Στο βόρειο τμήμα του νησιού της Σαμοθράκης, στην Παλαιόπολη, δυτικά της αρχαίας πόλης, βρίσκεται το Ιερό των Μεγάλων θεών, το οποίο καταλαμβάνει μια έκταση περίπου 50 στρεμμάτων. Το Ιερό ήταν αφιερωμένο στην λατρεία και την τέλεση των Μυστηρίων των Μεγάλων Θεών που ακτινοβόλησαν στη διάρκεια της ελληνικής και ρωμαϊκής αρχαιότητας.
Οι Μεγάλοι Θεοί δεν είχαν ονόματα, γεγονός που καθιστά την ταυτότητα και τη φύση τους αινιγματική. Σε πολλούς αρχαίους συγγραφείς, ωστόσο, αναφέρονται συχνά με το όνομα Κάβειροι, όρος ο οποίος δεν συναντάται σε καμιά επιγραφή στη Σαμοθράκη, όπου οι θεοί ονομάζονται Θεοί ή Μεγάλοι Θεοί. Οι Κάβειροι πάντως, ήταν θεότητες ξένες για το ελληνικό Πάνθεο και η ταύτισή τους με τους Μεγάλους Θεούς δεν είναι βέβαιη. Κύρια μορφή, γύρω από την οποία συγκεντρώνονταν οι θεότητες αυτές ήταν μια «Μεγάλη Μητέρα» που ονομαζόταν Αξίερος και είχε χαρακτηριστικά όμοια με αυτά της Κυβέλης. Η Αξίερος ήταν ορεσίβια Θεότητα, που λατρευόταν σε ιερούς βράχους και αργότερα ταυτίστηκε από τους Έλληνες με την θεά Δήμητρα. Δίπλα της αναφέρεται, ίσως υποταγμένος σε αυτήν ως σύζυγος, ο Κάδμιλος ή Κασμίλος, μία αντρική ιθυφαλλική θεότητα της γονιμότητας, η οποία ταυτίστηκε με τον Eρμή. Ακόλουθοι των δύο θεοτήτων ήταν δύο νεαροί γυμνοί ιθυφαλλικοί δαίμονες, που προστάτευαν τους πιστούς από τους θαλάσσιους κινδύνους και ταυτίστηκαν με τους Διοσκούρους. Δύο άλλες θεότητες, ο θεός του Kάτω Kόσμου ο Aξιόκερσος και η γυναίκα του Aξιόκερσα, ταυτίστηκαν με τον Άδη και την Περσεφόνη, ενώ μαρτυρούνται επίσης οι λατρείες της Αφροδίτης και της Εκάτης, τις οποίες συνδέει το ίδιο προσαγορευτικό προελληνικής καταγωγής επίθετο «Ζηρυνθία».
Σε αντίθεση με τα Ελευσίνια Μυστήρια και άλλα μυστηριακά ιερά, τα Μυστήρια των Μεγάλων Θεών ήταν ανοιχτά σε κάθε αμύητο επισκέπτη, σε οποιονδήποτε επιθυμούσε να μυηθεί, ανεξάρτητα από την ηλικία, το φύλο, τη καταγωγή ή την κοινωνική τάξη.
Τα Μυστήρια των Μεγάλων Θεών ήταν εντελώς ανεξάρτητα από τη μεγάλη, ετήσια, τριήμερη πιθανότατα, γιορτή που πραγματοποιούνταν το καλοκαίρι και στην οποία συνέρρεαν προσκυνητές τόσο από γειτονικά όσο και από απομακρυσμένα μέρη, ενώ πολλές πόλεις του Αιγαίου έστελναν και αντιπροσώπους. H μύηση, όπως και στην Ελευσίνα περιελάμβανε δύο βαθμούς μύησης: τη μύηση και την εποπτεία. Oι τελετές της μύησης γίνονταν κατά την διάρκεια της νύχτας στο φως πυρσών και λύχνων. Αρχικά οι υποψήφιοι μύστες άλλαζαν ενδυμασία και έπαιρναν μέρος σε ένα είδος καθαρμού, το οποίο αργότερα μετατράπηκε σε προσφορά σπονδών από τους μύστες. Ακολουθούσε μια τελετουργική πράξη, όπου αποκαλύπτονταν στον μύστη κάποια ιερά σύμβολα και στη συνέχεια ο μυούμενος, μετά από ένα εξαγνιστικό λουτρό, έδενε γύρω από το υπογάστριο μια πορφυρή ζώνη και φορούσε ένα σιδερένιο δαχτυλίδι, το οποίο αντιπροσώπευε τη συνένωση με το θείο.
Ο βαθμός της εποπτείας μπορούσε στη Σαμοθράκη να αποκτηθεί αμέσως μετά τη μύηση. Σε αυτό το στάδιο ο μυούμενος περνούσε από ένα είδος εξομολόγησης και στη συνέχεια από μια καθαρτήρια τελετή. Κατά τη διάρκεια των δύο βαθμών της μύησης πιθανότατα επιβαλλόταν νηστεία, ενώ μετά το τέλος της όλης διαδικασίας ακολουθούσαν συμπόσια υπό το φως των πυρσών στα εστιατόρια που συνοδεύονταν από κατανάλωση άφθονου κρασιού σε βαθμό μέθης. Ο μύστης εξασφάλιζε την προστασία από τους κινδύνους στα θαλάσσια ταξίδια, την ελπίδα της καλής τύχης και της καλής και ηθικής ζωής, αλλά και την προσδοκία για μια ευτυχισμένη μεταθανάτια ζωή.
