χρόνο t1=10 sec θα διανύσει την απόσταση (ΑΧ1)=100 m, την οποία τον προσπερνούσε η χελώνα. Κατά τη διάρκεια αυτού του χρόνου t1 η χελώνα θα διανύσει το διάστημα       Χ1Χ2 =10 m. Στη συνέχεια για να διατρέξει αυτή την απόσταση ο Αχιλλέας θα χρειαστεί χρόνο t2 =1 sec. Κατά το χρόνο t2 η χελώνα θα διανύσει το διάστημα Χ2Χ3 =1 m και ο Αχιλλέας θα το διατρέξει σε χρόνο t3 =1/10 sec. Η κίνηση αυτή θα συνεχίζεται επ’ άπειρο. Έτσι, κατέληξε ο Ζήνων, ότι ο Αχιλλέας δε θα φτάσει ποτέ τη χελώνα. Δηλαδή συμπεραίνουμε  ότι «ο ταχύτερος ποτέ δεν θα προσπεράσει τον βραδύτερο».
Όμως σήμερα ξέρουμε ότι ο συνολικός χρόνος που χρειάζεται ο Αχιλλέας είναι ένας πεπερασμένος αριθμός και δίνεται απ’ τη σχέση  



Πηγή: www.mathsforyou.gr, http://users.sch.gr
Διαβάστε περισσότερα...

Επίκουρος (341-271 π.κ.χ.)

Ο φιλόσοφος Επίκουρος που γεννήθηκε στη Σάμο, γιος του Αθηναίου Νεοκλή, ήταν ιδρυτής της Σχολής των Επικουρείων στην Αθήνα. Σε ηλικία 14 ετών άκουσε μαθήματα από τον πλατωνιστή Πάμφιλο. Για τη φιλοσοφική του εξέλιξη έπαιξε ρόλο η σπουδή του (327-324) με δάσκαλο τον Ναυσιφάνη, ο οποίος του δίδαξε την Ατομιστική του Δημόκριτου και τη θεωρία της ηδονής της Κυρηναϊκής Σχολής. Αργότερα ο ίδιος έλεγε ότι όλα όσα ήξερε τα έμαθε μόνος του, γιατί οι δάσκαλοι δεν μπορούσαν να του εξηγήσουν, τί υπήρχε πριν από το χάος, από το οποίο προέκυψε η ζωή.

Στα έτη 323-321 ο Επίκουρος ήταν στρατιώτης στην Αθήνα. Το 323 πέθανε ο Μεγαλέξανδρος στη Βαβυλώνα, με αποτέλεσμα το 322 να ξεσηκωθούν οι Αθηναίοι ενάντια στους Μακεδόνες. Ταυτόχρονα ο Αριστοτέλης, φοβούμενος λιντσάρισμα, εγκατέλειψε το «Λύκειο», τη Σχολή που είχε στην Αθήνα και διέφυγε στη Χαλκίδα όπου, μετά από λίγο καιρό, πέθανε. Η προσπάθεια των Αθηναίων για απεξάρτηση από τους Μακεδόνες κατέληξε σε ήττα, οπότε ο πατέρας του Επίκουρου εξεδιώχθη με άλλους Αθηναίους από τη Σάμο και κατέφυγε στον ιωνικό Κολοφώνα. Εκεί εγκαταστάθηκε και ο Επίκουρος, όπου εμβάθυνε σε φιλοσοφικά προβλήματα, στη συνέχεια δίδαξε δε στη Μυτιλήνη και στη Λάμψακο (Ελλήσποντος).

Αρκετοί φίλοι και μαθητές από τη Μυτιλήνη και τη Λάμψακο ακολούθησαν τον Επίκουρο στην Αθήνα, όταν αυτός ίδρυσε τη σχολή του «Κήπου», κάπου στο σημερινό Βοτανικό, μεταξύ Διπύλου και Ακαδημίας. Περίπου την ίδια εποχή ίδρυσε σχολή στην «Ποικίλη Στοά» και ο Ζήνων ο Κιτιεύς. Η επικούρεια Σχολή του «Κήπου» καλλιεργούσε φιλοσοφικό ανταγωνισμό με τους ακαδημαϊκούς (πλατωνικούς) και τους περιπατητικούς (αριστοτελικούς). Στον «Κήπο» δίδαξε ο Επίκουρος περίπου 40 χρόνια.

Οι επικούρειοι είχαν φυσιοκρατικές αντιλήψεις και μίλαγαν ενάντια στις δεισιδαιμονίες, τη μαντική, τα θρησκευτικά ιερατεία και τους δημοκόπους πολιτευτές, προκαλώντας έτσι την αντιπάθεια των κατεστημένων ολιγαρχικών κύκλων. Τα κυριότερα έργα του ίδιου του Επίκουρου γέμιζαν περί τους 300 παπύρους, έχουν όμως διασωθεί ελάχιστα, γιατί τα περισσότερα καταστράφηκαν κατά τις συστηματικές πυρπολήσεις βιβλιοθηκών από τον 4ο αιώνα μ.κ.χ. και μετά.

Στην επικούρεια διδασκαλία διαιρείται η φιλοσοφία, η οποία θεωρείται «φάρμακο της ψυχής», σε τρεις τομείς, τη φυσική, τη λογική και την ηθική. Υπέρτατο αγαθό κατά τον Επίκουρο είναι η ευχαρίστηση στη ζωή, για την απόλαυση της οποίας πρέπει να επιστρατεύονται όλες οι προσπάθειες του ανθρώπου. Η επικούρεια ευχαρίστηση (ηδονή) αφορούσε όλες τις ψυχικές απολαύσεις, την καλλιέργεια του πνεύματος και την άσκηση της αρετής, χωρίς έπαρση και αυτοπροβολή. Σε επιστολή του προς τον Μενοικέα ο Επίκουρος γράφει:

«Όταν λέμε ότι σκοπός είναι η ηδονή, δεν εννοούμε τις ηδονές του ασώτου και αυτές που βρίσκονται μέσα στις απολαύσεις, όπως νομίζουν μερικοί που το αγνοούν και δεν το παραδέχονται ή είναι κακώς πληροφορημένοι. Αλλά εννοούμε να μην πονάει το σώμα και να μην ταράσσεται η ψυχή.»

Οι ιδανικές καταστάσεις για τον άνθρωπο είναι, αρνητικά μεν η αταραξία, η αφοβία και η απονία και θετικά, η ευθυμία, η χαρά, η ευφροσύνη και η απαλλαγή από το φόβο του θανάτου. Κύρια προσπάθεια του ανθρώπου πρέπει να είναι η απολύτρωση από τον πόνο, η οποία εξασφαλίζει μία παθητική ηδονή. Η φιλοσοφία του Επίκουρου για τον τρόπο διαβίωσης των ανθρώπων συμπυκνώνεται στο «λάθε βιώσας» (= να ζεις απαρατήρητος, να μην επιδιώκεις την προβολή). Στην ίδια επιστολή του προς Μενοικέα γράφει ο Επίκουρος:

«Το πιο φρικτό από τα κακά, ο θάνατος, δεν είναι τίποτα για μας (τους επικούρειους), επειδή όταν υπάρχουμε εμείς, αυτός δεν υπάρχει, και όταν επέλθει ο θάνατος, τότε δεν υπάρχουμε εμείς.»

Για το δίλημμα πεπερασμένη – αιώνια ζωή που εισάγουν τεχνητά οι θρησκείες ώστε να προσφέρουν υπηρεσίες με διάφορες αυθαίρετες κατασκευές περί αιωνιότητας της ζωής, έγραφε:

«Η σωστή γνώση πως ο θάνατος δεν είναι τίποτα για μας, κάνει απολαυστική τη θνητότητα της ζωής, όχι επειδή της προσθέτει άπειρο χρόνο, αλλά επειδή την απαλλάσσει από τον πόθο της αθανασίας.»

Ενώ ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης θεωρούσαν τα ουράνια σώματα θεϊκές μονάδες με αυτοτελή βούληση, τα οποία παρακολουθούσαν τους ανθρώπους, ο Επίκουρος γράφει ότι αυτά τα σώματα πήραν από την αρχή, μαζί με το σφαιρικό τους σχήμα, την αναγκαιότητα και περιοδικότητα των κινήσεών τους και δεν πρόκειται για μακάριες και άφθαρτες οντότητες.

Αναφέρει ο Επίκουρος για τη θεωρία του:
Ηδονή είναι να μην πονάει το σώμα και να μην ταράσσεται η ψυχή.

Η αξία της γνώσης, υποστηρίζει ο Επίκουρος, αντίθετα με τον Αριστοτέλη, μετριέται με τη χρησιμότητά της. Η γνώση πρέπει να βοηθάει για να εκλείψουν οι δεισιδαιμονίες και οι πλάνες και για να κατακτήσει ο άνθρωπος το ανώτερο αγαθό που είναι η ψυχική γαλήνη. Δεν υπάρχει και δεν χρειαζόμαστε γνώση που δεν έχει σχέση με τη ζωή, που δεν μεγαλώνει την ευτυχία μας, που δεν μειώνει τον πόνο μας – επικούρειες αντιλήψεις που επικράτησαν οριστικά από την Αναγέννηση και εντεύθεν.

Επίσης έγραψε
«Η σωστή γνώση πως ο θάνατος δεν είναι τίποτα για μας, κάνει απολαυστική τη θνητότητα της ζωής, όχι επειδή της προσθέτει άπειρο χρόνο, αλλά επειδή την απαλλάσσει από τον πόθο της αθανασίας.» 

Επίσης αντίθετα με τον Αριστοτέλη, ο Επίκουρος θεωρεί τις γυναίκες ισότιμες στην κοινωνική ζωή με τους άνδρες και τις δέχεται ως μαθήτριες στη Σχολή. Εξ ίσου ισότιμη ανθρώπινη αντιμετώπιση αξίζουν οι δούλοι, οι οποίοι μπορούσαν να παρακολουθούν μαθήματα στον Κήπο και να αναδειχθούν σε φιλοσόφους. Το όνομα ενός εξ αυτών, Μυς, διασώθηκε σε μας από τον ιστορικό Λαέρτιο. Για τις γυναίκες έγραψε ο Επίκουρος:

«Η γυναίκα σου να σε σέβεται πρέπει και όχι να σε φοβάται, διότι δεν την πήρες για υπηρέτρια, αλλά για σύντροφο στη ζωή.»

Μια σύγκριση αυτών των αντιλήψεων με αντίστοιχες μεταγενέστερες που επικράτησαν στον ελληνόφωνο χώρο, δείχνει ποια ανατολίτικη οπισθοδρομικότητα επεβλήθη στον Ελληνισμό με τις μεσανατολικές δοξασίες.

Μέσα σε ένα περιβάλλον πολεμικών και πολιτικών ανακατατάξεων των ελληνιστικών κρατών, όπου τίθενται ερωτήματα για ανεξαρτησία (από τους Μακεδόνες) και αυτονομία των πόλεων, οι Επικούρειοι έχουν σαφή άποψη για το θέμα των πατρίδων, όχι με την ιδιοκτησιακή έννοια που δημιουργούν στους ανθρώπους, μέχρι των ημερών μας, οι κυβερνήτες για λόγους διατήρησης της εξουσίας και διακίνησης εξοπλισμών, αλλά με την έννοια του ενιαίου περιβάλλοντος, της κοινής πατρίδας και της αδελφοσύνης επί Γης. Έγραφε ο επικούρειος Διογένης Οινοανδέας (2ος αιώνα π.κ.χ.):

«Με το κάθε κομμάτιασμα της γης βέβαια άλλη είναι η πατρίδα για τον καθένα. Αλλά εάν δούμε όλη την επιφάνεια αυτού του κόσμου, τότε μία είναι η πατρίδα όλων μας, όλη η Γη, και μία η κατοικία μας, όλος ο κόσμος.»

Αντιλήψεις, οι οποίες επανέρχονται τον 21ο αιώνα ως νέες σοφίες, μπροστά στα πολλαπλά προβλήματα που προέκυψαν, είτε από τις φυσικές αλλαγές, είτε από τις δραστηριότητες του ανθρώπου, π.χ. επιβάρυνση περιβάλλοντος, πυρηνικά όπλα, διατροφικά προβλήματα, ενεργειακή ανεπάρκεια, αμάθεια και οπισθοδρομικότητα κ.ά.

Οι θεοί, κατά την επικούρεια αντίληψη, δεν ανακατεύονται στα ανθρώπινα, δεν κάνουν χάρες και δεν δέχονται δώρα. Αν έκαναν δε πράγματι οι θεοί όσα τους ζητούσαν οι άνθρωποι, θα εξαφανιζόταν η ανθρωπότητα, γιατί όλοι επιζητούν και εύχονται το κακό των άλλων… Για κάθε στιγμή και κάθε δυσκολία της ανθρώπινης ζωής, οι επικούρειοι φιλόσοφοι είχαν διατυπώσει ως πνευματικό βοήθημα την τετραφάρμακον, τέσσερις φράσεις για συνεχή χρήση:

«Δεν μας φοβίζει ο θεός, δεν μας ανησυχεί ο θάνατος, εύκολα αποκτιέται το Καλό, εύκολα υποφέρεται το Κακό.»

Αυτό δηλώνει ότι, πέρα από τις φυσικές δυνάμεις και τους νόμους του σύμπαντος,
  • Δεν υπάρχουν θεοί τιμωροί και μπαμπούλες, όπως επαναλαμβάνουν καταπιεστικά οι θρησκείες, οπότε και δεν χρειάζεται κάποιος να ζει με το φόβο τους.
  • Δεν μας ανησυχεί ο θάνατος που δεν μας αφορά, εφόσον εμείς δεν υπάρχουμε πια.
  • ο καλό που χρειάζεται για να ζήσει κάποιος, σύμφωνα με τις πνευματικές, ψυχικές και σωματικές ανάγκες του, αποκτάται  για έναν ολιγαρκή άνθρωπο εύκολα και τέλος,
  • Με την επικούρεια αταραξία αντιμετωπίζεται κάθε κακό, κάθε δυσάρεστη κατάσταση και κάθε φόβος.
Ένας σημαντικός τομέας που απασχόλησε εντατικά τον Επίκουρο, από τον οποίο έχουμε όμως λίγες πληροφορίες, είναι η φυσική του φιλοσοφία. Η επιρροή του ατομισμού του Λεύκιππου και του Δημόκριτου είναι παραπάνω από εμφανής στο έργο του Επίκουρου. Ο μεγάλος αυτός φιλόσοφος έγραψε, μεταξύ άλλων, και ένα τεράστιο συναφές σύγγραμμα, «Περί Φύσεως», το οποίο είχε έκταση 37 τόμων. Τα λίγα αποσπάσματα που έχουν διασωθεί από αυτό το έργο, είναι κυρίως κείμενα του Λουκρήτιου και του Διογένη Οινοανδέα, αλλά και λίγα του ίδιου του Επίκουρου.


Μερικές από τις βασικές αρχές της φυσικής φιλοσοφίας του Επίκουρου

  • Τίποτα δεν δημιουργείται ποτέ από το τίποτα. 
  • Ο κόσμος δεν δημιουργήθηκε από θεία παρέμβαση. 
  • Ακόμα και αν υπάρχουν θεοί, αυτοί δεν επιδρούν στο φυσικό κόσμο. 
  • Η ύλη δεν καταστρέφεται σε τίποτα. 
  • Πρωταρχικά στοιχεία της ύλης δεν είναι τα αριστοτελικά στοιχεία πυρ, αήρ, γη και ύδωρ, αλλά μικρά αδιαίρετα άφθαρτα σωματίδια (άτμητα σωμάτια = άτομα). 
  • Τίποτα δεν μπορεί να γίνει αισθητό αν δεν έχει υλική υπόσταση. 
  • Τίποτα δεν υπάρχει εκτός από τα άτομα και το κενό ανάμεσά τους. 
  • Όλα τα σώματα, είτε είναι άτομα, είτε προέρχονται από ένωση ατόμων. 
  • Το σύμπαν είναι αχανές. Δεν βρισκόμαστε στο κέντρο του σύμπαντος, αλλά είμαστε ένας από τους αναρίθμητους κόσμους του σύμπαντος. 
  • Τα άτομα βρίσκονται σε διαρκή κίνηση μέσα στο κενό. Μπορούν να συνεχίσουν σε ευθεία, να συγκρουστούν, να αλλάξουν κατεύθυνση, να ενωθούν με άλλα άτομα στη δημιουργία σύνθετων σωμάτων. 
  • Οι κόσμοι και τα έμβια όντα δημιουργούνται από τυχαία γεγονότα λόγω της χαοτικής κίνησης των ατόμων. 
  • Αυτό που αποκαλούμε «ψυχή» είναι σωματική οντότητα με υλικά χαρακτηριστικά και δεν συνεχίζει να υπάρχει μετά τον θάνατο. 
  • Η αίσθηση είναι αξιόπιστη, διότι δεν μπορεί να αμφισβητηθεί από κάτι άλλο πιο αξιόπιστο από αυτήν.


Σήμερα γνωρίζουμε ότι αυτές οι απόψεις, τις οποίες είχε προσεγγίσει διαισθητικά ο Επίκουρος, δεν απέχουν σημαντικά από τα επιστημονικά ευρήματα και τη σημερινή γνώση μας για τα ουράνια σώματα και τη φύση γενικότερα. Δεν είχε, λοιπόν, άδικο ο Νίτσε που διαπίστωνε στα τέλη του 19ου αιώνα ότι: «Η επιστήμη έχει βαλθεί να επιβεβαιώσει τον Επίκουρο!»

Είναι πασιφανές, πόσο αρνητική ήταν για την πρόοδο της ανθρωπότητας η αποσιώπηση αυτού του μεγάλου διανοητή κατά την ύστερη Αρχαιότητα και το Μεσαίωνα. Μπορούμε δε εύκολα να σκεφτούμε, πόσο θα είχαν προωθηθεί η επιστήμη, η τεχνολογία και γενικότερα ο (ελληνικός) πολιτισμός, αν είχε εξελιχθεί ομαλά η επιστήμη των ελληνορωμαϊκών και ελληνιστικών χρόνων και δεν είχε παρεμβληθεί ο οπισθοδρομικός Μεσαίωνας με την υποστήριξη της εισροής στις πολιτισμένες κοινωνίες βαρβάρων από Βορρά και Ανατολή και της άνωθεν επιβολής σκοτεινών δεσποτικών και θεόπληκτων αντιλήψεων.

Από τα προηγούμενα είναι επίσης κατανοητό, γιατί οι πλατωνιστές και αριστοτελιστές απεχθάνονταν αυτόν τον μεγάλο φιλόσοφο, τους μαθητές του και τη φιλοσοφία τους και γιατί συνεχίζεται αυτή η εχθρότητα μέχρι των ημερών μας από όλους τους ελιτίστικους μηχανισμούς.

Περίπου 300 χρόνια μετά την εποχή του Επίκουρου, γράφει ο Πλούταρχος (~50 – 125 μ.κ.χ.) ότι ο ιδρυτής της Σχολής του «Κήπου» προσπάθησε να ανατρέψει τους «θεσμούς της πόλης» και ότι θεωρούσε τον εαυτό του «σοφότερο από τον Πλάτωνα» – έγκλημα καθοσιώσεως για τους ολιγαρχικούς. Γι’ αυτές λοιπόν τις αντιλήψεις έπρεπε, σύμφωνα με τον Πλούταρχο που είχε ο ίδιος ολιγαρχικές προτιμήσεις, να μαστιγωθούν όλοι οι επικούρειοι, όχι με το απλό μαστίγιο αλλά με το αστραγωτό! Αυτή η εκδήλωση αντιπάθειας και εκδικητικότητας δείχνει, πόση επιρροή πρέπει να είχαν ακόμα κατά το 2ο μ.κ.χ. αιώνα στην κοινωνία της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας οι επικούρειοι φιλόσοφοι.

Ο Επίκουρος δεν έτυχε μέχρι σήμερα, λόγω των δημοκρατικών και φυσιοκρατικών του αντιλήψεων, οποιασδήποτε προβολής μέσα από τα σύγχρονα εκπαιδευτικά συστήματα, τα οποία κατά κύριο λόγο στηρίζουν ακόμα ολιγαρχικές και θεοκρατικές αντιλήψεις. Μόλις τα τελευταία χρόνια παρουσιάζεται στα ελληνικά σχολικά βιβλία δειλά η βιογραφία του Επίκουρου και αναπτύσσεται η φιλοσοφία του. Μερικοί σύγχρονοι δυσφημιστές εξηγούν δε, κάνοντας μεταφραστικά άλματα, ότι το λάθε βιώσας (= να ζεις απαρατήρητος) του σπουδαίου αυτού φιλοσόφου σημαίνει πως κάποιος ζει λαθραία, σε βάρος των άλλων – ένα ακόμα δείγμα της διαχρονικής οπισθοδρομικής αθλιότητας που υποστηρίζεται κατά κανόνα από μηχανισμούς προπαγάνδας, θεσμοποιημένους και άτυπους.

Στ. Φραγκόπουλος


Τα κυριότερα από αυτά σύμφωνα με τον Διογένη τον Λαέρτιο, ήταν τα εξής:


ΠΕΡΙ ΦΥΣΕΩΣ 37 ΣΥΓΓΡΑΜΜΑΤΑ

ΠΕΡΙ ΑΤΟΜΩΝ ΚΑΙ ΚΕΝΟΥ

ΠΕΡΙ ΕΡΩΤΟΣ

ΕΠΙΤΟΜΗ ΤΩΝ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΦΥΣΙΚΟΥΣ

ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΜΕΓΑΡΙΚΟΥΣ

ΔΙΑΠΟΡΙΑΙ

ΚΥΡΙΑΙ ΔΟΞΑΙ

ΠΕΡΙ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΦΥΓΩΝ

ΠΕΡΙ ΤΕΛΟΥΣ

ΠΕΡΙ ΚΡΙΤΗΡΙΟΥ Η΄ ΚΑΝΩΝ

ΧΑΙΡΕΔΗΜΟΣ

ΠΕΡΙ ΘΕΩΝ

ΠΕΡΙ ΟΣΙΟΤΗΤΟΣ

ΗΓΗΣΙΑΝΑΞ

ΠΕΡΙ ΒΙΩΝ

ΠΕΡΙ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΓΙΑΣ

ΝΕΟΚΛΗΣ ΠΡΟΣ ΘΕΜΙΣΤΑΝ

ΣΥΜΠΟΣΙΟΝ

ΕΥΡΥΛΟΧΟΣ ΠΡΟΣ ΜΗΤΡΟΔΩΡΟΝ

ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΟΡΑΝ

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΝ ΤΗ ΑΤΟΜΩ ΓΩΝΙΑΣ
ΠΕΡΙ ΑΦΗΣ

ΠΕΡΙ ΕΙΜΑΡΜΕΝΗΣ

ΠΕΡΙ ΠΑΘΩΝ ΔΟΞΑΙ ΠΡΟΣ
ΤΙΜΟΚΡΑΤΗΝ

ΠΡΟΓΝΩΣΤΙΚΟΝ

ΠΡΟΤΡΕΠΤΙΚΟΣ

ΠΕΡΙ ΕΙΔΩΛΩΝ

ΠΕΡΙ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ

ΑΡΙΣΤΟΒΟΥΛΟΣ

ΠΕΡΙ ΜΟΥΣΙΚΗΣ

ΠΕΡΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ ΑΡΕΤΩΝ

ΠΕΡΙ ΔΩΡΩΝ ΚΑΙ ΧΑΡΙΤΟΣ

ΠΟΛΥΜΗΔΗΣ

ΤΙΜΟΚΡΑΤΗΣ Γ΄

ΜΗΤΡΟΔΩΡΟΣ Ε΄

ΑΝΤΙΔΩΡΟΣ Β΄

ΠΕΡΙ ΝΟΣΩΝ ΔΟΞΑΙ ΠΡΟΣ ΜΙΘΡΗΝ

ΚΑΛΛΙΣΤΟΛΑΣ

ΠΕΡΙ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ

ΑΝΑΞΙΜΕΝΗΣ

ΕΠΙΣΤΟΛΑΙ








Διαβάστε περισσότερα...

Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2012

Αναξίμανδρος ο Μιλήσιος (610 - 546 π.κ.χ.)


Ο Αναξίμανδρος. (610-546 π.κ.χ.) ήταν νεότερος, μαθητής και διάδοχός του Θαλή στη σχολή της Μιλήτου. Υποστήριζε ότι η αρχή των όντων ήταν το άπειρο, δηλαδή η αιώνια και συνεχώς μεταβαλλόμενη ύλη, επινόησε το πρώτο ηλιακό ημερολόγιο, σχεδίασε τον πρώτο χάρτη της έως τότε γνωστής γης και ασχολήθηκε με βιολογικά, αστρονομικά και κοσμολογικά ζητήματα.

Ο πατέρας του Αναξίμανδρου, Πραξιάδης, ήταν Κάρας ενώ η μητέρα του Ελληνίδα. Όπως και ο δάσκαλος του Θαλής δεν ήταν μόνο φιλόσοφος, αλλά αστρονόμος, μετεωρολόγος, γεωγράφος και βιολόγος. Ήταν ο πρώτος που έκανε μία μεθοδική προσπάθεια να εξηγήσει φιλοσοφικά όλες τις πτυχές της ανθρώπινης εμπειρίας εγκαταλείποντας τις μέχρι τότε μυθολογικές διατυπώσεις για την αρχή, τη γένεση και την φθορά των όντων. Ίσως ήταν ο αρχαιότερος συστηματικός νους. της ιωνικής φυσικής και οπωσδήποτε ο κορυφαίος εκπρόσωπος του «υλοζωισμού» της Μιλήτου.

Ο Διογένης Λαέρτιος έγραψε ότι  ο Αναξίμανδρου « …ήταν ο πρώτος που επινόησε το γνώμονα και τον έστησε πάνω σε ηλιακά ρολόγια για να σημαδεύει τα ηλιοστάσια και τις ισημερίες. Επίσης κατασκεύασε και ωροδεικτικά όργανα. Ήταν ο πρώτος που σχεδίασε το περίγραμμα της γης και της θάλασσας, αλλά επίσης έφτιαξε και μία ουράνια σφαίρα.»

Στην ιδιαίτερη πατρίδα του ο Αναξίμανδρος φαίνεται ότι δέχτηκε έντονα ερεθίσματα για τη μελέτη του φυσικού κόσμου, όχι μόνο από τις θεωρίες του Θαλή αλλά και από άλλες συγγενικές ιδέες και εφαρμογές, που ήταν γνωστές εκεί και προέρχονταν από τους Πέρσες, τους Βαβυλώνιους και τους Αιγυπτίους. Έτσι ανέπτυξε πλούσια ενδιαφέροντα, που τον ώθησαν να επιδοθεί τόσο στην καθαρή θεωρία του φυσικού κόσμου όσο και σε πρακτικές λύσεις και εφαρμογές πάνω σε προβλήματα σχετικά με τα μετεωρολογικά και τα ημερολογιακά φαινόμενα.

Με τις επιδόσεις του αυτές ανταποκρίθηκε πρωτοποριακά στην ανάγκη της εποχής του να ελευθερωθούν οι μάζες από τις κρατούσες δεισιδαιμονίες γύρω από τα φυσικά φαινόμενα και να οργανωθούν με ασφαλέστερους τρόπους οι καλλιέργειες και τα ταξίδια.

Ο Αναξίμανδρος είναι ο πρώτος Έλληνας που έγραψε ένα ολοκληρωμένο επιστημονικό σύγγραμμα, το  «Περί φύσεως», συνοδευόμενο με χάρτες του ουρανού και της υδρογείου, πάνω σε πρότυπο βαβυλωνιακό, και με ενδείξεις για τις αποστάσεις ανάμεσα στα ουράνια σώματα, πάνω σε πρότυπο περσικό. Σχετική με την ενασχόληση του Αναξίμανδρου γύρω από το φυσικό κόσμο είναι και η μαρτυρία ότι επισκέφτηκε τη Σπάρτη και ότι κατασκεύασε εκεί ένα ηλιακό ρολόι και πρόβλεψε ένα μεγάλο τοπικό σεισμό. Το 550 π.κ.χ. ο Αναξίμανδρος, ενώ βρισκόταν στη Σπάρτη, ειδοποίησε τους κατοίκους της πόλης για επερχόμενο σεισμό κι αυτοί παρέμειναν όλη τη νύχτα έξω από τα σπίτια τους. Έτσι οι κάτοικοι γλίτωσαν ενώ η πόλη τους καταστράφηκε.

Δυστυχώς όλα τα έργα του έχουν χαθεί. Αλλά πολλοί συγγραφείς (Διογένης Λαέρτιος, Αιλιανός, Ηρόδοτος, Πλίνιος, Αριστοτέλης, Αγαθήμερος, Στράβων, Θεμίστιος, Πλούταρχος, Αέτιος, Σιμπλίκιος, Ερμίας, Αλέξανδρος ο Αφροδισιεύς κ.ά.) είτε κάνουν μνεία των εργασιών του, είτε έχουν διασώσει περιλήψεις ή λίγα αποσπάσματα από τα έργα του.

Στη γενική θεωρία του φυσικού κόσμου ο Αναξίμανδρος, με αφετηριακά δεδομένα τις θεογονικές - σχεδόν ταυτόσημες στην παγκόσμια προεπιστημονική αντίληψη - παραστάσεις βασικά του Χάους και βοηθητικά της Νύκτας, του Αέρα και του Ωκεανού, και σχετικά του νερού (σύμφωνα και με τη διδασκαλία του δάσκαλου του Θαλή), πέτυχε να κατανοήσει την προκοσμική κατάσταση του δομήσιμου υλικού του Κόσμου και να συλλάβει την έννοια της άμορφης και αδιαμόρφωτης μάζας ως αρχής του σύμπαντος. Αυτή την έννοια ίσως ο ίδιος να την ονόμασε με τον όρο «άπειρον», που τον εισήγαγε στη φιλοσοφία, ουσιαστικοποιώντας το ουδέτερο του επιθέτου «άπειρος».

Το άπειρον του Αναξίμανδρου

Ο Σιμπλίκιος, ένας νεοπλατωνιστής φιλόσοφος του 6ου αιώνα μ.κ.χ., παραθέτει το μοναδικό σωζόμενο απόσπασμα του Αναξίμανδρου στο έργο του Εις Φυσικά. «Ο Αναξίμανδρος είπε ότι αρχή των όντων είναι το άπειρο… από το οποίο έγιναν όλοι οι ουρανοί και οι κόσμοι που υπάρχουν... Και απ’ όπου προέρχεται η γένεση των όντων εκεί ακριβώς συντελείται και η διάλυση τους σύμφωνα με την ανάγκη, γιατί τιμωρούνται και επανορθώνουν αμοιβαία για την αδικία, σύμφωνα με την τάξη του χρόνου»

Δηλαδή το μεγάλο βήμα ή η μεγάλη τομή που έκανε ο Αναξίμανδρος με τη σκέψη του, είναι ότι εισήγαγε πρώτος στην ιστορία της φιλοσοφίας την έννοια του απείρου. Το άπειρον είναι η αρχή του Κόσμου, η αρχή όλων των πραγμάτων, αυτό που είναι πίσω από την απέραντη ποικιλία και τις διαφορετικές τους ιδιότητες.

Το άπειρον το προσδιορίζει ως στοιχείο αγέννητο, άφθαρτο και αθάνατο. Το άπειρο δεν είναι μείγμα των υλικών στοιχείων ούτε άυλη νοητική αρχή: είναι ύλη που περιέχει τα πάντα. Από το άπειρο αποσπώνται οι αντίθετες ύλες "ψυχρόν" και "θερμόν" και από την ανάμιξη τους το νερό. Από το νερό προκύπτουν τα άλλα στοιχεία, η γη , ο αέρας και η φωτιά. Από τον αέρα και τη φωτιά σχηματίζονται τα αστέρια που έχουν την λάμψη της φωτιάς και την ρυθμική κίνηση των ρευμάτων του αέρα.

Έτσι, η αρχική πηγή των όντων κατ' αυτόν είναι το "άπειρον". Το "άπειρον" είναι κάτι το υλικό που κινείται αλλά με τέτοιας φύσεως κίνηση, ώστε να μην υποπίπτει στις αισθήσεις μας. Ένα σύνολο δηλαδή ενεργειακών ιδιοτήτων, ή κάτι σαν την ενέργεια, χωρίς όρια.

Ο Πλούταρχος μας λέει σχετικά: «Λέγει λοιπόν ο Αναξίμανδρος ότι το άπειρο δεν έχει πέρας, ώστε από την γένεση των πραγμάτων τούτο να μη λιγοστεύει»

Ο Διογένης ο Λαέρτιος γράφει: «Αναξίμανδρος, αρχήν τε και στοιχείον είρηκε των όντων το άπειρον πρώτος τούτο τ' όνομα κομίσας της αρχής».

Στους κόλπους της πρώτης αυτής "ουσίας", γεννήθηκαν και διαμορφώθηκαν τα τέσσερα στοιχεία τα οποία στη συνέχεια χωρίσθηκαν απ' αυτή (το άπειρον). Η "γη", το "ύδωρ", ο "αήρ", το "πυρ". Η Φωτιά (το πυρ) έκανε το Νερό (ύδωρ) να εξατμισθεί και δημιούργησε έτσι την Γη (γη). Οι ατμοί του Νερού ανέβηκαν ψηλά, κυκλώνοντας και κλείνοντας τη Φωτιά σε σωλήνες ομίχλης. Το "άπειρον" είναι το σύνολο όλων των "εναντίων", δηλαδή του ψυχρού και του θερμού, του πυκνού και του αραιού.

Κατά τον Αναξίμανδρο η δημιουργία των σωμάτων οφείλεται στην "έκκριση" διαφόρων ποιοτήτων από το αρχικό "άπειρο": Γράφει σχετικά ο Αριστοτέλη στα Φυσικά «Οι δ' εκ του ενός ένούσας τάς έναντιότητας έκκρίνεσθαι, ώσπερ Αναξίμανδρος φησι". Η έκκριση αυτή οφείλεται στην αέναο και κυκλική κίνηση της ύλης του απείρου.

Σχετικά αναφέρει ο Αέτιος: «'Αναξίμανδρος δέ Πραξιάδον Μιλήσιος, φησί τών όντων αρχήν είναι τό άπειρον έκ γαρ τούτου πάντα γίγνεσθαι και εις τούτο πάντα φθείρεσθαι». (Δηλαδή ο Αναξίμανδρος ο γιος του Πραξιάδου από την Μίλητο λέει ότι το άπειρο (ή η ενέργεια όπως είπαμε πιο πάνω) είναι η αρχή των πραγμάτων απ' αυτό γεννιούνται όλα τα όντα και σ' αυτό επιστρέφουν όταν φθείρονται (όταν αποσυντίθενται)).

Ο μεγάλος φιλόσοφος Κικέρων έλεγε: «O Αναξίμανδρος έλεγε ότι το άπειρο της φύσεως είναι η αιτία από την οποία γεννιούνται όλα τα όντα».

Τέλος ο Ερμίας έγραψε: "Ό πολίτης αυτού Αναξίμανδρος του υγρού πρεσβυτέραν αρχήν είναι λέγει την άίδιον κίνησιν και ταύτη τά μεν γεννάσθαι τά δέ φθείρεσθαι». (Δηλαδή ο συμπολίτης του Θαλή Αναξίμανδρος λέει ότι η αέναη κίνηση είναι παλαιότερη αρχή από το υγρό και ότι αυτή παράγει τη γένεση και τη φθορά).

Κατά τον Αναξίμανδρο υπάρχει στον κόσμο ανακύκληση κατά ορισμένους χρόνους της γενέσεως και της φθοράς από κάποια αρχική άφθαρτη ουσία, η οποία λόγω της κινήσεως μετασχηματίζεται σε διάφορα πράγματα. Η φθορά των πραγμάτων είναι ένας απλός μετασχηματισμός αυτών χωρίς απώλεια της αρχικής ουσίας.