Παρά το γεγονός ότι οι αρχαιολογικές ανασκαφές δίνουν μια εικόνα για το ιερό και την εξέλιξη του, αρκετά δεδομένα παραμένουν αμφιλεγόμενα. Οι αρχαίες πηγές δεν παρέχουν καμιά πληροφορία ως προς το ουσιαστικό περιεχόμενο των τελετών και της διδασκαλίας τους, οπότε οι λεπτομέρειες που σχετίζονται με τις διαδικασίες των Μυστηρίων παραμένουν ασαφείς και οι γνώσεις μας εξαιρετικά περιορισμένες. Στα Μυστήρια των Μεγάλων Θεών ήταν μυημένοι ο Ηρόδοτος, ο βασιλιάς της Σπάρτης Λύσανδρος, ο Αριστοφάνης, ο Πλάτων, αλλά και ο Φίλιππος Β? και η γυναίκα του Ολυμπιάδα.
Ενδείξεις για θρησκευτική δραστηριότητα υπάρχουν από τον 7ο αιώνα π.κ.χ Ωστόσο, η οικοδόμηση μνημειακών κτιρίων και οι μόνιμες κατασκευές χρονολογούνται μόλις στο πρώτο μισό του 4ου αιώνα π.κ.χ και κυρίως στον 3ο αιώνα π.κ.χ μέχρι την πρώιμη αυτοκρατορική περίοδο. Κατά τον όψιμο 4ο αιώνα μ.κ.χ η παγανιστική λατρεία καταργείται και ξεκινά σταδιακά η ερήμωση του Ιερού. Ένας σεισμός στα μέσα περίπου του 6ου αιώνα μ.κ.χ συμπληρώνει την καταστροφή, ενώ η σύληση των ερειπίων συνεχίστηκε μέχρι και τα νεότερα χρόνια.
Οι πρώτες ανασκαφές στην περιοχή πραγματοποιήθηκαν από τον Γάλλο Πρόξενο M. Champoiseau το 1863 και οδήγησαν στην εύρεση της Νίκης. Ακολούθησαν δύο ακόμη ανασκαφικές έρευνες από τους Γάλλους το 1866 και το 1891 στο κοίλο του Θεάτρου και αργότερα, το 1873-1875, οι συστηματικές, πλέον,ανασκαφές των Αυστριακών (Α. Conze). Συστηματικότερες υπήρξαν οι ανασκαφές των Aμερικανών (Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης) που άρχισαν το 1938, διακόπηκαν με την κήρυξη του B' Παγκοσμίου Πολέμου για να συνεχίσουν μετά το 1948. Παράλληλα με την ανασκαφή, οι Αμερικάνοι προχώρησαν στην κατασκευή ενός Μουσείου ΒΔ του Ιερού, το οποίο άνοιξε για το κοινό το 1955 και φιλοξενεί, ως επί το πλείστον, εκθέματα που προέρχονται από τις ανασκαφές.
Ο αρχαιολογικός χώρος του Ιερού των Μεγάλων Θεών περιλαμβάνει σημαντικά μνημεία και αρχιτεκτονικά σύνολα:
Iερή οικία: Η Ιερή Οικία είναι ένα τετράγωνο οικοδόμημα διαστάσεων 7 X 7 μ., το οποίο εφάπτεται στο ανατολικό μισό του νοτιοανατολικού στενού τοίχου του Ανακτόρου. Κατασκευάστηκε από πωρόλιθο σε πολυγωνική τοιχοδομία, πιθανότατα στα πρώιμα αυτοκρατορικά χρόνια, ανάμεσα στα 289-281 π.κ.χ και αντικατέστησε μία αρχαιότερη και μικρότερη κατασκευή, η οποία χρονολογείται πριν το 500 π.κ.χ και ήταν σύγχρονη με την αρχαιότερη φάση του Aνακτόρου. Εσωτερικά, οι τοίχοι, έφεραν κατά μήκος τους μαρμάρινα εδώλια και προσαρμοσμένες πάνω στους τοίχους μαρμάρινες πλάκες με καταλόγους μυστών. Η είσοδος βρισκόταν στο κέντρο του νοτιοδυτικού τοίχου.
Αίθουσα των Αναθημάτων : Η Αίθουσα των Αναθημάτων κτίστηκε γύρω στο 540 π.κ.χ , αν και η χρονολόγηση αυτή αμφισβητείται και το κτίριο δε θεωρείται πρωιμότερο του 5ου αιώνα π.κ.χ. Πρόκειται για ένα ορθογώνιο κτίριο με επιχρισμένους τοίχους κτισμένους από ασβεστόλιθο και ενισχυμένους με ξυλοδεσιές, που προοριζόταν για τη φύλαξη και την προστασία των κινητών αναθημάτων του ιερού. Από την Αίθουσα των Αναθημάτων σήμερα σώζονται μόνο το λίθινο θεμέλιο και τμήμα της υποδομής του δαπέδου. Στη δυτική πρόσοψη, ανάμεσα σε παραστάδες, υπήρχε ανοιχτή δωρική ασβεστολιθική κιονοστοιχία, που έφερε δωρικό θριγκό από ξύλο και ασβεστόλιθο. Η στέγη ήταν δικλινής.
Ανάθημα της Μιλησίας: Βόρεια της Στοάς, επάνω στον Δυτικό Λόφο βρίσκονται τα θεμέλια ενός μαρμάρινου οικοδομήματος, που είναι γνωστό ως Ανάθημα της Μιλησίας, επειδή, σύμφωνα με την αναθηματική επιγραφή του επιστυλίου του προπύλου του, αποτελούσε αφιέρωμα μιας γυναίκας από τη Μίλητο.
Το κτίριο αποτελείται από τρεις χώρους, έναν μεγάλο τετράγωνο κεντρικό χώρο με ιωνικό πρόπυλο στα νότια, το οποίο αποτελεί την είσοδο στο εσωτερικό του οικοδομήματος και δύο μικρότερους στις ανατολική και δυτική πλευρά. Χρονολογείται πιθανότατα στο δεύτερο μισό του 3ου αιώνα π.κ.χ. και προφανώς ήταν εστιατόριο.
Ανάθημα Φιλίππου Γ? και Αλεξάνδρου Δ?: Στο τέλος του 5ου-αρχές του 4ου αιώνα π.κ.χ. προστέθηκε στη βορειοδυτική πλευρά του Ιερού Κύκλου ένα ορθογώνιο οικοδόμημα, το οποίο αντικαταστάθηκε ανάμεσα στο 323 και 317 π.κ.χ. από ένα περίτεχνο μαρμάρινο δωρικό κτίριο με πρόστυλη, εξάστυλη στοά στη δυτική του πρόσοψη. Το κτίριο, όπως πληροφορεί η αναθηματική επιγραφή του επιστυλίου, αφιέρωσαν στο Ιερό οι διάδοχοι του Μ. Αλεξάνδρου Φίλιππος Γ? και Αλέξανδρος Δ?. Στο πάνω μέρος του προστέθηκε αργότερα μία τετράστυλη ιωνική στοά. Το οικοδόμημα είναι κατασκευασμένο από θασίτικο και πιθανότατα παριανό μάρμαρο και το δάπεδό του έφερε ψηφιδωτό. Μετά το σεισμό του τέλους του 1ου ή του 2ου αιώνα μ.κ.χ. το ανάθημα του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου και ο δρόμος γύρω από το κτίριο καταστράφηκαν.
Αυλή του Βωμού: Η Αυλή του Βωμού ήταν ένα ορθογώνιο ανοιχτό κτίριο, διαστάσεων 17, 12 X 14, 42 μ., με τυφλούς τοίχους στις τρεις πλευρές, βόρεια, νότια και ανατολική, ενώ στη δυτική πρόσοψη έφερε τετράστυλη, δωρική, μαρμάρινη κιονοστοιχία. Τους τοίχους και την κιονοστοιχία περιέτρεχε μαρμάρινος δωρικός θριγκός, ενώ το επιστύλιο της πρόσοψης έφερε μια αποσπασματικά σωζόμενη επιγραφή του αναθέτη, ίσως του Φιλίππου Γ' του Aρριδαίου, ετεροθαλή αδερφού και διαδόχου του Mεγάλου Aλεξάνδρου.
Στον πίσω χώρο του εσωτερικού του κτιρίου βρισκόταν μεγάλος μαρμάρινος βωμός, το νότιο τμήμα του οποίου κάλυπτε ένα παλαιότερο, αρχαϊκό βωμό των βράχων, καθώς και τμήμα πήλινου αγωγού, που χρησίμευε, πιθανότατα, στην απομάκρυνση του αίματος των θυσιαζόμενων ζώων. Η αυλή του Βωμού χρονολογείται στα 340-330 π.κ.χ.
Δωρική Θόλος: Πρόκειται για ένα πολύ μικρό, δωρικό κτίριο, το οποίο κατασκευάστηκε στο δεύτερο μισό, ίσως στο τελευταίο τέταρτο του 4ου αιώνα π.κ.χ. και πιθανότατα αποτελούσε κενοτάφιο.
Η ανωδομή στο κατώτερο τμήμα της είχε τη μορφή ενιαίου τυμπάνου, ενώ το ανώτερο έφερε διάκοσμο από συμφυή δωρική κιονοστοιχία. Εσωτερικά, το δάπεδο του κτιρίου βρισκόταν κάτω από τρία σκαλοπάτια, από τα οποία τα δύο ανώτερα αντικαταστάθηκαν αργότερα με ένα πλινθόκτιστο θρανίο.
Σήμερα σώζονται υπολείμματα από τα θεμέλια, στα οποία έχουν γίνει επιχώσεις για λόγους προστασίας.
Ανάκτορο: Το Ανάκτορο αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα κτίρια του Ιερού, αφού ήταν το τελευταίο και το πληρέστερο από μια σειρά κτιρίων για τα «Δρώμενα» και τους «Λόγους» του πρώτου βαθμού της μύησης.