Ο Αέτιος έγραψε για τη θεωρία αυτή του Αναξίμανδρου: "Τό γάρ άπειρον ουδέν άλλο ή ύλη έστιν ού δύναται δ' ή ύλη είναι ενέργεια, αν μή τό ποιούν ύποκέηται". (Επειδή το άπειρον (ή η ενέργεια) δεν είναι τίποτ' άλλο παρά ύλη• δεν μπορεί δε η ύλη να είναι ενέργεια αν δεν υπάρχει η δημιουργός αιτία).

Στον Αναξίμανδρο λοιπόν ανήκει η τιμή του να έχει πρώτος αυτός την ιδέα της μετατροπής της μάζας σε ενέργεια και αντίστροφα (αρχή που διατυπώθηκε αρκετούς αιώνες μετά, από τον Αλβέρτο Αϊνστάιν και που εκφράζεται από τον τύπο E = mc2 )

Ο Αναξίμανδρος θεώρησε τη μάζα του απείρου «αθάνατον» και «ανώλεθρον». Μεταβιβάζοντας αυτά τα γνωρίσματα από τα πρόσωπα των θεών στην κοσμολογική αρχή, πέτυχε να κατακτήσει, σαν έννοια, την αφθαρσία της ύλης.

Κοσμολογία και Αστρονομία του Αναξίμανδρου

Οι επιστήμονες παλιά πίστευαν ότι η γη ήταν ακίνητη, όμως αργότερα η αρχή αυτή ανατράπηκε και υποστηρίχθηκε ότι η γη κινείται γύρω από τον ήλιο. Γι αυτό και η ιστορία των επιστημών δεν είναι παρά η ιστορία αλλεπάλληλων διαψεύσεων αρχών και νόμων που κάποτε, πριν ν' ανατραπούν, οι άνθρωποι πίστευαν ότι ίσχυαν.

Ο δογματισμός, η αντίληψη ότι οι επιστημονικές αρχές είναι απόλυτα και ακατάλυτα αληθείς, δεν έχει θέση στον χώρο της επιστήμης. Αυτή την δημοκρατική στάση απέναντι στην γνώση φαίνεται να την δίδαξε πρώτος ο πρώτος φιλόσοφος, ο Θαλής. Συγκεκριμένα, οι γνώμες του Θαλή, που ήταν ένας από τους επτά σοφούς της αρχαιότητας, είχαν ένα ιδιαίτερο βάρος, και έτσι δύσκολα οι απόψεις του μπορούσαν ν' αμφισβητηθούν.

Κι όμως. ένας μαθητής του. ο Αναξίμανδρος, μόλις επτά χρόνια νεότερος του, τόλμησε να τις αμφισβητήσει. Κανονικά, αν ο Θαλής θεωρούσε ότι ήταν ανεπίτρεπτο ν’ αμφισβητηθούν οι θέσεις του. θα έπρεπε ν' αντιδράσει έτσι. ώστε ο ασεβής, που θ' αποτολμούσε κάτι τέτοιο, να τιμωρηθεί. Στην ιστορία, όμως. δεν αναφέρεται πουθενά ότι ο Αναξίμανδρος υπέστη κάποια τιμωρία ή ότι εξορίστηκε, επειδή αμφισβήτησε τις θέσεις του δασκάλου του.

Ο Θαλής πίστευε ότι η αρχή του Κόσμου είναι το νερό και ότι η γη δεν πέφτει, γιατί επιπλέει πάνω στο νερό.  Ο Αναξίμανδρος όμως διαφώνησε μαζί του — ελεύθερα.

Συγκεκριμένα, ως προς την εξήγηση του Θαλή. ότι η γη δεν πέφτει επειδή στηρίζεται στο νερό. ο Αναξίμανδρος έθεσε το εύλογο ερώτημα «και το νερό γιατί δεν πέφτει;». Σύμφωνα με το επιχείρημα του Θαλή, οφείλομε να υποθέσουμε κάτι άλλο πάνω στο οποίο θα πρέπει να στηρίζεται το νερό για να μην πέφτει. Και ούτω καθεξής επ" άπειρον. Η άποψη του Αναξίμανδρου είναι ότι η γη δεν πέφτει, επειδή ασκούνται, πάνω της αντίρροπες μεταξύ τους δυνάμεις, που την κάνουν να ισορροπεί. Μια εντυπωσιακή, όσο και ευφυής πρόταση, πράγματι!

Αλλά και ως προς την άλλη την βασική, θέση του Θαλή, ότι δηλαδή, η αρχή του Κόσμου είναι το νερό, ο Αναξίμανδρος υπήρξε επικριτικός. Την διαφωνία του, εν προκειμένω, ο Αναξίμανδρος την στήριξε πάνω στην ιδέα της δικαιοσύνης, η οποία διαδραμάτισε έναν άκρως σημαντικό ρόλο στην αρχαία ελληνική θρησκεία και πολιτισμική, γενικότερα, παράδοση.

Συγκεκριμένα, ο Αναξίμανδρος υπέθεσε ότι τα τέσσαρα στοιχεία -το νερό, η γη, ο αέρας και η φωτιά-. από τα οποία σύμφωνα με την αντίληψη των αρχαίων Ελλήνων, αποτελούνται τα πράγματα, βρίσκονται σε αντίθεση μεταξύ τους. εξαιτίας της διαφορετικής μεταξύ των υφής• ο αέρας είναι ψυχρός, η φωτιά θερμή, η γη ξηρή. το νερό υγρό. Ως εκ της ανομοιογενούς σύστασης τους λοιπόν, προσπαθούν αδιαλείπτως το ένα στοιχείο της φύσης να επικρατήσει πάνω στ' άλλα συστατικά και να τ' απορροφήσει. Υπάρχει, όμως. ένα είδος αναγκαιότητας ή φυσικού νόμου, που συνεχώς αποκαθιστά την ισορροπία μεταξύ τους. μια σχέση δικαιοσύνης, που θα πρέπει να συντηρείται, ώστε να μην μπορεί να υπερισχύσει και να επιβληθεί το ένα στοιχείο πάνω στ' άλλα τρία συστατικά της φύσης. Γιατί, αν συνέβαινε αυτό -αν όπως διετείνετο ο Θαλής, το νερό ξεχώριζε και, διασαλεύοντας την ισχύουσα σχέση δικαιοσύνης μεταξύ των τεσσάρων στοιχείων της φύσης, υπερίσχυε της γης, της φωτιάς και του αέρα-, τότε το ισχυρό αυτό στοιχείο θα είχε απορροφήσει τ' άλλα τρία συστατικά και ο κόσμος δεν θα υφίστατο όπως υπάρχει τώρα. Η αντίληψη λοιπόν του Θαλή ότι το νερό είναι η αρχή του κόσμου δεν συνιστά μιαν εξήγηση για την δημιουργία του κόσμου, αλλά, απεναντίας, αποτελεί ουσιαστικά την ληξιαρχική πράξη της δημιουργίας του σύμπαντος.

Γι' αυτό, ο Αναξίμανδρος, προκειμένου να εξηγήσει την αρχή του κόσμου. την αναζήτησε σε κάτι που βρίσκεται έξω από τα τέσσερα στοιχεία της φύσης. Υπέθεσε ότι το πρωταρχικό αυτό στοιχείο, που το ονόμασε «άπειρο», είναι ουδέτερο στον συμπαντικό αγώνα, που τα τέσσερα στοιχεία της φύσης διεξάγουν. Το άπειρο, που είναι αιώνιο και άχρονο, μεταμορφώνεται στα τέσσερα στοιχεία της φύσης, τα οποία, αλληλοεισδυόμενα. μεταβάλλονται στα γνωστά μας όντα του κόσμου, για να επιστρέψουν, φθειρόμενα, σ' εκείνο από το οποίο αρχικά προήλθαν -κατά το πρέπον. O Αναξίμανδρος ήταν ένας άνθρωπος γεμάτος επιστημονική, όπως θα λέγαμε σήμερα, περιέργεια.

Η εικόνα που έχει ο Αναξίμανδρος για τον κόσμο είναι βασισμένη σε μαθηματικές έννοιες. Ο κόσμος ως Όλον έχει μορφή σφαίρας και στο κέντρο του είναι τοποθετημένη η γη, που έχει μορφή κυλίνδρου και το πλάτος της είναι τριπλάσιο από το βάθος της.

Η γη αιωρείται στο σύμπαν και δεν μεταβάλλει ποτέ τη θέση της - ούτε είναι ριζωμένη σε ένα στέρεο υπόβαθρο, όπως λέει η μυθική κοσμολογία. Εφόσον η γη είναι τοποθετημένη στο κέντρο, έχει συμμετρική απόσταση από όλα στη σφαίρα του σύμπαντος. Ενώ η γη αιωρείται, ο ήλιος, η σελήνη και τα άστρα κινούνται κυκλικά. 

Για τη γένεση του Κόσμου ο Αναξίμανδρος δίδασκε ότι αυτή άρχισε από την αδιαμόρφωτη μάζα του «άπειρου», όταν με έκκριση ξεχώρισε το «γόνιμον», δηλαδή το σπέρμα του θερμού και του ψυχρού, τα οποία πριν από το Δημόκριτο, τα εννοούσαν γενικά ως ουσίες και όχι ως ποιότητες. Έτσι, με πυρήνα το ψυχρό, που αποτέλεσε τη μάζα της Γης, διαμορφώθηκε «ώς τω δένδρω φλοιόν», μία σφαίρα από τη μάζα του θερμού, που εξερράγη και τα κομμάτια της περικλείστηκαν μέσα σε μικρότερες σφαίρες και αποτέλεσαν τα ουράνια σώματα.

Σύμφωνα με την υπόθεση του αυτή, ο Αναξίμανδρος θεωρούσε τα ουράνια σώματα πύρινα, με σχήμα τροχού και με περίβλημα μια αέρινη σφαίρα με στόμια, τα οποία επιτρέπουν να γίνεται ορατό το πύρινο εσωτερικό τους και που όταν φράζουν, γίνονται αιτία για τις εκλείψεις. Με βάση κάποιο περσικό πρότυπο, ο Αναξίμανδρος πίστευε ότι από τη Γη απέχει πιο πολύ ο Ήλιος, πιο λίγο η Σελήνη και ακόμη πιο λίγο οι πλανήτες και οι απλανείς.

Με μέτρο τη Γη, που κατά τον Αναξίμανδρο πλησιάζει το ελλειπτικό σχήμα, αφού νοείται σαν σπόνδυλος από κίονα, με ύψος 1/3 του πλάτους της, ο Ήλιος έχει περιφέρεια 27 και η Σελήνη 18 φορές μεγαλύτερη από την περιφέρεια της Γης. Οι μαρτυρίες για τέτοιες μετρήσεις, μολονότι έρχονται σε αντίθεση με τις απόψεις που επικρατούσαν γενικά στην πρώιμη ιωνική φυσική για τα ουράνια σώματα, δεν αποκλείεται να είναι αυθεντικές, γιατί οι αναφερόμενες μετρήσεις δίνουν τιμές που έχουν όλες συντελεστή τον ιερό αριθμό 3, ο οποίος ήταν πρότυπο για τις ημερολογιακές, τις λατρευτικές και τις κοινωνικές δομές ως την εποχή του Αναξίμανδρου.

Αλλά για τη Γη ο Αναξίμανδρος δίδασκε ότι μένει μετέωρη, επειδή απέχει το ίδιο ακριβώς από όλα τα σημεία του σύμπαντος, ότι κάποτε ήταν σκεπασμένη ολόκληρη από το υγρό στοιχείο, ότι η θάλασσα είναι υπόλειμμα του αρχικού υγρού και ότι με τις εξατμίσεις μπορεί να γίνει κάποτε ολόκληρη στεριά.