Αίθουσα των Αναθημάτων : Η Αίθουσα των Αναθημάτων κτίστηκε γύρω στο 540 π.κ.χ , αν και η χρονολόγηση αυτή αμφισβητείται και το κτίριο δε θεωρείται πρωιμότερο του 5ου αιώνα π.κ.χ. Πρόκειται για ένα ορθογώνιο κτίριο με επιχρισμένους τοίχους κτισμένους από ασβεστόλιθο και ενισχυμένους με ξυλοδεσιές, που προοριζόταν για τη φύλαξη και την προστασία των κινητών αναθημάτων του ιερού. Από την Αίθουσα των Αναθημάτων σήμερα σώζονται μόνο το λίθινο θεμέλιο και τμήμα της υποδομής του δαπέδου. Στη δυτική πρόσοψη, ανάμεσα σε παραστάδες, υπήρχε ανοιχτή δωρική ασβεστολιθική κιονοστοιχία, που έφερε δωρικό θριγκό από ξύλο και ασβεστόλιθο. Η στέγη ήταν δικλινής.
Ανάθημα της Μιλησίας: Βόρεια της Στοάς, επάνω στον Δυτικό Λόφο βρίσκονται τα θεμέλια ενός μαρμάρινου οικοδομήματος, που είναι γνωστό ως Ανάθημα της Μιλησίας, επειδή, σύμφωνα με την αναθηματική επιγραφή του επιστυλίου του προπύλου του, αποτελούσε αφιέρωμα μιας γυναίκας από τη Μίλητο.
Το κτίριο αποτελείται από τρεις χώρους, έναν μεγάλο τετράγωνο κεντρικό χώρο με ιωνικό πρόπυλο στα νότια, το οποίο αποτελεί την είσοδο στο εσωτερικό του οικοδομήματος και δύο μικρότερους στις ανατολική και δυτική πλευρά. Χρονολογείται πιθανότατα στο δεύτερο μισό του 3ου αιώνα π.κ.χ. και προφανώς ήταν εστιατόριο.
Ανάθημα Φιλίππου Γ? και Αλεξάνδρου Δ?: Στο τέλος του 5ου-αρχές του 4ου αιώνα π.κ.χ. προστέθηκε στη βορειοδυτική πλευρά του Ιερού Κύκλου ένα ορθογώνιο οικοδόμημα, το οποίο αντικαταστάθηκε ανάμεσα στο 323 και 317 π.κ.χ. από ένα περίτεχνο μαρμάρινο δωρικό κτίριο με πρόστυλη, εξάστυλη στοά στη δυτική του πρόσοψη. Το κτίριο, όπως πληροφορεί η αναθηματική επιγραφή του επιστυλίου, αφιέρωσαν στο Ιερό οι διάδοχοι του Μ. Αλεξάνδρου Φίλιππος Γ? και Αλέξανδρος Δ?. Στο πάνω μέρος του προστέθηκε αργότερα μία τετράστυλη ιωνική στοά. Το οικοδόμημα είναι κατασκευασμένο από θασίτικο και πιθανότατα παριανό μάρμαρο και το δάπεδό του έφερε ψηφιδωτό. Μετά το σεισμό του τέλους του 1ου ή του 2ου αιώνα μ.κ.χ. το ανάθημα του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου και ο δρόμος γύρω από το κτίριο καταστράφηκαν.
Αυλή του Βωμού: Η Αυλή του Βωμού ήταν ένα ορθογώνιο ανοιχτό κτίριο, διαστάσεων 17, 12 X 14, 42 μ., με τυφλούς τοίχους στις τρεις πλευρές, βόρεια, νότια και ανατολική, ενώ στη δυτική πρόσοψη έφερε τετράστυλη, δωρική, μαρμάρινη κιονοστοιχία. Τους τοίχους και την κιονοστοιχία περιέτρεχε μαρμάρινος δωρικός θριγκός, ενώ το επιστύλιο της πρόσοψης έφερε μια αποσπασματικά σωζόμενη επιγραφή του αναθέτη, ίσως του Φιλίππου Γ' του Aρριδαίου, ετεροθαλή αδερφού και διαδόχου του Mεγάλου Aλεξάνδρου.
Στον πίσω χώρο του εσωτερικού του κτιρίου βρισκόταν μεγάλος μαρμάρινος βωμός, το νότιο τμήμα του οποίου κάλυπτε ένα παλαιότερο, αρχαϊκό βωμό των βράχων, καθώς και τμήμα πήλινου αγωγού, που χρησίμευε, πιθανότατα, στην απομάκρυνση του αίματος των θυσιαζόμενων ζώων. Η αυλή του Βωμού χρονολογείται στα 340-330 π.κ.χ.
Δωρική Θόλος: Πρόκειται για ένα πολύ μικρό, δωρικό κτίριο, το οποίο κατασκευάστηκε στο δεύτερο μισό, ίσως στο τελευταίο τέταρτο του 4ου αιώνα π.κ.χ. και πιθανότατα αποτελούσε κενοτάφιο.
Η ανωδομή στο κατώτερο τμήμα της είχε τη μορφή ενιαίου τυμπάνου, ενώ το ανώτερο έφερε διάκοσμο από συμφυή δωρική κιονοστοιχία. Εσωτερικά, το δάπεδο του κτιρίου βρισκόταν κάτω από τρία σκαλοπάτια, από τα οποία τα δύο ανώτερα αντικαταστάθηκαν αργότερα με ένα πλινθόκτιστο θρανίο.
Σήμερα σώζονται υπολείμματα από τα θεμέλια, στα οποία έχουν γίνει επιχώσεις για λόγους προστασίας.
Ανάκτορο: Το Ανάκτορο αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα κτίρια του Ιερού, αφού ήταν το τελευταίο και το πληρέστερο από μια σειρά κτιρίων για τα «Δρώμενα» και τους «Λόγους» του πρώτου βαθμού της μύησης.
Η Θόλος της Αρσινόης: H Θόλος της Αρσινόης είναι ένα οικοδόμημα, το οποίο, σύμφωνα με την αναθηματική επιγραφή που είναι χαραγμένη στο επιστύλιο του, αφιερώθηκε από την Αρσινόη, σύζυγο του Βασιλιά Λυσίμαχου στους Μεγάλους Θεούς και προοριζόταν για θυσίες και επίσημες συγκεντρώσεις στην ετήσια καλοκαιρινή γιορτή.
Ιερό: Το Ιερό άρχισε να κτίζεται κατά το τελευταίο τέταρτο του 4ου αιώνα π.κ.χ. Στο εσωτερικό του γινόταν η μύηση στο δεύτερο βαθμό των Μυστηρίων, στην ανώτερη, δηλαδή βαθμίδα της μυήσεως, την Εποπτεία.
Ιερός Κύκλος: Ο «Ιερός Κύκλος» χρονολογείται στο τέλος του 5ου-στις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. Συνδεόταν, πιθανότατα, με κάποια εισαγωγική τελετή, όπου οι υποψήφιοι για μύηση μάθαιναν εδώ τις απαιτήσεις των τελετουργιών μύησης, πριν συνεχίσουν για το εσωτερικό του ιερού.
Κτίσμα με τους Ορθοστάτες: Στο εσωτερικό των θεμελίων της Θόλου σώζεται το μεγαλύτερο τμήμα από το Κτίσμα με τους Ορθοστάτες. Το κτίριο, το οποίο χρονολογείται στο πρώτο μισό του 4ου αιώνα π.κ.χ. εκτεινόταν βόρεια, κάτω από την ιερή Οικία και το νότιο τμήμα του Aνακτόρου και χρησίμευε για τη μύηση στον πρώτο βαθμό των μυστηρίων. Η ονομασία του οφείλεται στους ορθοστάτες που στηρίζουν την τοιχοδομία του.
Πρόκειται για ένα οικοδόμημα που αποτελείται από ένα τετράγωνο κεντρικό τμήμα και δύο μικρότερα βόρεια και νότια. Η ανωδομή του κτιρίου πιθανόν αποτελούνταν από ωμές πλίθρες. Στην ανατολική του πλευρά υπήρχε ένα χαμηλό άνδηρο, το οποίο προοριζόταν πιθανότατα για τους θεατές, που παρακολουθούσαν τις τελετουργίες στο κύριο τμήμα του οικοδομήματος. Στο νότιο τμήμα του Κτίσματος με τους Ορθοστάτες και δυτικά του ανδήρου, αποκαλύφθηκε λάκκος θυσιών, ενώ λίγο βορειότερα του λάκκου ένα άνοιγμα στο έδαφος κατέβαινε σε μία «ιερή πέτρα», ένα κομμάτι μαρμάρου πάνω στο οποίο έριχναν σπονδές.
Μνημείο της Νίκης: Νοτιοανατολικά της Στοάς βρίσκεται μια κατασκευή, όπου ήταν τοποθετημένο το άγαλμα της Νίκης της Σαμοθράκης πάνω σε πλώρη πλοίου (σήμερα στο Μουσείο του Λούβρου). Το μνημείο της Νίκης χρονολογείται στον πρώιμο 2ος αιώνα π.κ.χ.
Πρόκειται για μια ορθογώνια κατασκευή, χωρίς στέγη, με βόρεια πρόσοψη, η οποία στις υπόλοιπες πλευρές, δυτική, νότια και ανατολική, περιβαλλόταν αναλημματικούς τοίχους που την προστάτευαν. Το εσωτερικό του οικοδομήματος χωρίζεται από έναν τοίχο σε τμήματα. Στο πίσω τμήμα, διατηρούνται τα ίχνη από την θεμελίωση, πάνω στην οποία μαρμάρινες πλάκες με κυματιστή επιφάνεια στήριζαν την μαρμάρινη πλώρη του πλοίου με το άγαλμα της Νίκης.
Στην περιοχή γύρω από το μνημείο της Νίκης έχουν εντοπισθεί τμήματα πήλινων αγωγών, οι οποίοι χρησίμευαν στην τροφοδότηση ή στην απομάκρυνση των νερών της δεξαμενής.
Νεώριο: Το Νεώριο είναι ένα μεγάλο ορθογώνιο οικοδόμημα, μέσα στο οποίο βρισκόταν το αναθηματικό πλοίο, ίσως πολεμικό, που αφιέρωσε στο ιερό πιθανότατα ο Αντίγονος Γονατάς. Δύο μαρμάρινες θύρες στη βορινή μακριά πλευρά αποτελούσαν την είσοδο στο κτίριο. Το εσωτερικό του ήταν χωρισμένο σε δύο κλίτη από μια κιονοστοιχία πέντε κιόνων, οι οποίοι στήριζαν κιγκλίδωμα. Στο νότιο κλίτος υπήρχε μία σειρά από μαρμάρινα στηρίγματα, τα οποία κρατούσαν το πλοίο. Το Νεώριο χρονολογείται στο δεύτερο τέταρτο του 3ου αιώνα π.κ.χ.