Η βιολογία του Αναξίμανδρου

Ο Αναξίμανδρος πέρα από τις ικανότητες του στην αστρονομία είναι και ο πρώτος βιολόγος. Πρώτος εισήγαγε στην ιστορία τη θεωρία περί της γενέσεως των οργανικών όντων. Οι πρώτοι οργανισμοί γεννήθηκαν μέσα στο υγρό στοιχείο, όταν αυτό εξ αιτίας της ηλιακής θερμότητας εξατμίσθηκε. Αρχικά τα πρώτα ζώα ήταν περιτυλιγμένα μέσα σε ένα αγκαθωτό φλοιό. Έπειτα βγήκαν από το υγρό στοιχείο στην ξηρά και αφού έσπασαν τον αγκαθωτό φλοιό, άρχισαν να προσαρμόζονται στο καινούργιο περιβάλλον. Ο άνθρωπος προήλθε από το ψάρι και μόνο όταν ήταν σε θέση να επιβιώσει βγήκε στη στεριά. Ο Αναξίμανδρος είναι, από όσα ξέρουμε, ο πρώτος που προσπάθησε να εξηγήσει την προέλευση του ανθρώπου. Η θεωρία της εξελίξεως του Δαρβίνου, είναι φανερό, πως βρίσκει σπερματικά την αρχή της στην παραπάνω θεωρία του Αναξίμανδρου.

Από θερμοκρασιακές μεταπτώσεις πάνω στην επιφάνεια της Γης θα πρέπει κατά κάποιο τρόπο να αιτιολογούσε ο Αναξίμανδρος και την εμφάνιση της ζωής, αφού δίδασκε ότι «τά ζώα γίνεσθαι εξ ύγρού έξατμιζομένου ύπό του ήλιου», ότι τα πρώτα ζώα είχαν γεννηθεί μέσα στο υγρό στοιχείο, ότι ήταν κλεισμένα μέσα σε «φλοιούς» αγκαθωτούς και ότι σε προχωρημένη ηλικία ξεραίνονταν, έσκαζε ο φλοιός τους και σε λίγο πέθαιναν.

Συμπερασματικά κατά τον Αναξίμανδρο τα πρώτα ζωικά όντα γεννήθηκαν στο νερό, όπως πιστεύουν και σήμερα οι βιολόγοι για τα πρώτα έμβια όντα. 

Όσο για την καταγωγή του ανθρώπου ο Αναξίμανδρος φανερώνεται πρόδρομος του Δαρβίνου: Ξεκινώντας από τη διαπίστωση ότι ο άνθρωπος είναι το μόνο ίσως ζώο, που δεν έχει αυτάρκεια με τη γέννηση του, αλλά χρειάζεται για πολύ καιρό τις μητρικές φροντίδες, σκέφτηκε ότι, αν ο άνθρωπος ήταν ανάμεσα στα πρώτα ζώα της Γης, θα μπορούσε πολύ εύκολα να εξαφανιστεί έτσι υπέθεσε ότι ο άνθρωπος θα πρέπει να βρίσκεται στο τέρμα κάποιας εξελικτικής πορείας και να έχει προέλθει «έξ άλλο ειδών ζώων». Ας σημειωθεί ότι στην Ελλάδα είχε διατυπωθεί και πριν από τον Αναξίμανδρο σκέψη για την καταγωγή του ανθρώπου από άλλα ζώα αλλά μόνο σε μύθους.

Τέλος στον Αναξίμανδρο αποδίδονται τα παρακάτω λόγια:
"και η μήτρα από την οποία γεννήθηκαν τα πράγματα είναι η ίδια με αυτή στην οποία αποσυντίθενται όπως είναι αναγκαίο να γίνει, γιατί τιμωρούνται κι επανορθώνουν αμοιβαία για την αδικία, σύμφωνα με την τάξη του χρόνου". (Σιμπλίκιος, εις Φυσικά 24,13).

Η φράση αυτή του Αναξίμανδρου δείχνει ότι τα αντίθετα μέσω της διαδοχικής υπεροχής του ενός πάνω στο άλλο αποτελούν τους κινητήριους πόλους της εξέλιξης και της αλλαγής. Η "τάξη του χρόνου" υποδηλώνει έναν νόμο που έχει καθολική ισχύ και που ελέγχει τις προθεσμίες και την "πληρωμή των χρεών" που έχουν προκληθεί από "αδικίες".

Αυτή η αρχή, ενώ δεν παύει να έχει καθολική ισχύ, μπορεί μα αποδειχτεί ότι ισχύει και στις ισορροπίες των οικοσυστημάτων. Στα οικοσυστήματα δεν υπάρχουν μονόπλευρες και μονοπολικές διεργασίες. Όλα βρίσκονται σε μία κατάσταση δυναμικής ισορροπίας. Η καταστροφή, η αποδόμηση και η δημιουργία, η αναδόμηση είναι συνεχείς και εναλλασσόμενες διαδικασίες. Η γέννηση των νέων οργανισμών ισχύει μόνο αν υπάρχει ο θάνατος των γερασμένων μορφών, διότι το υλικό της σύνθεσης των νέων όντων προέρχεται από το ίδιο υλικό στο οποίο αποσυντίθενται τα όντα, ή όπως έλεγε ο Αναξίμανδρος "η μήτρα από την οποία γεννήθηκαν τα πράγματα είναι η ίδια με αυτή στην οποία αποσυντίθενται".

Αυτή την κατάσταση δυναμικής ισορροπίας που, την μεγάλη της σημασία, την αντιλήφθηκε η επιστήμη της Οικολογίας στα τέλη του αιώνα μας υπόκειται, για τον Αναξίμανδρο σε μία "τάξη του χρόνου", δηλαδή υπόκειται σε χρονικές περιόδους. Αυτή η παρατήρηση του Αναξίμανδρου απαντά και στους σημερινούς, παρατηρούμενους βιόκυκλους και βιορυθμούς των οικοσυστημάτων. Όπως έχει π.χ. παρατηρηθεί ότι σε κάθε ανοιχτό βιολογικό σύστημα υπάρχουν περίοδοι στην αύξηση και στην μείωση των πληθυσμών των ειδών που, αυτό περιέχει. 

Τα ελάχιστα που μας έχουν απομείνει από την σκέψη του Αναξίμανδρου δεν μας επιτρέπουν να γνωρίζουμε με τρόπο βέβαιο κι αντικειμενικό τι θέλησε πραγματικά να πει. Το γεγονός όμως και μόνο πως ο λόγος αυτός έφθασε ως εμάς δια μέσου των αιώνων είναι ίσως ήδη ένα σημάδι πως δεν έχει ακόμα πάψει να μιλά στους ανθρώπους.

Πηγή: www.physics4u.gr
Διαβάστε περισσότερα...

Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου 2012

Αναξιμενης ο Μιλήσιος (585 - 525 π.κ.χ.)


Ο Αναξιμένης, ο τρίτος στη διαδοχή Μιλήσιος φιλόσοφος, ήταν γιος του Ευρύστρατου και μαθητής του Αναξίμανδρου. Δραστηριοποιήθηκε στο δεύτερο μισό του 6ου π.κ.χ. αιώνα και πέθανε πιθανώς σε ηλικία 60 χρονών κατά την 63η Ολυμπιάδα (528-525 π.κ.χ.). Για τον βίο και τις δραστηριότητες του Αναξιμένη γνωρίζουμε ελάχιστα πράγματα. Οι περισσότερες πληροφορίες για τη ζωή και το έργο του βασίζονται στον Θεόφραστο, που διασώζεται περιληπτικά από τον Σιμπλίκιο. Αποσπάσματα της φιλοσοφίας του βρίσκονται σε κείμενα του Αριστοτέλη, του Πλούταρχου, του Ιππόλυτουκαι του Αέτιου.

Αναζήτησε την αρχή του κόσμου στον αέρα, τον οποίο όρισε ως μοναδική και άπειρη αρχή, (Σιμπλίκιος Εις τα Φυσικά 24, 26 [DK 1345]). Ο αέρας είναι ποσοτικά άπειρος και αυτό τον καθιστά ανεξάντλητη πηγή του γίγνεσθαι. Με την θεωρία της πύκνωσης και της αραίωσης ερμήνευσε όλα όσα δεν είναι αέρας, προκειμένου να γίνουν αντιληπτά ως καταστάσεις που προέκυψαν από τις μεταβολές του αέρα. (Από τον αέρα μέσω της αραίωσης δημιουργείται το πυρ, ενώ μέσω της συμπύκνωσης δημιουργείται η γη και το ύδωρ). Υιοθετώντας τον υλοζωισμό του Θαλή, θεώρησε ως προϋπόθεση των μεταβολών του αέρα τη συνεχή κινητικότητά του.

Καθοριστικός παράγοντας για την επιλογή του αέρα ως βασικού στοιχείου για την κοσμογονία του, είναι η ταύτιση της ψυχής με τον αέρα, όπως αναφέρεται σε διασωθέν απόσπασμα [DK 13 B2]. "Όπως η ψυχή μας,όντας αέρας, μας συγκρατεί, έτσι και το πνεύμα και ο αέρας περιέχουν ολόκληρο τον κόσμο". Πρόκειται ουσιαστικά για την πρώτη προσωκρατική ψυχολογική θέση.

Ο Αναξιμένης διαμόρφωσε τόσο την κοσμολογία όσο και την κοσμογονία του με επίκεντρο το στοιχείο του αέρα και τις μεταβολής του:

Ο κόσμος προέκυψε από τον αδιαφοροποίητο αέρα. Το σχήμα του Σύμπαντος πιστεύει οτι είναι ημισφαιρικό. Τα ουράνια σώματα έχουν πύρινη φύση και προέκυψαν από τους υγρούς ατμούς που αναδίδονται από τα υγρά μέρη της γης. Ανεβαίνοντας οι ατμοί αραιώνουν τόσο, που γίνονται φωτιά και όπως η γη υποβαστάζονται από τον αέρα. Με την θεωρία της πύκνωσης και της αραίωσης ο Αναξιμένης εξηγούσε επίσης και διάφορα μετεωρολογικά φαινόμενα (βροχή, σύννεφα κ.λπ.) (Ψευδο-Πλούταρχος, Στρωματείς, 3 [DK 13A6])

Ο Αναξιμένης παρουσιάζει τη Γη ως πλατύ δίσκο μεγάλης έκτασης που στηριζόταν στον αέρα, μιας και είχε διαπιστώσει οτι στον αέρα συγκρατούνται καλύτερα τα σώματα με μεγαλύτερη επιφάνεια. Ο Αριστοτέλης αναφέρει ότι η ακινησία της Γης, στην οποία πίστευε ο Αναξιμένης, όπως και ο Αναξαγόρας και ο Δημόκριτος, οφειλόταν στο πλατύ της σχήμα.

Για τον Ήλιο ο Αναξιμένης πιστεύει πως προήλθε από τη Γη, πως έχει σχήμα όμοιο με αυτήν αλλά πως απέκτησε μεγάλη θερμότητα λόγω της γρήγορης κίνησής του.

Το ερμηνευτικό μοντέλο του κόσμου που προβάλλει ο Αναξιμένης είναι το πρώτο συστηματικό μονιστικό σύστημα στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία και υλιστικό με την ευρύτερη έννοια του όρου. Η ύλη δε θεωρείται αδρανής αλλά ζωντανή και αδιαχώριστη από την κινούσα αιτία της, γεγονός που σημαίνει ότι η ύλη και η δύναμη δεν έχουν ακόμα διαχωριστεί ως αυτοτελείς οντότητες.

Διαβάστε περισσότερα...

Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2012

Ξενοφάνης ο Κολοφώνιος (570 – 480 π.κ.χ.)


Ο Ξενοφάνης ο Κολοφώνιος (570 – 480 π.κ.χ.) ήταν φιλόσοφος και ποιητής που γεννήθηκε στην μικρασιατική Κολοφώνα και έζησε σε διάφορα μέρη του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Η Ιστορία τον θυμάται για την κριτική που άσκησε στον θρησκευτικό ανθρωπομορφισμό, για την ώθηση που έδωσε με τη σκέψη του στο μονοθεϊσμό και ορισμένες πρωτοποριακές ιδέες του σε τομείς της γνώσης. Πολλοί ύστεροι συγγραφείς, ίσως επηρεάστηκαν από δύο μικρούς χαρακτηρισμούς του Ξενοφάνη στον Πλάτωνα (Σοφιστής 242c-d) και τον Αριστοτέλη (Μετά τα φυσικά 986b18-27), που τον προσδιόριζαν ως ιδρυτή της ελεατικής φιλοσοφίας.

Στην πραγματικότητα, η εικόνα του Ξενοφάνη που προκύπτει από τα εναπομείναντα αποσπάσματα, μας παρουσιάζει έναν ταξιδευτή ραψωδό που αμφισβήτησε και άσκησε κριτική στις ποιητικές εικόνες των θεών και καθιέρωσε μια νέα σύλληψη για τη θεία φύση. Εκτός αυτού, όμως, ήταν σκεπτόμενος παρατηρητής της ανθρώπινης φύσης και εισηγητής μιας ειδικής μορφής έρευνας (ιστορίαι), την οποία υιοθέτησαν οι Μιλήσιοι φιλόσοφοι-επιστήμονες της εποχής του. Την ίδια στιγμή η δουλειά του ραψωδού τον κάνει κοινωνικό σύμβουλο των συμπολιτών του, τους οποίους παρότρυνε να σέβονται τη θεία φύση και να προστατεύουν την ευημερία της πόλης τους.

Ο Διογένης Λαέρτιος στο Βίοι Φιλοσόφων αναφέρει ότι Ξενοφάνης, γιος του Δέξιου, ή του Ορθομένη κατ’ άλλους, γεννήθηκε στη μικρή πόλη Κολοφών της Ιωνίας και έγινε γνωστός κατά τη διάρκεια της 16ης Ολυμπιάδας (540-537 π.κ.χ.). Ο Λαέρτιος μας αφηγείται ότι ο Ξενοφάνης διώχθηκε από την πατρίδα του, όταν ο Μήδος εισέβαλε στην Ιωνία το 546/5 π.κ.χ. Το αποτέλεσμα ήταν να βρεθεί στη Κατάνη της Σικελίας, όπου ασχολήθηκε με τον Όμηρο και τον Ησίοδο. Εκεί έγραψε τα δικά του έργα και συνέθεσε τα δικά του ποιήματα για την ίδρυση του Κολοφώνα και της Ελέας. Μεταγενέστεροι συγγραφείς προσθέτουν ότι «έθαψε τους γιους του με τα ίδια του τα χέρια», πωλήθηκε ως σκλάβος, και απελευθερώθηκε σε μεγάλη ηλικία. Σύμφωνα με την αφήγηση του ίδιου περιπλανήθηκε στην ελληνική γη επί 67 ολόκληρα χρόνια, ξεκινώντας από την ηλικία των 25.

Στον Diels-Kranz υπάρχουν 45 αποσπάσματα της ποίησής του. Ένα αριθμός από τα «συμποτικά» του ποιήματα έφτασε ως τις μέρες μας χάρη στον Αθήναιο, ενώ οι παρατηρήσεις του περί της φύσης του θείου αναφέρονται από τον Κλήμεντα, τον Σέξτο Εμπειρικό και από τον Σιμπλίκιο. Άλλα αποσπάσματα επιβιώνουν στον Διογένη Λαέρτιο και τον Αέτιο ή μέσα από το σχολιασμό χειρογράφων διάφορων συγγραφέων, ακόμη και ως λήμματα σε πιο πρόσφατες ρητορικές περιλήψεις και λεξικά. Οι εβδομήντα τέσσερις επιλογές, από τις οποίες η πιο εκτενής είναι η ψευδο-αριστοτελική πραγματεία Περί Μελίσσου, Ξενοφάνους, Γοργίου συνθέτουν τη συλλογή των testimonia στη δήλωση του Διογένη Λαέρτιου ότι ο Ξενοφάνης "έγραψε σε επικό μέτρο, ελεγειακό και ιαμβικό". Οι αρχαίοι συγγραφείς αναφέρονται σε διάφορες συνθέσεις του, τις οποίες ονομάζουν σιλλούς ήσάτιρες. Τρεις πρόσφατες πηγές αποδίδουν στον Ξενοφάνη ένα διδακτικό ποίημα με τίτλο Περί Φύσεως.

Κριτική στη λαϊκή αντίληψη για τη θρησκεία

Ο Ξενοφάνης είναι αμφισβητίας. Αμφισβητεί τις ανθρωπομορφικές ιδιότητες που αποδίδουν προγενέστεροί του συγγραφείς στους θεούς. Τούτο το κάνει όχι γιατί επιθυμεί να δει τον κόσμο με το μάτι του υλιστή, αλλά γιατί θεωρεί ότι η θεότητα δεν μπορεί να έχει σχέση με τις ιδιότητες που της αποδίδουν τόσο ο Όμηρος όσο και ο Ησίοδος. Η κριτική του στη λαϊκή θρησκεία γράφτηκε μάλλον στην Κατάνη και διασώθηκε στα αποσπάσματα B11 και B12, όπου περιγράφονται και επικρίνονται οι ιστορίες για τους Θεούς που αφηγούνται οι επικοί ποιητές. Ο Όμηρος και ο Ησίοδος απέδωσαν στους θεούς όλα εκείνα που σχετίζονται με τις κατηγόριες και επικρίσεις μεταξύ των ανθρώπων: την κλοπή, τη μοιχεία και την αμοιβαία εξαπάτηση. (B11) ... τραγούδησαν πολυάριθμες παράνομες θείες πράξεις: κλοπή, μοιχεία, κι αμοιβαία εξαπάτηση. (ὡς πλεῖστ(α) ἐφθέγξατο θεῶν ἀθεμίστια ἔργα, κλέπτειν μοιχεύειν τε καὶ ἀλλήλους απατεύειν) (B12)

Η βάση της αμφισβήτησης του Ξενοφάνη για τις απόψεις των ποιητών οφείλεται στο γεγονός πως θεωρούσε ότι η σκανδαλώδης συμπεριφορά είναι ασυμβίβαστη με την καλοσύνη ή η τελειότητα που υποτίθεται ότι κατέχει οποιαδήποτε θεία ύπαρξη. Στα γνωστά αποσπάσματα B14,16, ο Ξενοφάνης σχολιάζει τη γενική τάση των ανθρώπινων όντων να αντιλαμβάνονται τα θεία όντα με ανθρώπινη μορφή: Αλλά οι θνητοί υποθέτουν πως οι θεοί γεννιούνται, Ότι φορούν τα ρούχα τους και έχουν φωνή και σώμα. (B14)

Οι Αιθίοπες λένε ότι οι θεοί τους είναι μαύροι με κοντή μύτη Οι Θράκες πως οι δικοί τους είναι γαλανομάτηδες και κοκκινοτρίχηδες.
(Αἰθίοπές τε <θεοὺς σφετέρους> σιμοὺς μέλανάς τε Θρῇκές τε γλαυκοὺς καὶ πυρρούς <φασι πέλεσθαι>) (B16)

Στο απόσπασμα B15 προσθέτει και μια σατιρική νότα λέγοντας:
αν τα άλογα και τα βόδια είχαν τα χέρια και μπορούσαν να ζωγραφίσουν οι θεοί τους θα ‘μοιαζαν πολύ με άλογα και βόδια. (ἀλλ' εἰ χεῖρας ἔχον βόες <ἵπποι τ'> ἠὲ λέοντες ἢ γράψαι χείρεσσι καὶ ἔργα τελεῖν ἅπερ ἄνδρες, ἵπποι μέν θ' ἵπποισι, βόες δέ τε βουσὶν ὁμοίας [...])

Ο Ξενοφάνης ύψωσε μια διαφορετική φωνή. Και το έκανε άλλοτε γελοιοποιώντας τον Πυθαγόρα και τον ισχυρισμό του πως στο γαύγισμα ενός σκύλου αναγνώρισε την ψυχή ενός πεθαμένου φίλου του, άλλοτε επιτιθέμενος στη μαντεία και άλλοτε αρνούμενος τις θεϊκές ιδιότητες, έτσι όπως τις κατέγραφαν οι προγενέστεροι αλλά και οι σύγχρονοί του. Ωστόσο, είχε τη δική του -μάλλον αφαιρετική και εξευγενισμένη- άποψη για τη φύση της θεότητας.

Η φύση της θεότητας και η επιστημονική έρευνα 

Από όσα γνωρίζουμε ο Ξενοφάνης ήταν ο πρώτος Έλληνας φιλόσοφος που άφησε πίσω του μια σύνθετη και συστηματική εν μέρει αφήγηση για τη φύση της θεότητας. Στην κριτική του Ομήρου και του Ησίοδου φαίνεται η θέση του απέναντι στο γεγονός ότι φαντάζονται τους θεούς με ανθρώπινη μορφή. Εκεί, όμως που φαίνεται ξεκάθαρα η θέση του, ιδιαίτερα προωθημένη για την εποχή του, είναι ο χαρακτηρισμός της φύσης της θεότητας που γίνεται στα αποσπάσματα B 23-26 και κυρίως στο B 23: Ένας θεός μέγιστος μεταξύ των θεών και των ανθρώπων. Καθόλου δε μοιάζει με τους θνητούς στο σώμα ή τη σκέψη.

Αν και τούτη η παρατήρηση αντιμετωπίζεται συχνά ως πρωτοποριακή έκφραση του μονοθεϊσμού, μάλλον ο Ξενοφάνης επεδίωξε να δώσει έμφαση όχι στον έναν Θεό αλλά μάλλον τον «ένα» μέγιστο Θεό, άποψη που συναντάμε και στην Ιλιάδα του Ομήρου. Αυτός ο ένας θεός είναι μέγιστος ως προς την τιμή και τη δύναμη Το μεγαλείο της δύναμης εξηγεί στη συνέχεια το χαρακτηρισμό του θείου ως διορατικού και συνειδητού σε όλα τα μέρη του (παντεπόπτης), δυνάμενου να τραντάξει όλη τη δημιουργία και μόνο με τη σκέψη του και ικανού να εκπληρώσει τα πάντα, παρόλο που το ίδιο παραμένει αμετακίνητο. Ορισμένοι μεταγενέστεροι συγγραφείς αναφέρουν ότι ο Ξενοφάνης ταύτισε τον «ένα μέγιστο» θεό του με ολόκληρο τον φυσικό κόσμο, ο οποίος αναφέρεται συχνά ως «όλο» ή «όλα τα πράγματα». Τούτο με τη σειρά του οδήγησε σύγχρονους ερευνητές στην άποψη ότι ο Ξενοφάνης ήταν πανθεϊστής. Αλλά αυτή η ερμηνεία των απόψεων του φιλόσοφου-ποιητή φαίνεται ασυμβίβαστη με τον ισχυρισμό του ότι «ο θεός τραντάζει όλα τα πράγματα» και ότι «όλα τα πράγματα έρχονται από τη γη και στη γη καταλήγουν τελικά» (εις χουν απελεύσονται). Υπάρχει βέβαια και η άποψη που λέει ότι γενικά, οι παρατηρήσεις του Ξενοφάνη για τη φύση της θεότητας ίσως διαβάζονται καλύτερα ως έκφραση μιας παραδοσιακής ελληνικής ευσέβειας, η οποία αναζητά την τελειότητα και τον υψηλότερο σεβασμό για τη θεϊκή οντότητα.

Όλα αυτά ερμηνεύονται καλύτερα, αν λάβουμε υπόψιν μας ότι ο Ξενοφάνης γνώριζε καλά τις διδασκαλίες των Μιλήσιων φιλοσόφων-επιστημόνων (του Θαλή, του Αναξίμανδρου και του Αναξιμένη) και επεδίωξε να τις βελτιώσει. Ενώ πολλές από τις λεπτομέρειες των επιστημονικών «απόψεών» του παραμένουν σκοτεινές, το εύρος και η εσωτερική συνοχή των ενδιαφερόντων του τον αναγάγουν σε σημαντική μορφή για την ανάπτυξη της επιστημονικής θεωρίας των ιώνων φιλοσόφων. Τόσο ο Στοβαίος, όσο και ο Ολυμπιόδωρος, θεωρούν πως είναι δική του η άποψη της γης ως αρχής ή «πρώτης αρχής» όλων των πραγμάτων. Σε αυτή την απόδοση ο Γαληνός προσθέτει και το «ύδωρ», καθώς στον Ξενοφάνη αποδίδεται ο ορισμός της ψυχής ως μείγμα γης και νερού. Εδώ ο φιλόσοφος ορίζει ως αρχή του κόσμου και ως αντανάκλαση αυτής της αρχής μέσα στην ανθρώπινη ψυχή δύο στοιχεία που μπορούν να αναμειχθούν σε πολλές διαφορετικές ποσότητες, παράγοντας διαφορετικές ποιότητες μιγμάτων. Ο μέγιστος θεός του, η αντανάκλασή του στην ψυχή του ανθρώπινου γένους και η φυσική ύπαρξη, επίσης καμωμένη από γη και νερό παράγουν μια τριπλή ενότητα-θεός, άνθρωπος, φυσικός κόσμος- ένα ολοκληρωμένο οικοδόμημα με εσωτερική συνοχή και αλληλοσυνδέσεις. Οι απόψεις του διαμορφώνουν ένα χάρτη, έναν οδοδείκτη που μπορεί να οδηγήσει με ασφάλεια από το ανθρώπινο στο υπερανθρώπινο και τανάπαλιν. Από αυτή την άποψη θεωρούμενος, ο σεβασμός του Ξενοφάνη δεν κατευθύνεται μόνο στη θεότητα, αλλά σε όλη την εικόνα του δημιουργημένου κόσμου.

Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο δείχνει μεγάλο ενδιαφέρον για τα φαινόμενα του κόσμου, ίδια με εκείνα που διερεύνησαν πριν από αυτόν οι Μιλήσιοι φιλόσοφοι. Σε διασωζόμενα αποσπάσματα (B 28) παρουσιάζει μια άποψη της φύσης και της έκτασης των γήινων βαθών. Στο B 30 προσδιορίζει τη θάλασσα ως πηγή σύννεφων, αέρα, και βροχής (μια πρώιμη παρατήρηση πάνω στον κύκλο του νερού). Στο B 32 υπάρχουν σχόλια για τη φύση της Ίριδας (ουράνιο τόξο). Στο B 37 σημειώνει την παρουσία ύδατος στις σπηλιές, ενώ στα B39 και 40 αναφέρει τις «κερασιές» και τους «βατράχους». Στα A 38-45 συζητά τα διάφορα αστρονομικά φαινόμενα, ενώ στο A 48 δείχνει ενδιαφέρον για τις περιοδικές ηφαιστειακές εκρήξεις στη Σικελία. Ο Ιππόλυτος αποδίδει στον Ξενοφάνη (A 33) τη θεωρία των εναλλασσόμενων περιόδων παγκόσμιας πλημμύρας και ξηρασίας που εμπνεύστηκε, τουλάχιστον εν μέρει, από την ανακάλυψη απολιθωμάτων θαλάσσιων οργανισμών στην ηπειρωτική γη. άσχετα αν ταξίδεψε ή όχι ο ίδιος στις Συρακούσες, την Πάρο και τη Μάλτα όπου βρέθηκαν αυτά τα απολιθώματα, η χρήση των πληροφοριών του ως βάση για την ερμηνεία των φαινομένων εισάγει τον σημαντικό παράγοντα της επιτόπιας έρευνας.

Πολλές μαρτυρίες (testimonia) δείχνουν το ενδιαφέρον του φιλόσοφου για τα μετεωρολογικά και αστρονομικά φαινόμενα. Σημαντικός θεωρείται ο ισχυρισμός του ότι τα σύννεφα ή οι νεφελοειδείς ουσίες διαδραματίζουν βασικό ρόλο σε πολλά φυσικά φαινόμενα. Σύμφωνα με τον Διογένη Λαέρτιο ο Ξενοφάνης «λέει ότι... τα σύννεφα διαμορφώνονται από τον ατμό του ήλιου -δηλ. είναι ατμός που προκαλείται από τη θερμότητα των ακτίνων του ήλιου- που αυξάνονται και ανυψώνονται στον περιβάλλοντα αέρα» (Α1.24-5). 

Ο Αέτιος με τη σειρά του παραθέτει μια παρόμοια περιγραφή: Ο Ξενοφάνης (λέει ότι) τα πράγματα στους ουρανούς εμφανίζονται μέσω της θερμότητας του ήλιου ως αρχική αιτία. Όταν η υγρασία αποχωρίζεται από τη θάλασσα, το γλυκό τμήμα της μετατρέπεται σε υδρονεφώσεις, δημιουργεί τα σύννεφα και ξανακυλά προς τα κάτω με τη βροχόπτωση, εξαιτίας της συμπίεσης, και υγροποιεί τους ανέμους. (ο κύκλος του νερού)

Το B 30 μας δίνει περίπου την ίδια άποψη, αλλά με τα λόγια του ίδιου του Ξενοφάνη: Η θάλασσα είναι η πηγή ύδατος και του ανέμου, Γιατί δίχως τη μεγάλη θάλασσα, δε θα υπήρχε άνεμος Μήτε τα ρεύματα των ποταμών, ούτε τα όμβρια ύδατα από τον ουρανό Η μεγάλη θάλασσα είναι ο γεννήτορας των σύννεφων, των ανέμων και των ποταμών.

Τα σύννεφα, λοιπόν, είναι τα μέσα της επιστημονικής ερμηνείας. Είναι οντότητες ρευστές ανάμεσα στην στερεά και την αέρια κατάσταση και έτσι μπορούν να συνδεθούν με υγρά, στερεά και αέρια διαφόρων ειδών. Δεδομένου μάλιστα ότι καταλαμβάνουν μια μεγάλη περιοχή ανάμεσα στη γη και τον ουρανό, συνδέτουν τις δύο βασικές ουσίες της γης και του ύδατος με πολλά αστρονομικά φαινόμενα. Ένα άλλο σημαντικό χαρακτηριστικό γνώρισμα της νεφοκεντρικής προσέγγισης του Ξενοφάνη στην κατανόηση των φυσικών φαινομένων είναι η εφαρμογή αυτής της θεωρίας σε ένα σύνολο φαινομένων που συνδέονται άμεσα με παραδοσιακές θρησκευτικές πεποιθήσεις.

Για το ακροατήριο του Ξενοφάνη η αναφορά του Ομήρου (Ιλιάδα Β 786) ή του Ησίοδου (Θεογονία 780) στην Ίριδα, τη θεά αγγελιαφόρο και ένα σύνολο ατμοσφαιρικών φαινομένων, είναι οιωνοί ή σημάδια της πρόθεσης των θείων όντων. Για τον ποιητή όμως είναι απλά ένα πορφυρό, πράσινο, κίτρινο σύννεφο. Ίσως δεν είναι δυνατόν να βρούμε στην προσωκρατική φιλοσοφία σαφέστερη έκφραση του χαρακτήρα της διανοητικής επανάστασης των Ιώνων φιλοσόφων. Ο Ξενοφάνης στερεί από τους θεούς την ανθρώπινη μορφή και την ανθρώπινη ένδυση. Τους τοποθετεί σε μια απόμακρη θέση στον ουρανό και αφαιρεί από τα φυσικά φαινόμενα όλα τα απομεινάρια της θρησκευτικής ή πνευματικής σημασίας. Η απομυθοποίηση απολογισμός των φυσικών φαινομένων είναι το λογικό συμπλήρωμα στον λεπτομερή απολογισμό του για τη θεία φύση.

Η κληρονομιά του Ξενοφάνη 

Πολλοί μεταγενέστεροι συγγραφείς προσδιόρισαν τον Ξενοφάνη ως δάσκαλο του Παρμενίδη και ιδρυτή της ελεατικής σχολής των φιλοσόφων εξαιτίας της άποψής του ότι, παρά την πολλαπλότητα των μορφών, υπάρχει ένα ακίνητο, αμετάβλητο και αιώνιο «ένα». Τούτη η άποψη για τον Ξενοφάνη είναι στηριγμένη κατά ένα μεγάλο μέρος στην αναφορά του Πλάτωνα για την «ελεατική φυλή μας, που ξεκινά από τον Ξενοφάνη και ακόμα νωρίτερα» (Σοφ. 242d) και την παρατήρηση του Αριστοτέλη ότι «... όσον αφορά ολόκληρο τον κόσμο, λέει ότι αυτός είναι ο θεός" (Mετα. A5, 986b18).

Όμως, ο Ξενοφάνης που μας μιλά στα επιζήσαντα αποσπάσματα του είναι ένας συνδυασμός ραψωδού, κοινωνικού κριτικού, θρησκευτικού δασκάλου και οξυδερκούς σπουδαστή της φύσης. Ο Ευριπίδης στον Ηρακλή (1341 ff) αποδίδει την επίθεσή του στις ιστορίες που λέγονται για τους Θεούς από τον Όμηρο και τον Ησίοδο. Στη Δημοκρατία, ο Πλάτων αυτο-παρουσιάζεται ως πνευματικός κληρονόμος του Ξενοφάνη, επικρίνοντας τις ιστορίες των ποιητών για τους θεούς, και απαιτώντας μετριοπάθεια. Η σύλληψη του Ξενοφάνη για τον «ένα μέγιστο Θεό» ενθάρρυνε τον Ηράκλειτο να διατυπώσει την πίστη του σε μια διάνοια που καθοδηγεί όλα τα πράγματα. Οδήγησε επίσης τον Αναξαγόρα στη διατύπωση της θεωρίας του νου και τον Αριστοτέλη στον απολογισμό του για το θείο νου που εμπνέει προς την κατεύθυνση της τελειότητας.

Αν και δεν υπάρχει κάποια άμεση διασύνδεση, μπορούμε να πούμε πως οι μεγάλοι εκπρόσωποι της ψυχολογικής θεώρησης του κόσμου όπως ο Κ. Γκ. Γιουνγκ ή ο Ζ. Φρόιντ είναι οι σύγχρονοι διάδοχοι των παρατηρήσεων του Ξενοφάνη για τη γενική τάση των ανθρώπινων όντων να συλλαμβάνουν τη θεότητα από την άποψη των δικών τους ιδιοτήτων και ικανοτήτων. Πολύ περισσότερο πολύτιμη, όμως, είναι η προσφορά του στην πρωτοποριακή εξερεύνηση των όρων κάτω από τους οποίους τα ανθρώπινα όντα μπορούν να επιτύχουν τη γνώση της αλήθειας. Οι Ίωνες προκάτοχοί του άρχισαν τη μελέτη των φαινομένων «επάνω από τους ουρανούς και κάτω από τη γη». Αλλά, από όσα γνωρίζουμε μέχρι τώρα, δεν έστρεψαν τα πυρά τους προς την κατεύθυνση των μεγάλων ποιητών της αρχαίας Ελλάδας, ούτε επιδίωξαν μέσω των διδασκαλιών τους να διορθώσουν ή να βελτιώσουν τη συμπεριφορά των συμπολιτών τους. Αν και πολλές πτυχές της σκέψης του παραμένουν ακόμα θέμα προς συζήτηση και ανάλυση, ο Ξενοφάνης ήταν σαφώς ένας πολυδιάστατος φιλόσοφος αμφισβητίας, που άφησε το σημάδι του σε πολλές πτυχές της μεταγενέστερης ελληνικής σκέψης.

Η νατουραλιστική αφόρμηση του Ξενοφάνη στη σύλληψη της ιδέας του θεού είναι ιδιαίτερα σημαντική από την ψυχολογική έποψη στο γενικότερο πρόβλημα της θρησκείας, γιατί προβληματίζεται για την αντίληψη του ανθρώπου για το θείο σύμφωνα με τη διαφορετική κάθε φορά πνευματική του στάση και εξέλιξη. Και εδώ ανιχνεύει το ψυχολογικό στοιχείο και το ρόλο που παίζει στη μόρφωση της παράστασης του θείου χωριστά σε κάθε άνθρωπο. Αρκέστηκε όμως μόνο ψυχολογικά να ερμηνεύσει το γιατί οι άνθρωποι δημιουργούν τη συγκεκριμένη εικόνα για το θεό και δεν μας είπε το γιατί, την αιτία που σπρώχνει τον άνθρωπο στην περιοχή της αναζήτησης του θείου. Όμως με την ενοποίηση εκ μέρους του των φαινομενικών συνιστωσών της θείας φύσης υψώθηκε στην πρωτόγνωρη σύλληψη για τον ελληνικό χώρο, στη σύλληψη του μονοθεϊσμού. Σε αυτή τη σύλληψη ρόλο έπαιξε το φυσιοκρατικό και ανθρωπολογικό πνεύμα του ελληνικού στοχασμού. Μια πολύτιμη πρόταση στα αποσπάσματα του, μια πρόταση άρτια αισθητικά, τον κατατάσσει στους μεγάλους χρησμωδούς της φιλοσοφίας: "δόκος επί πάσι τέτυκται"(VS 21 B, 34). Για όλα έχουμε μόνο εικασίες. H θέση του κολοφώνιου στοχαστή είναι μια προαγγελία της αριστοτελικής σύλληψης του θείου ως του "κινούντος ακινήτου".


Πηγή: http://el.wikipedia.org
Διαβάστε περισσότερα...

Ζήνων ο Σιδώνιος (150-π. 75 π.κ.χ)

Ο Ζήνων της Σιδώνος ήταν ένας επικούρειος φιλόσοφος. Γεννήθηκε (150 - 75 π.κ.χ) στην πόλη της Σιδώνος στη Φοινίκη. Ήταν σύγχρονος του Κικέρωνα, ο οποίος έτυχε να τον ακούσει, όταν βρέθηκε στην Αθήνα. 

Έχει χαρακτηριστεί ως ο «κορυφαίος επικούρειος» (coryphaeus epicureorum). Ο Κικέρωνας αναφέρει ότι ο Ζήνων έδειχνε περιφρόνηση προς τους άλλους φιλοσόφους, φτάνοντας στο σημείο να αποκαλέσει τον Σωκράτη «ο παλιάτσος της Αττικής».Ήταν μαθητής του Απολλοδώρου, και χαρακτηρίστηκε τόσο από τον Κικέρωνα όσο και από τον Διογένη Λάερτιο ως ακριβής και άμεμπτος στοχαστής. 

Ο Ζήνων έκρινε ότι η ευτυχία δεν εξαρτάται απόλυτα από την παρούσα απόλαυση και ευημερία, αλλά και από την εύλογη προσδοκία συνέχισης και εκτίμησης αυτών. Κείμενα του Ζήνωνα δεν έχουν διασωθεί, αλλά ανάμεσα στα απανθρακωμένα απομεινάρια των παπύρων της Βίλλας των Παπύρων στο Herculaneum (Ηράκλειο), βρέθηκε μία Επιτομή της Συμπεριφοράς και του Χαρακτήρα από τις Διδασκαλίες του Ζήνωνα γραμμένη από τον μαθητή του Φιλόδημο. Περιέχει τα δοκίμια Περί Φρανκικής Κριτικής και Περί Θυμού.

Ο Ζήνων μελέτησε επίσης τη φιλοσοφία των μαθηματικών, βασιζόμενος στην παραγωγή όλων των γνώσεων από την εμπειρία του. Επέκρινε τον Ευκλείδη, επιδιώκοντας να αποδείξει ότι αφαιρέσεις από τις αρχές (ἀρχαί) της γεωμετρίας δεν είναι δυνατόν να αποδειχτούν από μόνες τους.



Πηγή: http://el.wikipedia.org

Διαβάστε περισσότερα...

Τετάρτη 8 Φεβρουαρίου 2012

Στίλπων ο Μεγαρεύς (360 - 280 π.κ.χ)


Δεν είναι ακριβώς γνωστή η χρονολογία γέννησης και θανάτου του, αναφέρεται πάντως ότι πέθανε σε βαθύ γήρας στη γενέτειρα του τα Μέγαρα. Όμως γνωρίζουμε ότι ο φιλόσοφος ήταν σύγχρονος του Δημήτριου του Πολιορκητή και του Πτολεμαίου του Σωτήρος. 

Ο Στίλπων ήταν ένας από τους σημαντικότερους και διακεκριμένους φιλοσόφους της Μεγαρικής Σχολής καθώς υπήρξε γνωστός για την αυστηρότητα των ηθών, την αφιλοκέρδεια και την αξιοπρέπειά του. Σημαντικός λοιπόν, μεταξύ των ‘’μεγαρικών’’ φιλοσόφων υπήρξε ο Στίλπων, που συν της άλλης, πιστός στη μεταφυσική αρχή της ενότητας πολέμησε τη θεωρία των Ιδεών του Πλάτωνα και η δράση τής φιλοσοφικής του σκέψη πλησίαζε αρκετά την Κυνική Σχολή. Άλλοι σημαντικοί διδάσκαλοι της Μεγαρικής φιλοσοφικής Σχολής ήταν ο ιδρυτής της Ευκλείδης, μαθητής του Σωκράτη, ο Ιχθύας, ο Διόδωρος Κρόνος, ο Ευβουλίδης απ’ τη Μίλητο και ο Αλεξίνιος από την Ηλεία.

Η Μεγαρική Σχολή είχε σύντομη ζωή διότι αργότερα συγχωνεύτηκε με τον κυνισμό και τη φιλοσοφία της Στοάς. Ώστε αναπτύχθηκε μια παιγνιώδης αντίληψη περί της Μεγαρικής φιλοσοφίας καθώς και η φήμη ότι οι Μεγαρείς: "κτίζουν σπίτια σαν να μην πρόκειται να πεθάνουν ποτέ και τρώνε σαν να είναι το τελευταίο τους γεύμα".
Σύμφωνα βέβαια με τη γραμμή της Μεγαρικής Σχολής ο Στίλπωνας δεχόταν ένα ον, το ακίνητο και απόλυτο και αρνούνταν την πολλαπλότητα των όντων. Επίσης αναιρούσε και τα είδη, δηλαδή το ενδιάμεσο ανάμεσα στο απόλυτο ον και το επιμέρους ον. Καθώς όμως με την άρνηση των ειδών ο φιλόσοφος αρνούνταν και τα άτομα, γιατί γι’ αυτόν το ον είναι αδιαίρετο, αγέννητο και αθάνατο. Το ανώτατο αγαθό γι’ αυτόν είναι η απάθεια. 

Αξιομνημόνευτοι μαθητές του υπήρξαν ο Ζήνων ο Κυτιεύς, ιδρυτής του Στωικισμού κι ο Μενέδημος όπου ίδρυσε στην Ερέτρια την Ερετριακή Σχολή . 

Για την ηθική του Στίλπωνα είναι μόνο γνωστό ότι θεωρούσε ως το μεγαλύτερο αγαθό την απάθεια της ψυχής. Όπως αναφέρει ο Διογένης ο Λαέρτιος, ο Στίλπων είχε γράψει εννιά διάλογους που ήταν: 
"Μόσχος", "Αρίστιππος ή Καλλίας" "Πτολεμαίος", "Χαιρεκράτης", "Μητροκλής", "Αναξιμένης", "Επιγένες", "Προς την εαυτού θυγατέρα", "Αριστοτέλης". Δυστυχώς, δεν έχει διασωθεί κανένας.
Ο φιλόσοφος συμφωνώντας με τον Διογένη τον κυνικό δίδασκε πως το ανώτατο αγαθό για τον άνθρωπο πρέπει να είναι η απάθεια και πως ο φιλοσοφημένος άνθρωπος είναι αυτάρκης και δεν έχει ανάγκη περιουσίας ή φίλων για να ευτυχήσει.

Στην εποχή του Στίλπωνα, ο Δημήτριος ο Πολιορκητής, βασιλιάς της Μακεδονίας κατέλαβε και λεηλάτησε τα Μέγαρα. Όταν ρώτησε τον Στίλπωνα αν κατά τη λεηλασία οι στρατιώτες του πήραν κάποιο περιουσιακό στοιχείο, ο Στίλπων απάντησε: “Δεν παρατήρησα κανέναν να αποκομίζει την Επιστήμη”.

Αργότερα συγκρούστηκε με τον προκάτοχό του στην ηγεσία της Μεγαρικής Σχολής Διόδωρο τον Κρόνο, σε συζήτηση που έγινε μπροστά στον βασιλιά Πτολεμαίο. Όπως αναφέρει ο Διογένης ο Λαέρτιος, ο Διόδωρος δε μπόρεσε να δώσει απάντηση στα διαλεκτικά προβλήματα που του υπέβαλε ο Στίλπων και ο Πτολεμαίος τον ειρωνεύθηκε για την άγνοια του. Ο Διόδωρος προσβλήθηκε βαριά και έφυγε. Κατόπιν για να αντικρούσει τον Στίλπωνα έγραψε ολόκληρο βιβλίο, έπεσε όμως σε βαριά κατάθλιψη και τελικά πέθανε!

Τον πρώτο καιρό λέγετε πως ο Στίλπων δίδασκε στην Αθήνα, όμως οι Αθηναίοι εξόρισαν τον φιλόσοφο από την πόλη τους, γιατί είχε αμφισβητήσει τη θεότητα της Αθηνάς και ως φανερώνεται δεν δεχόταν την πολυθεΐα.

‘Ετσι, ο Στίλπων δικάστηκε και καταδικάστηκε από τους Αθηναίους για ασέβεια προς τα μνημεία των θεών, και η ποινή ήταν εξορία.
(Διογένης Λαέρτιος,II,116). Κείμενο: 
«τοῦτόν φασιν περὶ τῆς Ἀθηνᾶς τῆς τοῦ Φειδίου τοιοῦτόν τινα λόγον ἐρωτῆσαι• "ἆρά γε ἡ τοῦ Διὸς Ἀθηνᾶ θεός ἐστι;" φήσαντος δέ, "ναί," "αὕτη δέ γε," εἶπεν, "οὐκ ἔστι Διός, ἀλλὰ Φειδίου•" συγχωρουμένου δέ, "οὐκ ἄρα," εἶπε, "θεός ἐστιν." ἐν ᾧ καὶ εἰς Ἄρειον πάγον προσκληθέντα μὴ ἀρνήσασθαι, φάσκειν δ' ὀρθῶς διειλέχθαι• μὴ γὰρ εἶναι αὐτὴν θεόν, ἀλλὰ θεάν• θεοὺς δὲ εἶναι τοὺς ἄρρενας. καὶ μέντοι τοὺς Ἀρεοπαγίτας εὐθέως αὐτὸν κελεῦσαι τῆς πόλεως ἐξελθεῖν. ὅτε καὶ Θεόδωρον τὸν ἐπίκλην θεὸν ἐπισκώπτοντα εἰπεῖν, "πόθεν δὲ τοῦτ' ᾔδει Στίλπων; ἢ ἀνασύρας αὐτῆς τὸν κῆπον ἐθεάσατο;" ἦν δ' ἀληθῶς οὗτος μὲν θρασύτατος• Στίλπων δὲ κομψότατος.»

Μετάφραση: Αυτός, λένε, ρώτησε κάποτε έτσι για το άγαλμα της Αθηνάς που είχε φτιάξει ο Φειδίας: “Είναι θεός η Αθηνά, η κόρη του Δία; “, και σαν του είπαν “ναι”, “μα αυτή δεν είναι του Δία, είναι του Φειδία”, αποκρίθηκε. Και καθώς συμφωνούσαν, συμπέρανε: “άρα δεν είναι θεός”. Για την κουβέντα του αυτή προσήχθη ενώπιον του Αρείου Πάγου, όπου δεν αρνήθηκε ότι τα είπε, αλλά υποστήριξε ότι σωστά μίλησε: “γιατί πράγματι δεν είναι θεός, αλλά θεά, αφού μόνον οι άρρενες είναι θεοί”. Πλην όμως οι Αρεοπαγίτες τον διέταξαν να φύγει αμέσως από την πόλη. Τότε και ο Θεόδωρος τον ρώτησε κοροϊδευτικά: “Κι από πού το ξέρεις αυτό, Στίλπωνα; Μήπως της σήκωσες το φουστάνι και είδες; Ήταν αυτός στα αλήθεια θρασύτατος• ο Στίλπων δε υπέροχος” .


Πηγή: http://annyra.wordpress.com
Διαβάστε περισσότερα...