Δυτικά του Νεωρίου βρισκόταν ένα μικρότερο ορθογώνιο οικοδόμημα, το οποίο χρονολογείται στα πρώιμα αυτοκρατορικά χρόνια και στέγαζε πιθανότατα αγάλματα ή άλλα αφιερώματα.
Επιπλέον, δίπλα στο Νεώριο υπάρχει ένας ορθογώνιος χώρος εστίασης, με έντεκα κλίνες κατά μήκος των τοίχων και μωσαϊκό δάπεδο, το οποίο σήμερα είναι επιχωσμένο για προστασία. Η κατασκευή του χρονολογείται στα μέσα του 3ου αιώνα π.κ.χ.
Ιερό των Μεγάλων Θεών-Πρόπυλο Πτολεμαίου Β?: Στην απόληξη της Iεράς οδού, που συνέδεε το ιερό με την πόλη, βρίσκεται μεγαλοπρεπές Πρόπυλο, το οποίο αποτελεί αφιέρωμα του βασιλιά της Αιγύπτου Πτολεμαίο B' Φιλάδελφο στους Μεγάλους Θεούς.
Το Πρόπυλο κατασκευάστηκε ανάμεσα στο 285-281 π.κ.χ. από θασίτικο μάρμαρο. Πρόκειται για ένα μεγάλο, μαρμάρινο, ναόσχημο οικοδόμημα με εξάστυλη ιωνική κιονοστοιχία στην ανατολική πρόσοψη και κορινθιακή κιονοστοιχία στη δυτική πρόσοψη. Τις δύο ευρύχωρες στοές, που αποτελούσαν τη μνημειακή είσοδο, χώριζε ένας διπλός τοίχος με στενή σχετικά πύλη στο κέντρο, ο οποίος δημιουργούσε δύο στενούς ορθογώνιους χώρους βόρεια και νότια. Από το νότιο αυτό τμήμα του κτιρίου μία κλίμακα οδηγούσε στο υπερώο. Το Πρόπυλο φέρει αναθηματική επιγραφή στο επιστύλιο και στις δύο πλευρές του και ανάγλυφη ζωφόρο πάνω από το επιστύλιο, διακοσμημένη με εναλλασσόμενα βούκρανα, και ρόδακες.
Το οικοδόμημα έχει ανιδρυθεί στην κοίτη του ανατολικού χειμάρρου, γεγονός που κατέστησε απαραίτητη την κατασκευή μιας μεγάλης καμαροσκέπαστης σήραγγας, η οποία διασχίζει λοξά την υποδομή του Προπύλου και χρησίμευε στην απομάκρυνση των νερών.
Τέμενος: Στο μέσο περίπου του αρχαιολογικού χώρου στην Παλαιόπολη βρίσκεται το Τέμενος, το πρωιμότερο και μεγαλύτερο μαρμάρινο κτίριο στο Ιερό, κοντά στη βόρεια γωνία του οποίου κατέληγε η πομπική οδός του Ανατολικού Λόφου. Χρονολογείται γύρω στο 340 π.κ.χ. και πιθανότατα αποτελούσε ανάθημα του Φιλίππου Β?.
Αποτελούνταν από δύο όμοιες ορθογώνιες αίθουσες, καθεμιά από τις οποίες έφερε από ένα ιωνικό πρόπυλο ως είσοδο στα βορειοδυτικά. Την κιονοστοιχία του κάθε πρόπυλου αποτελούσαν 11 ιωνικοί κίονες από θασίτικο μάρμαρο με εξαιρετική διακόσμηση στα κιονόκρανα, οι οποίοι διαρθρώνονταν σε δύο σειρές στο νοτιοδυτικό και βορειοανατολικό άκρο και σχημάτιζαν πτερά.
Η οροφή του κτιρίου ήταν μαρμάρινη και έφερε γλυπτό διάκοσμο με ανάγλυφα κεφάλια, πιθανότατα ηρώων ή θεοτήτων της Σαμοθράκης. Ολόκληρο το κτίριο περιέτρεχε θριγκός, ο οποίος αποτελεί το πρωιμότερο γνωστό παράδειγμα συνδυασμού της γλυπτής ζωφόρου και του ταινιωτού επιστυλίου με γεισίποδες. Η ζωφόρος απεικόνιζε χορεύτριες και ανάμεσά τους μουσικούς του αυλού, της λύρας και του τυμπάνου. Η παράσταση θεωρείται έργο αρχαϊστικής τέχνης και απεικονίζει πιθανότατα τους τελετουργικούς χορούς, που ελάμβαναν χώρα στο εσωτερικό του περιβόλου και σχετίζονταν με τον μυθικό γάμο του Kάδμου και της Aρμονίας, ένα θρησκευτικό δράμα που διδασκόταν στη διάρκεια του μεγάλου, ετήσιου πανηγυριού.
Το Τέμενος, στο εσωτερικό του, έφερε μαρμάρινο δάπεδο, εσχάρα για θυσίες και βόθρο για υγρές προσφορές, ενώ εδώ εικάζεται ότι πρέπει να είχε τοποθετηθεί το σύμπλεγμα της Aφροδίτης και του Έρωτα, που είχε κατασκευάσει ο Σκόπας, ο οποίος ίσως είχε σχεδιάσει και τα αρχιτεκτονικά γλυπτά του κτιρίου.
Πηγή: www.xanthi.ilsp.gr
Ιερό: Το Ιερό άρχισε να κτίζεται κατά το τελευταίο τέταρτο του 4ου αιώνα π.κ.χ. Στο εσωτερικό του γινόταν η μύηση στο δεύτερο βαθμό των Μυστηρίων, στην ανώτερη, δηλαδή βαθμίδα της μυήσεως, την Εποπτεία.
Ιερός Κύκλος: Ο «Ιερός Κύκλος» χρονολογείται στο τέλος του 5ου-στις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. Συνδεόταν, πιθανότατα, με κάποια εισαγωγική τελετή, όπου οι υποψήφιοι για μύηση μάθαιναν εδώ τις απαιτήσεις των τελετουργιών μύησης, πριν συνεχίσουν για το εσωτερικό του ιερού.
Κτίσμα με τους Ορθοστάτες: Στο εσωτερικό των θεμελίων της Θόλου σώζεται το μεγαλύτερο τμήμα από το Κτίσμα με τους Ορθοστάτες. Το κτίριο, το οποίο χρονολογείται στο πρώτο μισό του 4ου αιώνα π.κ.χ. εκτεινόταν βόρεια, κάτω από την ιερή Οικία και το νότιο τμήμα του Aνακτόρου και χρησίμευε για τη μύηση στον πρώτο βαθμό των μυστηρίων. Η ονομασία του οφείλεται στους ορθοστάτες που στηρίζουν την τοιχοδομία του.
Πρόκειται για ένα οικοδόμημα που αποτελείται από ένα τετράγωνο κεντρικό τμήμα και δύο μικρότερα βόρεια και νότια. Η ανωδομή του κτιρίου πιθανόν αποτελούνταν από ωμές πλίθρες. Στην ανατολική του πλευρά υπήρχε ένα χαμηλό άνδηρο, το οποίο προοριζόταν πιθανότατα για τους θεατές, που παρακολουθούσαν τις τελετουργίες στο κύριο τμήμα του οικοδομήματος. Στο νότιο τμήμα του Κτίσματος με τους Ορθοστάτες και δυτικά του ανδήρου, αποκαλύφθηκε λάκκος θυσιών, ενώ λίγο βορειότερα του λάκκου ένα άνοιγμα στο έδαφος κατέβαινε σε μία «ιερή πέτρα», ένα κομμάτι μαρμάρου πάνω στο οποίο έριχναν σπονδές.
Μνημείο της Νίκης: Νοτιοανατολικά της Στοάς βρίσκεται μια κατασκευή, όπου ήταν τοποθετημένο το άγαλμα της Νίκης της Σαμοθράκης πάνω σε πλώρη πλοίου (σήμερα στο Μουσείο του Λούβρου). Το μνημείο της Νίκης χρονολογείται στον πρώιμο 2ος αιώνα π.κ.χ.
Πρόκειται για μια ορθογώνια κατασκευή, χωρίς στέγη, με βόρεια πρόσοψη, η οποία στις υπόλοιπες πλευρές, δυτική, νότια και ανατολική, περιβαλλόταν αναλημματικούς τοίχους που την προστάτευαν. Το εσωτερικό του οικοδομήματος χωρίζεται από έναν τοίχο σε τμήματα. Στο πίσω τμήμα, διατηρούνται τα ίχνη από την θεμελίωση, πάνω στην οποία μαρμάρινες πλάκες με κυματιστή επιφάνεια στήριζαν την μαρμάρινη πλώρη του πλοίου με το άγαλμα της Νίκης.
Στην περιοχή γύρω από το μνημείο της Νίκης έχουν εντοπισθεί τμήματα πήλινων αγωγών, οι οποίοι χρησίμευαν στην τροφοδότηση ή στην απομάκρυνση των νερών της δεξαμενής.
Νεώριο: Το Νεώριο είναι ένα μεγάλο ορθογώνιο οικοδόμημα, μέσα στο οποίο βρισκόταν το αναθηματικό πλοίο, ίσως πολεμικό, που αφιέρωσε στο ιερό πιθανότατα ο Αντίγονος Γονατάς. Δύο μαρμάρινες θύρες στη βορινή μακριά πλευρά αποτελούσαν την είσοδο στο κτίριο. Το εσωτερικό του ήταν χωρισμένο σε δύο κλίτη από μια κιονοστοιχία πέντε κιόνων, οι οποίοι στήριζαν κιγκλίδωμα. Στο νότιο κλίτος υπήρχε μία σειρά από μαρμάρινα στηρίγματα, τα οποία κρατούσαν το πλοίο. Το Νεώριο χρονολογείται στο δεύτερο τέταρτο του 3ου αιώνα π.κ.χ.
Δυτικά του Νεωρίου βρισκόταν ένα μικρότερο ορθογώνιο οικοδόμημα, το οποίο χρονολογείται στα πρώιμα αυτοκρατορικά χρόνια και στέγαζε πιθανότατα αγάλματα ή άλλα αφιερώματα.
Επιπλέον, δίπλα στο Νεώριο υπάρχει ένας ορθογώνιος χώρος εστίασης, με έντεκα κλίνες κατά μήκος των τοίχων και μωσαϊκό δάπεδο, το οποίο σήμερα είναι επιχωσμένο για προστασία. Η κατασκευή του χρονολογείται στα μέσα του 3ου αιώνα π.κ.χ.
Ιερό των Μεγάλων Θεών-Πρόπυλο Πτολεμαίου Β?: Στην απόληξη της Iεράς οδού, που συνέδεε το ιερό με την πόλη, βρίσκεται μεγαλοπρεπές Πρόπυλο, το οποίο αποτελεί αφιέρωμα του βασιλιά της Αιγύπτου Πτολεμαίο B' Φιλάδελφο στους Μεγάλους Θεούς.
Το Πρόπυλο κατασκευάστηκε ανάμεσα στο 285-281 π.κ.χ. από θασίτικο μάρμαρο. Πρόκειται για ένα μεγάλο, μαρμάρινο, ναόσχημο οικοδόμημα με εξάστυλη ιωνική κιονοστοιχία στην ανατολική πρόσοψη και κορινθιακή κιονοστοιχία στη δυτική πρόσοψη. Τις δύο ευρύχωρες στοές, που αποτελούσαν τη μνημειακή είσοδο, χώριζε ένας διπλός τοίχος με στενή σχετικά πύλη στο κέντρο, ο οποίος δημιουργούσε δύο στενούς ορθογώνιους χώρους βόρεια και νότια. Από το νότιο αυτό τμήμα του κτιρίου μία κλίμακα οδηγούσε στο υπερώο. Το Πρόπυλο φέρει αναθηματική επιγραφή στο επιστύλιο και στις δύο πλευρές του και ανάγλυφη ζωφόρο πάνω από το επιστύλιο, διακοσμημένη με εναλλασσόμενα βούκρανα, και ρόδακες.
Το οικοδόμημα έχει ανιδρυθεί στην κοίτη του ανατολικού χειμάρρου, γεγονός που κατέστησε απαραίτητη την κατασκευή μιας μεγάλης καμαροσκέπαστης σήραγγας, η οποία διασχίζει λοξά την υποδομή του Προπύλου και χρησίμευε στην απομάκρυνση των νερών.
Τέμενος: Στο μέσο περίπου του αρχαιολογικού χώρου στην Παλαιόπολη βρίσκεται το Τέμενος, το πρωιμότερο και μεγαλύτερο μαρμάρινο κτίριο στο Ιερό, κοντά στη βόρεια γωνία του οποίου κατέληγε η πομπική οδός του Ανατολικού Λόφου. Χρονολογείται γύρω στο 340 π.κ.χ. και πιθανότατα αποτελούσε ανάθημα του Φιλίππου Β?.
Αποτελούνταν από δύο όμοιες ορθογώνιες αίθουσες, καθεμιά από τις οποίες έφερε από ένα ιωνικό πρόπυλο ως είσοδο στα βορειοδυτικά. Την κιονοστοιχία του κάθε πρόπυλου αποτελούσαν 11 ιωνικοί κίονες από θασίτικο μάρμαρο με εξαιρετική διακόσμηση στα κιονόκρανα, οι οποίοι διαρθρώνονταν σε δύο σειρές στο νοτιοδυτικό και βορειοανατολικό άκρο και σχημάτιζαν πτερά.
Η οροφή του κτιρίου ήταν μαρμάρινη και έφερε γλυπτό διάκοσμο με ανάγλυφα κεφάλια, πιθανότατα ηρώων ή θεοτήτων της Σαμοθράκης. Ολόκληρο το κτίριο περιέτρεχε θριγκός, ο οποίος αποτελεί το πρωιμότερο γνωστό παράδειγμα συνδυασμού της γλυπτής ζωφόρου και του ταινιωτού επιστυλίου με γεισίποδες. Η ζωφόρος απεικόνιζε χορεύτριες και ανάμεσά τους μουσικούς του αυλού, της λύρας και του τυμπάνου. Η παράσταση θεωρείται έργο αρχαϊστικής τέχνης και απεικονίζει πιθανότατα τους τελετουργικούς χορούς, που ελάμβαναν χώρα στο εσωτερικό του περιβόλου και σχετίζονταν με τον μυθικό γάμο του Kάδμου και της Aρμονίας, ένα θρησκευτικό δράμα που διδασκόταν στη διάρκεια του μεγάλου, ετήσιου πανηγυριού.
Το Τέμενος, στο εσωτερικό του, έφερε μαρμάρινο δάπεδο, εσχάρα για θυσίες και βόθρο για υγρές προσφορές, ενώ εδώ εικάζεται ότι πρέπει να είχε τοποθετηθεί το σύμπλεγμα της Aφροδίτης και του Έρωτα, που είχε κατασκευάσει ο Σκόπας, ο οποίος ίσως είχε σχεδιάσει και τα αρχιτεκτονικά γλυπτά του κτιρίου.
Πηγή: www.xanthi.ilsp.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου