Πέμπτη 28 Μαρτίου 2013

Λερναία Ύδρα


Η Λερναία Ύδρα είναι μυθικό όν με επτά ή εννέα κεφάλια, το οποίο σκότωσε ο Ηρακλής στον δεύτερο από τους δώδεκα άθλους του. Καρπός της Έχιδνας και του Τυφώνα, η Λερναία Ύδρα ήταν αθάνατη. Δρούσε στην περιοχή Λέρνη - βαλτότοπος που βρίσκεται νότια του Άργους απ' όπου πήρε και το όνομά της. Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι η λίμνη αυτή συνόρευε με τον Άδη.  Το άντρο της βρισκόταν στους πρόποδες του όρους Ποντίνου, κοντά στην Πηγή της Αμυμώνης.

Σύμφωνα με τον μύθο, όταν ο Ηρακλής έκοβε ένα κεφάλι, έβγαιναν δύο. Μόνο καίγοντάς το με φωτιά κατάφερε να σταματήσει τον πολλαπλασιασμό και αυτό το κατάφερε με την βοήθεια του ανιψιού του Ιολάου. Το τελευταίο κεφάλι, που ήταν και το κεντρικό κι αθάνατο, το έκοψε και το έθαψε στη γη για να μην ξαναζωντανέψει. Από το αίμα της ο Ηρακλής έκανε τα βέλη του δηλητηριώδη. Από το δηλητήριο αυτό δεν γλύτωσε ούτε ο ίδιος, ούτε και ο Κένταυρος Χείρωνας.


Διαβάστε περισσότερα...

Στυμφαλίδες όρνιθες


Οι Στυμφαλίδες όρνιθες, δηλαδή τα «πουλιά της Στυμφαλίας», ήταν ανθρωποφάγα πουλιά με χάλκινα ράμφη, νύχια και φτερά, των οποίων η εξόντωση ήταν ο έκτος άθλος του Ηρακλή. Αυτά τα τρομερά πουλιά έλεγαν πως τα προστάτευε ο θεός Άρης. 

Οι Στυμφαλίδες όρνιθες διώχθηκαν από τους λύκους διά μιας χαράδρας κοντά στον Ορχομενό της Αρκαδίας και είχαν καταφύγει στη λίμνη Στυμφαλία της ορεινής Κορινθίας, συνιστώντας απειλή για τους ανθρώπους, τα κοπάδια και τις σοδειές.

Ο Ηρακλής δεν γνώριζε πώς να τις κάνει να βγουν από την πυκνή βλάστηση της λίμνης, αλλά η θεά Αθηνά του έδωσε κρόταλα από χαλκό σφυρηλατημένα στο εργαστήρι του Ηφαίστου, τα οποία κροτάλισε ο ήρωας από ένα ύψωμα δίπλα στη λίμνη. Με τον τρόπο αυτό τα πουλιά ξεσηκώθηκαν τρομαγμένα και ο Ηρακλής τα εξολόθρευσε με τα βέλη του.

Οι Στυμφαλιδες Όρνιθες είχαν το μέγεθος των γερανών και έμοιαζαν πολύ με τις ίβιδες, μόνο πού το ράμφος τους, με το οποίο μπορούσαν να τρυπήσουν ακόμα και μεταλλικό θώρακα, δεν ήταν κυρτό. Γεννοβολούσαν ακόμα και στην Έρημο της Αραβίας, όπου προκαλούσαν μεγαλύτερες καταστροφές από τα λιοντάρια και τις λεοπαρ­δάλεις πετούσαν κατάμετωπο πάνω στους ταξιδιώτες και τούς διατρυπούσαν με τα ράμφη τους. Οι άραβες κυνηγοί φορούσαν πλεχτούς προστατευτικούς θώρακες από φλοιούς δέντρων, όπου σκάλωναν τα ράμφη , έτσι οι κυνηγοί άρπαζαν τα πουλιά και τούς έστριβαν το λαρύγγι. Πιθανότατα ένα σμήνος από αυτά τα πουλιά είχε μεταναστεύσει από την Αραβία στον Στύμφαλο και έτσι ονομάστηκε μετά ολόκλη­ρο το είδος

Κατά τη γνώμη μερικών οι ΣτυμφαλΙδες Όρνιθες ήταν γυναίκες: κόρες του Στύμφαλου και της Όρνιθας, τούς οποίους σκότωσε ο Ηρακλής επειδή δεν θέλησαν να τον φιλοξενήσουν. Στον αρχαίο ναό της Στυμφαλίας Άρτεμης βρίσκονταν κρεμασμένες οι αναπαραστάσεις των πουλιών και πίσω από το ναό ήταν στημένα αγάλματα κοριτσιών με σκέλη πουλιών. Ο Στημένος, ένας από τούς γιους του Πελασγού, ίδρυσε τρεις ναούς στη Στύμφαλο προς τιμήν της Ήρας: στον πρώτο τη λάτρευαν ως Κόρη, επειδή την ανάστησε ο Στημένος στο δεύτερο ως Τελεία, επειδή παν­τρεύτηκε τον Δία , ενώ στον τρίτο ως χήρα, επειδή ο Ζευς την εγκατέλειψε και εκείνη αποσύρθηκε στη Στύμφαλο




Διαβάστε περισσότερα...

Τετάρτη 27 Μαρτίου 2013

Εριχθόνιος


Ο Εριχθόνιος ήταν βασιλιάς της Αθήνας. Βασίλεψε γύρω στα 1500 π.κ.χ. αφού εξόρισε από το θρόνο τον Αμφικτύονα. Σύμφωνα με τη μυθολογία ήταν μισός άνθρωπος και μισός φίδι. Ήταν αυτός που τοποθέτησε το ξύλινο άγαλμα της Αθηνάς σε ναό αφιερωμένο στη θεά (στους κλασικούς χρόνους φυλασσόταν στο Ερέχθειο) και ίδρυσε γιορτή προς τιμή της, τα Αθήναια. Αργότερα ο Θησέας όταν ένωσε όλους τις αθηναϊκές κοινότητες σε μία, μετονόμασε τη γιορτή σε Παναθήναια.

Υπάρχουν δύο εκδοχές για την καταγωγή του Εριχθόνιου. Η πρώτη τον θέλει γιο του θεού Ηφαίστου και της Ατθίδος, κόρης του βασιλιά της Αθήνας Κραναού, από την οποία πήρε το όνομα της η Αττική. Στη δεύτερη εκδοχή του μύθου μητέρα του ήταν η Γη και πατέρας του ο Ήφαιστος και γεννήθηκε με έναν περίεργο τρόπο. Λένε, πως τον καιρό που ο Ήφαιστος ήταν μόνος, γιατί τον είχε εγκαταλείψει η Αφροδίτη, μπήκε η Αθηνά στο εργαστήριό του, για να του ζητήσει να της φτιάξει νέα όπλα. Ο Ήφαιστος μόλις είδε την Αθηνά, ένιωσε δυνατή ερωτική επιθυμία και θέλησε να ενωθεί μαζί της. Η θεά, που αισθανόταν αποστροφή για την ερωτική πράξη, τον απέκρουσε κι έφυγε, ενώ εκείνος την ακολουθούσε με δυσκολία. Κάποια στιγμή την πρόφτασε. Η Αθηνά τον κτύπησε με το δόρυ της, αλλά το σπέρμα του Ήφαιστου έπεσε στο πόδι της. Τότε η θεά πήρε μια τούφα μαλλί, σκούπισε το πόδι της και το πέταξε στη Γη. Η Γη γονιμοποιήθηκε και γέννησε ένα αγόρι που το ονόμασαν Εριχθόνιο (από το έριο = μαλλί και χθων = γη). Μόλις γεννήθηκε το παιδί, το πήρε η Αθηνά να το μεγαλώσει, κρυφά όμως από τους άλλους θεούς. Του έσταξε στα μάτια δύο σταγόνες από το αίμα της Γοργώς. Η μια σταγόνα ήταν για να φέρνει το θάνατο στους εχθρούς του και η άλλη για να τον προφυλάει από τις αρρώστιες. Συγχρόνως του έδωσε και δυο φίδια να τον προστατεύουν. Πήρε τα δυο φίδια και μαζί με το μωρό τα έκλεισε σε ένα κιβώτιο, που αφού το σφράγισε καλά, το έδωσε στις τρεις κόρες του Κέκροπα, Έρση, Πάνδροσο και Άγλαυρο, με την εντολή να μην το ανοίξουν. Αυτές όμως, η Έρση και η Πάνδροσος, άνοιξαν το κιβώτιο. Μόλις αντίκρισαν το μωρό με τα φίδια τις κυρίεψε ένα είδος τρέλας που τις έκανε να πάνε να πέσουν από τα τείχη της Ακρόπολης. Μαθαίνοντας η Αθηνά τι έκαναν οι κόρες του Κέκροπα, πήρε το μωρό και το έκλεισε στο ναό, που αργότερα ονομάστηκε Ερεχθείο, όπου το ανάθρεψε με δική της φροντίδα.



Αργότερα ο Κέκροπας του έδωσε την εξουσία. Ή, σύμφωνα με ορισμένους συγγραφείς, ο Εριχθόνιος έδιωξε τον Αμφικτύονα, που βασίλευε στην Αθήνα. Ο ίδιος παντρεύτηκε μια Νύμφη Ναϊάδα, την Πραξιθέα (που έχει το ίδιο όνομα με τη γυναίκα του Ερεχθέα, του εγγονού του Εριχθόνιου). Απέκτησε ένα γιο, τον Πανδίονα, που τον διαδέχτηκε στο θρόνο της Αθήνας. Στον Εριχθόνιο αποδίδουν γενικά την εφεύρεση του τέθριππου άρματος, την εισαγωγή νομισμάτων στην Αττική, την οργάνωση των Παναθηναίων, της γιορτής της Αθηνάς επάνω στην Ακρόπολη. Μερικές από αυτές τις εφευρέσεις αποδίδονται επίσης στον εγγονό του, τον Ερεχθέα.





Διαβάστε περισσότερα...

Έχιδνα


Η Έχιδνα ήταν τερατόμορφη, η μισή ήταν φτερωτή γυναίκα με αστραφτερά μάτια κι η άλλη μισή ένα τεράστιο, φολιδωτό φίδι.

Ο Ησίοδος αναφέρει ότι γονείς της ήταν ο Φόρκυς και η Κητώ, ενώ άλλοι αναφέρουν πως γονείς της ήταν ο Τάρταρος και η Γαία ή η Στύγα ή ο Χρυσάορας και η Καλλιρρόη.

Ζούσε σε μια βαθιά σπηλιά κάτω από ένα βράχο στην Κιλικία, μακριά από θεούς και ανθρώπους. Στο σπήλαιο έμενε μαζί με τον εκατοντακέφαλο σύζυγό της Τυφώνα. Ήταν αγέραστη και αθάνατη και παράσερνε τα θύματά της σε κοιλώματα της γης όπου και τα καταβρόχθιζε ζωντανά.

Άλλοι την τοποθετούν στην Πελοπόννησο, όπου τη σκότωσε ο Άργος με τα εκατό μάτια, γιατί η Έχιδνα είχε τη συνήθεια να καταβροχθίζει τους περαστικούς.

Ήταν μητέρα "διάσημων" τεράτων. Είχε γεννήσει τον Κέρβερο, τον Όρθρο (φύλακας των κοπαδιών του Γηρυόνη), το Λιοντάρι της Νεμέας, τη Λερναία Ύδρα, τη Φαία της Κρομμυώνας και τη Σφίγγα της Θήβας. Της αποδίδουν επίσης τη Χίμαιρα, το δράκοντα της Κολχίδας, το φύλακα του χρυσόμαλλου δέρατος, το δράκοντα που φυλούσε τα χρυσά μήλα των Εσπερίδων και τον αετό του Προμηθέα.

Στις ελληνικές αποικίες του Εύξεινου Πόντου διηγούνταν την εξής παράδοση: Ο Ηρακλής κάποτε είχε φτάσει στη Σκυθία, κουρασμένος καθώς ήταν, έβαλε τα άλογα του να βοσκήσουν και αποκοιμήθηκε. Όταν ξύπνησε τα άλογά του είχαν εξαφανιστεί. Ενώ τα αναζητούσε πέρασε μπροστά από τη σπηλιά που ζούσε η Έχιδνα. Εκείνη του υποσχέθηκε να του δώσει πίσω τα άλογά του με τον όρο να μείνουν μαζί. Με τον Ηρακλή έκαναν τρία παιδιά, τον Αγάθυρσο, το Γελωνό (που έδωσε το όνομά του στην πόλη των Γελώνων) και το Σκύθη (που έδωσε το όνομά του στο λαό των Σκυθών).
Διαβάστε περισσότερα...

Κάμπη


Στην ελληνική μυθολογία με το όνομα Κάμπη (που σημαίνει «καμπυλωμένη») είναι γνωστό ένα τέρας ή δράκοντας του οποίου το μισό σώμα ήταν ανθρώπινο, ενώ το άλλο μισό ήταν σώμα φιδιού, με ουρά παρόμοια με την ουρά του σκορπιού. Επιπλέον, είχε και πενήντα κεφάλια. Ο Νόννος στα Διονυσιακά (18, 23-264) δίνει τη λεπτομερέστερη περιγραφή της Κάμπης. Ωστόσο, ως θηλυκό τέρας, έφερε και τον χαρακτηρισμό της Νύμφης: Ονομαζόταν Ταρταρίη Νύμφη, επειδή στάλθηκε από τον θεό Κρόνο να φυλάγει στον Τάρταρο τους Κύκλωπες και τους Εκατόγχειρες. Η Κάμπη σκοτώθηκε από τον Δία, όταν εκείνος ελευθέρωσε τους Κύκλωπες για να τον βοηθήσουν στην Τιτανομαχία (Βιβλιοθήκη Απολλοδώρου, Α΄ 2, 1).

Ο Fontenrose (1974) πιθανολογεί ότι για τον Νόννο η Κάμπη είναι ένα ανάλογο της βαβυλωνιακής θεάς της θάλασσας Τιαμάτ ή η `Εχιδνα με άλλο όνομα, αφού την αποκαλεί «Εχιδναία Ενυώ» και θηλυκό αντίστοιχο του Τυφώνος. Ο Ησύχιος ο Αλεξανδρεύς στο «Λεξικό» του (Κ 614) σημειώνει ότι ο Επίχαρμος είχε αποκαλέσει την Κάμπη «κήτος», δηλαδή θαλάσσιο τέρας.
Διαβάστε περισσότερα...

Λάδων


O Λάδων ήταν ακοίμητο φίδι - δράκοντας. Γονείς του, σύμφωνα με τον Hσίοδο, ήταν ο Φόρκυς και η Kητώ, (ο Φερεκύδης αναφέρει σαν γονείς του τον Tυφώνα και την Έχιδνα, ενώ ο Πείσανδρος αναφέρει ότι τον γέννησε μόνη της η Γαία).

O Λάδων είχε δύο κεφάλια ή τρία ή εκατό και διέθετε το χάρισμα της ανθρώπινης ομιλίας. Aναφέρεται μάλιστα ότι γνώριζε αρκετές γλώσσες. Aδέλφια του ήταν η Έχιδνα, οι Γραίες, οι Γοργόνες και η νύμφη Θόωσα.

H Ήρα του είχε αναθέσει τη φρούρηση της μηλιάς "των χρυσών μήλων των Eσπερίδων", που της είχε προσφέρει ως γαμήλιο δώρο η Γαία στο γάμο της με το Δία. O Hρακλής κατάφερε να τον σκοτώσει μετά από πάλη ή με ένα βέλος, αφού πρώτα τον είχε μεθύσει. O Δίας τον μεταμόρφωσε στον αστερισμό του Όφεως (άλλοι ισχυρίζονται ότι ο αστερισμός αυτός είναι ο όφις του Aσκληπιού ή το φίδι που φόνευσε ο Hρακλής όταν υπηρετούσε την Oμφάλη).


Διαβάστε περισσότερα...

Κυριακή 24 Μαρτίου 2013

Ταράξιππος


Ο Ταράξιππος σύμφωνα με την Ελληνική Μυθολογία ήταν Δαίμονας των αρχαίων που ενέδρευε κυρίως στους ιππoδρόμους και ειδικά στη σφενδόνη αυτών, στις καμπές, όπου τ΄ άρματα έκαναν στροφή. Πίστευαν οι αρχαίοι πως στους αγώνες ακριβώς στη κρίσιμη στιγμή της στροφής παρουσιαζόταν αιφνίδια ο Ταράξιππος, η εμφάνιση του οποίου, αν και αόρατη στους αρματοδρόμους, προκαλούσε το τρόμο των αλόγων με συνέπεια τη συντριβή των αρμάτων και τον όλεθρο των αγωνιζομένων. Για τον λόγο αυτό οι αρχαίοι ίδρυαν βωμούς από αναχώματα στα σημεία εκείνα των ιπποδρόμων προς τιμή του Ταράξιππου καθώς τελούνταν και ιδιαίτερες θυσίες από τους ηνιόχους.

Σύμφωνα με κάποιο μύθο, ο Ταράξιππος ήταν το πνεύμα του νεκρού Ολένιου από το ομώνυμο βουνό της Ήλιδας. Άλλοι λένε, ο νεκρός Δαμήον ήταν, ο γιος του Φλίου, που βοήθησε τον Ηρακλή στον πόλεμο εναντίον του Αυγεία και των Επειών και σκοτώθηκε μαζί με τα άλογά του από τον Κτέα, τον γιο του Άκτορα.

Ο Πέλοπας είχε χτίσει βωμό στον Ταράξιππο για να θυμίζει την ταραχή που προκάλεσε ο Μυρτίλος στα άλογα του Οινόμαου, γι αυτό και ένας άλλος μύθος ταυτίζει τον Ταράξιππο με τον νεκρό Οινόμαο.

Στην αρχαία Ολυμπία ως Ταράξιπποι θεωρούνταν τα πνεύματα των αδίκως φονευθέντων κατά τους ιππικούς αγώνες και γενικά όσοι έπεφταν από τους ίππους. Το ίδιο και στον Ισθμό της Κορίνθου όπου Ταράξιππος θεωρούταν το πνεύμα του Γλαύκου του γιου του Σισύφου που είχε σκοτωθεί σε ιππικούς αγώνες.

Βέβαια όλοι αυτοί οι μύθοι, κάτω από τη γοητεία της Ελληνικής Μυθολογίας, αναφέρονται στη αρχική παρατήρηση της φυγόκεντρης δύναμης όπου με την κατασκευή των αναχωμάτων (βωμούς) στις στροφές των ιπποδρόμων και της προσοχής αναβατών και ηνιόχων επ΄ αυτών, έπαυαν πλέον τα άρματα να εξέρχονται ή να συγκρούονται μεταξύ τους, προς χάριν πλέον της γνώσης αυτής, (του Ταράξιππου).
Διαβάστε περισσότερα...

Αιγιπάν


Ο Αιγιπάν ήταν ένας από τους τραγοπόδαρους θεούς που ήταν γνωστοί ως Πάνες. Ήταν γιος του Δία και της Αίγας, συζύγου του Πάνα και ονομάστηκε έτσι από την ένωση των ονομάτων της Αίγας και του Πάνα.

Το πάνω μέρος του σώματος του ήταν ανθρώπινο και το άλλο μισό ήταν κατσίκας.

Κάποτε ο Δίας είχε αιχμαλωτιστεί από τον Τυφώνα. Ο Τυφώνας είχε αφαιρέσει από το Δία τα νεύρα των χεριών και των ποδιών και τα είχε κρύψει μέσα σε δέρμα αρκούδας στο Κωρύκειο Άντρο της Κιλικίας και είχε αναθέσει τη φύλαξή τους στην αδελφή του Δελφύνη. Από εκεί τα έκλεψαν ο Αιγίπαν και ο Ερμής, τα προσάρμοσαν πάλι στο Δία που ανέκτησε τις δυνάμεις του και νίκησε τον Τυφώνα. Ο Δίας από ευγνωμοσύνη μετέβαλε σε αστερισμό τον Αιγίπανα, με το όνομα Αιγόκερω.

Με τον Αιγίπανα ταυτίζεται ο θεός των Λατίνων Σιλβάνος ο οποίος ήταν προστάτης 


Διαβάστε περισσότερα...

Άργος ο Πανόπτης


Στην ελληνική μυθολογία ο Άργος ο Πανόπτης ήταν τερατόμορφος γίγαντας, απόγονος (όχι όμως ο γιος) του ομώνυμου ιδρυτή του Άργους, γιος του Ινάχου ή του Αγήνορα ή του Αρέστορα και της κόρης του Ασωπού ή του Ινάχου Ισμήνης. Θρυλικός φρουρός της ερωμένης του Δία Ιούς, την οποία ο Δίας είχε μεταμορφώσει σε αγελάδα για να αποφύγει τις σκηνές ζηλοτυπίας της Ήρας (κατ' άλλους η μεταμόρφωση έγινε από τη ζηλιάρα Ήρα), ο Άργος αυτός ανήκει στα ισχυρότερα και φοβερότερα τέρατα της ελληνικής μυθολογίας: ήταν γνωστός ως πανόπτης ή μυριωπός γιατί είχε εκατό μάτια διάσπαρτα σε όλο του το σώμα (σύμφωνα με άλλη εκδοχή όμως, μόνο τρία ή 4). Υποτίθεται, έτσι, ότι μόνο μερικά από τα μάτια «κοιμούνταν» σε κάθε στιγμή, ενώ πάντα θα υπήρχαν κάποια που θα έμεναν ανοικτά. Σε αγγειογραφίες εμφανίζεται ως διπρόσωπος και με σώμα γεμάτο από μάτια.


Ο Άργος ήταν υπηρέτης της Ήρας και φρουρούσε την Ιώ μετά από εντολή της. Η μεγαλύτερη υπηρεσία του στους ολύμπιους θεούς ήταν η σφαγή του χθόνιου ερπετόμορφου τέρατος, της Έχιδνας, καθώς αυτή κοιμόταν στη σπηλιά της. Τον Άργο τον σκότωσε, εκτελώντας διαταγή του Δία, ο θεός Ερμής με πέτρα ή ξίφος ή δηλητήριο, αφού πρώτα, μεταμφιεσμένος σε βοσκό, τον αποκοίμησε με τη μουσική του. Η Ήρα, για να τιμήσει τον άγρυπνο φύλακα, διατήρησε για πάντα τα εκατό του μάτια στην ουρά των παγωνιών, των ιερών της πουλιών. Ο θάνατος του Άργου ελευθέρωσε την Ιώ, που άρχισε να τρέχει σε όλη τη γη κεντριζόμενη από μια αλογόμυγα που της έστειλε η Ήρα.
Διαβάστε περισσότερα...

Αρίωνας ίππος


Αρίωνας ίππος ή Αρείωνας. Μυθικός ίππος με μαύρη ή ξανθή χαίτη που φημίζοταν ως ταχύτερος του ανέμου. Ο ίππος αυτός είχε το ένα από τα πόδια του ανθρώπινο και ενίοτε φωνή ανθρώπου. Κατά τις μυθολογικές παραδόσεις φέρεται ως γιος του Ποσειδώνα, και της Δήμητρας ή Ερινύας. Η θεά Δήμητρα, λυπημένη από την απώλεια της Περσεφόνης και προσπαθώντας να ξεφύγει από την ερωτική προσέγγιση του Ποσειδώνα, μεταμορφώθηκε σε φοράδα. Ο Ποσειδώνας, καταλαβαίνοντας την μεταμόρφωσή της, πήρε τη μορφή επιβήτορα και κατόρθωσε να ξευγαρώσει μαζί της. Εκτός από τον Αρίωνα, από τούτη την ένωση γεννήθηκε και μία κόρη, πιθανώς η νύμφη Δέσποινα, που αποκαλυπτόταν μόνον στους μυημένους των Ελευσινίων.

Κατ΄ άλλη εκδοχή ο Αρίων ήταν γιος του Ζέφυρου και μίας από τις Άρπυιες και ανατράφηκε από τις Νηρηΐδες Νύμφες. Ως τόπος γέννησής του θεωρούνταν η Θέλπουσα της Αρκαδίας που απεικονίζεται σε νομίσματα και αγγεία της πόλης αυτής. Σύμφωνα με μια άλλη παράδοση γεννήθηκε στην Αττική, τη στιγμή που ο Ποσειδώνας κτυπούσε το βράχο με την τρίαινά του.

Τον Αρίωνα ίππο χρησιμοποίησε πρώτος ο Ποσειδώνας τον οποίο αργότερα δώρησε στον μυθικό ήρωα της Αλιάρτου τον Κοπρέα. Ο Κοπρέας με τη σειρά του τον δώρησε στον Ηρακλή που τον χρησιμοποίησε σε ιπποδρομίες στις Παγασσές όπου εκεί νίκησε τον Κύκνο. Άλλη εκδοχή αναφέρει ότι ο Αρίωνας ίππος ανήκε στον Αρκάδα Όγκο απ' όπου τον παρέλαβε ο Ηρακλής, όταν πολεμούσε εναντίον των Ηλείων. Τέλος από τον Ηρακλή τον παρέλαβε ο Άδραστος που χάρις στη ταχύτητά του σώθηκε κατά την εκστρατεία των Επτά κατά των Θηβών φέρνοντάς τον πίσω στην Αθήνα.

Ο μυθικός Αρίωνας ίππος στην Ελληνική μυθολογία αποτέλεσε την ιδεατή ανθρώπινη ανάγκη αλλά και την αξία της γρήγορης λήθης επί παντός οδυνηρού συμβάντος, προκειμένου ο άνθρωπος να συνεχίζει να είναι δημιουργικός.
Διαβάστε περισσότερα...

Γηρυόνης


Στην ελληνική μυθολογία ο Γηρυόνης (από το ρήμα γηρύω = φωνάζω, σκούζω) ήταν ένας τρισώματος ή τρικέφαλος γίγαντας, γιος του Χρυσάορα ή του θεού Ποσειδώνα και της Καλλιρρόης, κόρης του Ωκεανού. Και στις δύο εκδοχές, είναι εγγονός της Μέδουσας Γοργώς. Είναι επίσης γνωστός με τα ονόματα Γηρυονέας, Γηρυονεύς και Γηρυών.

Ο Γηρυόνης κατοικούσε στη νήσο Ερύθεια, στην ομιχλώδη Δύση, στα πέρατα του Ωκεανού. Είχε πλούσια κοπάδια βοδιών, που τα έβοσκε ο Ευρυτίων και ο δικέφαλος σκύλος Όρθρος ή Όρθος, κοντά στο μέρος όπου ο Μενοίτιος έβοσκε τα κοπάδια του Άδη. Με διαταγή του Ευρυσθέα ο Ηρακλής ήρθε στην Ερύθεια για να πάρει τα βόδια του Γηρυόνη στον ομώνυμο άθλο του, τον δέκατο κατά σειρά. Ο Ηρακλής σκότωσε τελικά τότε και τον Γηρυόνη, κοντά στον ποταμό Ανθεμούντα, όπου συναντήθηκαν και αναμετρήθηκαν.

Οι αρχαίοι προσπάθησαν να ερμηνεύσουν ποικιλότροπα τον μύθο του τρισώματου Γηρυόνη, λέγοντας ότι στην πραγματικότητα ήταν οι τρεις γιοί του Χρυσάορα, που εξεστράτευσαν κατά του Ηρακλή, είτε ότι ο Γηρυόνης εκφράζει τις τρεις χρονικές κατηγορίες (παρελθόν - παρόν - μέλλον). Επιστημονικότερος, ο Θουκυδίδης ερμηνεύει τον μύθο ως ανάμνηση της παλαιότερης εποχής, οπότε οι ληστείες ήταν συχνές, αλλά δεν θεωρούνταν επίμεμπτη πράξη. Ο Παλαίφατος, στο βιβλίο του "Περί Απίστων", αναφέρει πως ο Γηρυόνης καταγόταν από την πόλη Τρικαρηνία (κάρα = κρανίο)κι έτσι από παρανόηση, όταν αναφέρονταν στον Γηρυόνη τον Τρικαρήνο, νόμιζαν πως είχε τρία κεφάλια.

Η πάλη του Ηρακλή με τον Γηρυόνη απεικονιζόταν κατά τον Παυσανία στη Λάρνακα του Κυψέλου στην Ολυμπία. Επίσης, η πάλη αυτή παριστανόταν στη μετόπη του «θησαυρού» των Αθηναίων στους Δελφούς, στη μετόπη του ναού του Δία στην Ολυμπία, στις δύο μετόπες του ναού του Ηφαίστου στην Αθήνα (το γνωστό «Θησείο»), σε πολλά αρχαϊκά αγγεία, ιδίως χαλκιδικά, καθώς και σε αττικά μελανόμορφα και ερυθρόμορφα αγγεία. Από τα μελανόμορφα το πιο αξιόλογο θεωρείται ο αμφορέας του Εξηκία (σήμερα στο Λούβρο), ενώ από τα ερυθρόμορφα η κύλικα του Ευφρονίου

Ο Στησίχορος έγραψε ένα άσμα για τον Γηρυόνη, το «Γηρυονηίς», σπαράγματα του οποίου διασώθηκαν στον Πάπυρο της Οξυρρύγχου.

Ο Γηρυόνης ταυτοποιείται μερικές φορές ως χθόνιος δαίμονας του θανάτου, κυρίως εξαιτίας του συνειρμού με την ακραία δυτική κατεύθυνση. Στη «Θεία Κωμωδία» του Δάντη, ο Γηρυόνης εμφανίζεται ως φτερωτό θηρίο με ουρά σκορπιού αλλά με το πρόσωπο ενός τίμιου ανθρώπου, να κατοικεί στην πλαγιά ανάμεσα στον έβδομο και τον όγδοο κύκλο της Κολάσεως (οι κύκλοι της βίας και της απάτης, αντιστοίχως).




Διαβάστε περισσότερα...

Παρασκευή 22 Μαρτίου 2013

Η Σκύλλα και η Χάρυβδη


Η Σκύλλα και η Χάρυβδη ήταν δυο φοβερά τέρατα της θάλασσας. Οι ναυτικοί που κινδύνευαν στα ταξίδια τους από τα απειλητικά κύματα και τις θύελλες, έπλαθαν με τη φαντασία τους μυθικές μορφές, που λυσσομανούσαν και προσπαθούσαν αγριεμένες να τους καταστρέψουν. Έτσι γεννήθηκαν τα δυο τρομακτικά αυτά τέρατα. Οι θαλασσινοί έβαζαν με το νου τους πως δεν επρόκειτο απλώς για δυνατό άνεμο και για θεόρατα κύματα. Πίστευαν ότι κάτι περισσότερο κρύβεται πίσω απ' όλα αυτά, κάποιο πλάσμα κακό στην ψυχή και τρομερό στην όψη, που γύρευε το χαμό τους· αυτό προκαλούσε όλη τη φοβερή αναταραχή και η κακοκαιρία δεν ήταν τυχαία.

Έλεγαν πως η Σκύλλα και η Χάρυβδη βρίσκονταν η μια απέναντι από την άλλη, σ' ένα στενό θαλάσσιο πέρασμα που, σύμφωνα με τον Όμηρο, ονομαζόταν Πλαγκτές Πέτρες. Το πέρασμα αυτό ήταν εντελώς αδύνατο να το διασχίσει κανείς, λόγω της φοβερής κατάστασης που επικρατούσε εκεί από την παρουσία των δυο τεράτων· ούτε πουλί πετούμενο δε γλίτωνε, αν τολμούσε να το περάσει. Εκεί υπήρχαν πολλά απότομα βράχια, πολύ ψηλά και το κύμα έσκαγε πάνω τους με φοβερό θόρυβο. Το στενό αυτό το τοποθετούσαν σε διάφορα σημεία. Άλλοι έλεγαν πως ήταν ο Βόσπορος, άλλοι στο ακρωτήριο Ταίναρο κι άλλοι κοντά στα Κανάρια νησιά, εκτός Μεσογείου, δηλαδή. Οι πιο πολλοί πίστευαν πως η Σκύλλα και η Χάρυβδη κατοικούσαν στο στενό της Μεσσήνης, ανάμεσα στην Ιταλία και τη Σικελία.

Τα δυο τέρατα ήταν εγκαταστημένα σε δυο σκοπέλους. Ο ένας ήταν τόσο ψηλός, που η κορυφή του χανόταν στον ουρανό και ήταν πάντα σκεπασμένη με πυκνά μαύρα σύννεφα. Τα σύννεφα δε διαλύονταν ούτε όταν ο καιρός ήταν καλός. Όλος ο βράχος ήταν πάρα πολύ λείος, τόσο ώστε έμοιαζε σαν κάποιος να τον είχε τρίψει, για να γυαλίζει. Ήταν χαμένος κόπος να προσπαθήσει κάποιος να σκαρφαλώσει πάνω του. Στη μέση του υπήρχε μια βαθιά σπηλιά, τόσο βαθιά, που ούτε το βέλος ενός τοξότη δε θα έφτανε στο τέλος της, όπως λέει ο Όμηρος. Εκεί έμενε η φοβερή Σκύλλα. Προς τα δυτικά, η σπηλιά άνοιγε προς τη μεριά του αδιαπέραστου σκοταδιού, του Ερέβους. Όταν κανείς πλησίαζε, άκουγε τη Σκύλλα να ουρλιάζει συνεχώς, βγάζοντας μια κραυγή που έμοιαζε με κλαψουρίσματα νεαρού λιονταριού.

Η Σκύλλα ήταν κρυμμένη μέχρι τη μέση της μέσα στο βάραθρο της σπηλιάς. Είχε δώδεκα παραμορφωμένα ποδάρια, που υψώνονταν στον αέρα κι έξι πάρα πολύ μακρείς λαιμούς. Τα έξι κεφάλια της ήταν φριχτά, με τρία σαγόνια το καθένα· δηλαδή το κάθε στόμα της είχε τρεις σειρές δόντια, που στάζανε δηλητήριο. Από τη σπηλιά πρόβαλλαν τα κεφάλια της, που βουτούσαν ολόγυρα στο βράχο και μέσα στο νερό. Άρπαζαν τα μεγάλα κήτη της θάλασσας, δελφίνια, σκυλόψαρα, φώκιες και τα καταβρόχθιζαν με μανία. Έτρωγαν όμως και ανθρώπους, αν κάποιο καράβι τολμούσε να διασχίσει το στενό.

Η Σκύλλα άρπαζε τόσους κωπηλάτες, όσα ήταν και τα φοβερά της στόματα. Γονείς της Σκύλλας ήταν, σύμφωνα με μια παράδοση, ο Φόρκης και η Κητώ, η οποία είχε γονείς της τον Πόντο και τη Γαία. Παιδιά τους ήταν επίσης και άλλα θαλάσσια τέρατα, όπως η Έχιδνα, οι Σειρήνες και η Θόωσσα, που συμβόλιζε τη μανιασμένη θάλασσα. Άλλοι, πάλι, έλεγαν πως γονείς της Σκύλλας ήταν ο Φόρβας και η Εκάτη ή ο Φόρκης και η Εκάτη. Η Εκάτη ήταν κόρη του Δία, συνδεόταν όμως πιο πολύ με τους ανθρώπους, παρά με τους θεούς. Το βασίλειό της ήταν η θάλασσα κι όταν δεν τριγυρνούσε, έμενε στη Σπηλιά της, όπως ακριβώς η κόρη της, η Σκύλλα.

Την Εκάτη την ονόμαζαν αλλιώς και Λάμια και ήταν μια όμορφη βασίλισσα στη Λιβύη, ευνοούμενη του Δία. Η Ήρα, για να την εκδικηθεί, τη μεταμόρφωσε σε απαίσιο τέρας, κι εκείνη γέννησε αργότερα τη Σκύλλα. Τέλος, μια άλλη παράδοση θεωρεί γονείς της τον Τυφωέα και την Έχιδνα. Η Χάρυβδη κατοικούσε στην απέναντι μεριά, όπου υπήρχε ένας δεύτερος σκόπελος, αλλά με μικρότερο ύψος. Πάνω του είχε φυτρώσει μια αγριοσυκιά και κάτω από το φύλλωμά της καθόταν το τέρας, που από το στόμα του ξερνούσε μαύρο νερό. Η Χάρυβδη μπορούσε να μετατρέπει το στενό πέρασμα σε μια τεράστια ρουφήχτρα· τρεις φορές τη μέρα ρουφούσε το νερό και τρεις φορές το ξανάβγαζε με φοβερή ταχύτητα. Έτσι, αν τύχαινε και βρισκόταν κανείς κοντά τις στιγμές που το ρουφούσε, δεν είχε ελπίδες να γλιτώσει. Ούτε καν ο ίδιος ο Ποσειδώνας δεν μπορούσε να επέμβει και να βοηθήσει τους προστατευόμενους του.

Λίγοι μόνο ήρωες είχαν καταφέρει να ξεφύγουν από τα επικίνδυνα τέρατα. Ο Ιάσονας με το καράβι του, την Αργώ, είχε διασχίσει το πέρασμα με επιτυχία, χάρη όμως στην προσωπική φροντίδα και επίβλεψη της θεάς Ήρας. Η Αργώ έπλεε στα νερά, περικυκλωμένη από Νηρηίδες, που την προστάτευαν, ενώ πλοηγός τους ήταν η ίδια η Θέτιδα. Ο άντρας της, ο Πηλέας, ήταν ανάμεσα στο πλήρωμα, τους λεγόμενους Αργοναύτες, κι εκείνη του έδινε συνεχώς οδηγίες για το τι έπρεπε να κάνει την κάθε στιγμή.Για τον Αινεία έλεγαν ότι είχε προτιμήσει να αποφύγει το στενό και να κάνει το γύρο της Σικελίας, ώστε να μην εκτεθεί καθόλου στον κίνδυνο. Τη συμβουλή αυτή του την είχε δώσει ένας Τρώας, προικισμένος με μαντικές ικανότητες, ο Έλενος. Έμελλε αργότερα, πάντως, ν' αντικρίσει την απαίσια όψη τους, όταν θα περνούσε τις πύλες του Άδη.Ο Ηρακλής, ατρόμητος όπως πάντα, δε δίστασε ούτε στιγμή ν' αναμετρηθεί μαζί τους, όταν βρέθηκε στην περιοχή. Μετέφερε τα βόδια του Γηρυόνη και η λαίμαργη Σκύλλα του άρπαξε ένα. Τότε όρμησε γεμάτος οργή και την έκανε κομμάτια. Ο Φόρκης, ο πατέρας της, έτρεξε τότε να την ξαναφέρει στη ζωή· έκαψε πρώτα το λείψανο και κατόπιν το έβρασε κι εκείνη ξαναζωντάνεψε. Γι' αυτό και η Σκύλλα δε φοβόταν τη θεά του Κάτω Κόσμου, την Περσεφόνη, αφού πέρασε από το θάνατο και τελικά γλίτωσε.

Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, ο Φόρκης ξανακόλλησε τα κομμάτια της Σκύλλας με αναμμένα δαυλιά.

Ο πολυμήχανος Οδυσσέας χρειάστηκε, επίσης, να περάσει ανάμεσά τους, όταν άφησε πίσω του το νησί της Κίρκης. Εκείνη είχε φροντίσει, πριν την αναχώρησή του, να του δώσει οδηγίες και συμβουλές για να ξεπεράσει τα εμπόδια στο θαλασσινό ταξίδι του. Έτσι, ο Οδυσσέας πέρασε πρώτα από τις Σειρήνες, έπειτα από τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη και τέλος έφτασε στο νησί του Ήλιου, όπου έβοσκαν τα κοπάδια του Απόλλωνα. Αφού γλίτωσε από τις Σειρήνες, έπρεπε ν' αντιμετωπίσει τα δυο φριχτά τέρατα. Η Κίρκη, έχοντας υπόψη της ότι η Χάρυβδη είναι πάρα πολύ επικίνδυνη, κυρίως όταν ρουφά το νερό, ορμήνεψε τον Οδυσσέα να περάσει πιο κοντά στη Σκύλλα, έστω κι αν θα κινδύνευε να χάσει έξι άνδρες του, που θα τους άρπαζε το τέρας. Αυτό θα ήταν προτιμότερο, παρά να χαθεί ολόκληρο το καράβι στη φοβερή ρουφήχτρα της Χάρυβδης. Ο Οδυσσέας ρώτησε μήπως θα μπορούσε να πολεμήσει ο ίδιος τη Σκύλλα, βγαίνοντας αρματωμένος στην πλώρη και να υπερασπιστεί μ' αυτόν τον τρόπο το πλήρωμά του. Η Κίρκη απάντησε πως τίποτε δε θα κατάφερνε. Έκρινε πως θα ήταν καλύτερα να επικαλεστεί ο ήρωας εκείνη την ώρα το όνομα της Κραταιίδας, που, σύμφωνα με μια παράδοση, ήταν μητέρα της Σκύλλας, οπότε το θεριό θα μέρωνε. Αυτή θα ήταν η μοναδική λύση, ώστε να μην προφτάσει ν' αρπάξει κι άλλους έξι άνδρες από το πλοίο.

Όταν ο Οδυσσέας έφτασε στις Πλαγκτές Πέτρες, είχε καλά στο μυαλό του τις οδηγίες της Κίρκης. Οι άνδρες του πανικοβλήθηκαν από την αναταραχή που επικρατούσε μπροστά τους· την αδιάκοπη κίνηση του νερού, το φοβερό θόρυβο, τα κύματα και τους καπνούς. Η Χάρυβδη ρουφούσε και ξερνούσε το νερό και η θάλασσα θύμιζε ένα μεγάλο καζάνι, που έβραζε πάνω σε δυνατή φωτιά. Αχνοί σκέπαζαν τα πάντα γύρω. Από το φοβερό θέαμα τα κουπιά τους έπεσαν από τα χέρια. Ο Οδυσσέας προσπάθησε να τους δώσει θάρρος και κουράγιο και τους φώναξε να ξεμακρύνουν όσο μπορούσαν από τη Χάρυβδη. Δεν τους αποκάλυψε, όμως, τα όσα του είχε πει η Κίρκη για τη Σκύλλα και για τις έξι ζωές που έπρεπε να θυσιαστούν ώστε να σωθεί το υπόλοιπο πλήρωμα. Αν το έκανε αυτό, όλοι θα παρέλυαν εντελώς από τον τρόμο, τα πράγματα θα ξέφευγαν από κάθε έλεγχο και το καράβι θα χανόταν άδικα. Ο ίδιος ο Οδυσσέας αποφάσισε τελικά να σταθεί αρματωμένος στην πλώρη και να μην ακούσει τα λόγια της Κίρκης. Δεν κατάφερε όμως τίποτα, γιατί μέσα στην αναταραχή δεν μπορούσε να διακρίνει καθαρά τι γινόταν. Το μόνο που κατόρθωσε να δει ήταν ένα φοβερό θέαμα: έξι από τους πιο αντρειωμένους άνδρες του, να τους έχει αρπάξει το θεριό. Τους κρατούσε στον αέρα, όπως ο ψαράς που τραβά με την πετονιά του έξω από το νερό τα ψάρια που τσίμπησαν το δόλωμα. Ο Οδυσσέας άκουγε τις κραυγές τους· φώναζαν το όνομά του και τον καλούσαν σε βοήθεια. Τους έβλεπε να κουνούν τα χέρια και τα πόδια τους απεγνωσμένα, ώσπου χάθηκαν, χωρίς ο ίδιος να μπορεί να κάνει το παραμικρό για να τους σώσει.

Ευτυχώς, το πλοίο του Οδυσσέα πρόλαβε κι απομακρύνθηκε εγκαίρως από το επικίνδυνο πέρασμα χωρίς να χαθούν κι άλλα μέλη του πληρώματος. Κάποια στιγμή έφτασαν στο νησί του Ήλιου, όπως τους είχε ήδη πει η Κίρκη. Η μάγισσα τους είχε επίσης προειδοποιήσει πως δεν έπρεπε σε καμιά περίπτωση να πειράξουν τα βόδια που έβοσκαν εκεί, γιατί ανήκαν στον Απόλλωνα· αν ο θεός το μάθαινε, η οργή του θα ήταν μεγάλη και η τιμωρία τους φοβερή. Οι σύντροφοι του Οδυσσέα όμως, ταλαιπωρημένοι και πεινασμένοι έπειτα από τόσες περιπέτειες, δεν άντεξαν. Παρόλο που δεν είχαν ξεχάσει τις συμβουλές της Κίρκης, έσφαξαν κι έφαγαν τα ζώα του θεού. Ο Απόλλωνας δεν άργησε να το πληροφορηθεί και μανιασμένος εκδικήθηκε τους υπαίτιους· χτύπησε το πλοίο του Οδυσσέα στη μέση του πελάγους και σκότωσε όλους τους συντρόφους του για την ασέβειά τους. Ζωντανός έμεινε μόνο ο Οδυσσέας, τον οποίο η θάλασσα έσπρωξε και πάλι προς τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη. Εκείνη την ώρα η Χάρυβδη ρουφούσε τα νερά με φοβερή δύναμη. Μόλις που πρόλαβε ο Οδυσσέας να πιαστεί από ένα κλαδί της αγριοσυκιάς και κρεμόταν ώρες ολόκληρες απ' αυτό, σαν νυχτερίδα. Δεν μπορούσε ν' ανεβεί προς τα μέσα, προς τον κορμό του δέντρου, για να στηριχτεί καλύτερα, γιατί ήταν πιασμένος από την άκρη ενός μεγάλου κλαδιού, μακριά από τις ρίζες. Ούτε και να στηρίξει πουθενά τα πόδια του έβρισκε. Έτσι έμεινε να αιωρείται, μέχρι που η Χάρυβδη ξανάβγαλε το νερό από το φοβερό της στόμα. Μαζί με το νερό βγήκαν και τ' απομεινάρια του τσακισμένου καραβιού. Ο Οδυσσέας άφησε τότε τα χέρια του και πήδηξε πάνω σ' ένα σανίδι. Γραπώθηκε απ' αυτό και ταξιδεύοντας μ' αυτόν τον τρόπο έφτασε στο νησί της Καλυψώς, την Ωγυγία.

Ο μύθος της Σκύλλας και της Χάρυβδης δημιουργήθηκε από τη φαντασία και τις διηγήσεις των ναυτικών, που πίστευαν ότι τα φοβερά καιρικά φαινόμενα οφείλονταν στην ύπαρξη δυο φρικτών τεράτων. Με τον καιρό προέκυψαν και διάφορες ιστορίες σχετικά με την αρχική καταγωγή και τη μετέπειτα μεταμόρφωσή τους. Οι άνθρωποι, δηλαδή, όσο περνούσαν τα χρόνια προσπαθούσαν να εξηγήσουν πώς γεννήθηκαν· φαντάζονταν πως στην αρχή ήταν πλάσματα της στεριάς και κατά τη διάρκεια της ζωής τους, για κάποιο λόγο, μεταμορφώθηκαν. Έπειτα έγιναν μόνιμοι κάτοικοι του υγρού στοιχείου.

Υπάρχουν διάφορες εκδοχές για την ιστορία των δυο τεράτων. Η Σκύλλα ήταν αρχικά μια όμορφη κόρη του πελάγους, που ο Γλαύκος ερωτεύθηκε παράφορα. Εκείνη όμως δεν ανταποκρίθηκε στην αγάπη του. Η Κίρκη, που αγαπούσε τον Γλαύκο, ζήλεψε και θέλησε να την εκδικηθεί· φαρμάκωσε με μάγια το νερό, όπου η κόρη θα έπαιρνε το μπάνιο της και τη μεταμόρφωσε σε απαίσιο τέρας. Άλλοι πίστευαν πως δεν ήταν η ζήλια της Κίρκης, αλλά της Αμφιτρίτης, που την κατέστρεψε και τη μεταμόρφωσε δηλητηριάζοντας το λουτρό της με βότανα. Αιτία ήταν ότι την όμορφη Σκύλλα την είχε ερωτευτεί ο Ποσειδώνας. Τέλος, μια τρίτη εκδοχή αφηγείται ότι την είχε ερωτευθεί και ο Τρίτωνας, ως αντίζηλος του Ποσειδώνα. Για να την ευχαριστήσει, της πήγε κοχύλια και μικρές αλκυόνες μαζί με τη μητέρα τους, ως δώρο.

Τα πουλάκια ήταν όμως τόσο μικρά σε ηλικία, που είχαν χνούδι αντί για φτερά. Έτσι η Σκύλλα, όταν τα αντίκρισε, λυπήθηκε αντί να χαρεί, γιατί ένιωσε την πίκρα της μάνας τους, που ήταν δακρυσμένη. Ο Τρίτωνας μόλις κατάλαβε ότι δε θα μπορούσε να κατακτήσει την όμορφη κόρη ο ίδιος, αποφάσισε να την κάνει τέρας και έβαλε εκείνος την Κίρκη να χρησιμοποιήσει τα μάγια της. Από τότε η Σκύλλα προσωποποιεί τον τρόμο που εμπνέουν οι καρχαρίες και οι κίνδυνοι της θάλασσας.

Πολύ συχνά τη Σκύλλα τη φαντάζονταν και με ένα δεύτερο τρόπο, εκτός από τέρας της θάλασσας. Πίστευαν ότι ήταν και θαλάσσια θεά, που είχε μορφή γυναίκας μέχρι τη μέση, σκύλας μέχρι τους γοφούς και ψαριού από κει και κάτω. Φαντάζονταν ότι περιπλανιόταν στις θάλασσες, κάποτε με τη συνοδεία αλυχτισμάτων σκυλιών. Άλλοτε πάλι την απεικόνιζαν φτερωτή, γιατί πίστευαν ότι βασίλευε όχι μόνο στη θάλασσα, αλλά και στον αέρα.

Όσο για τη Χάρυβδη, έλεγαν πως ήταν κόρη του Ποσειδώνα και της Γαίας. Ήταν πάρα πολύ λαίμαργη, τόσο που έκλεψε ένα από τα βόδια του Ηρακλή και το έφαγε. Εκείνος, αηδιασμένος από την αδηφαγία της, την κατακεραύνωσε και έπειτα την γκρέμισε στα βάθη της θάλασσας. Από τότε έγινε θαλάσσιο τέρας, που τρώει ό,τι βρίσκει μπροστά του.

Πηγή: ellas.pblogs.gr

Διαβάστε περισσότερα...

Έμπουσα


H Έμπουσα (αυτή που εισχωρεί) ήταν δαιμονικό θηλυκό τέρας κι ανήκε στο χθόνιο λατρευτικό κύκλο της θεάς του Κάτω Κόσμου Εκάτης. Είχε κάποιες ομοιότητες με τη Λάμια.

Ήταν μονοπόδαρη, φορούσε χάλκινο σανδάλι (χάλκινα σανδάλια φορούσε κι η Eκάτη) κι είχε καπούλια γαϊδάρου. Τις νύχτες εγκατέλειπε τον Κάτω Κόσμο κι ανέβαινε στον κόσμο των ζωντανών. Μπορούσε να πάρει κάθε είδους μορφή κι εμφανιζόταν στις γυναίκες και στα παιδιά για να προκαλέσει τον τρόμο. Άλλες φορές το πρόσωπό της φωτιζόταν σαν να είχε πάρει φωτιά και μεταμορφωνόταν σε σκύλα (όπως κι η Εκάτη), σε αγελάδα ή σε όμορφη κοπέλα κι έστηνε καρτέρι στις ερημιές. Αποπλανούσε τους ταξιδιώτες, τους έπινε το αίμα και τους έτρωγε τις σάρκες. O μόνος τρόπος άμυνας των ταξιδιωτών ήταν να εκστομούν εναντίον της βωμολοχίες.
Διαβάστε περισσότερα...

Λάμια


Η Λάμια ήταν μυθικό τέρας στην υπηρεσία της Εκάτης. Από τη μέση κι επάνω ήταν όμορφη γυναίκα και από τη μέση και κάτω ήταν ερπετό.

Η Λάμια ήταν κόρη του Βήλου και της Λιβύης κι επειδή ήταν πολύ όμορφη αγαπήθηκε από το Δία. Ο έρωτας αυτός προκάλεσε την οργή της Ήρας. Η θεά σκότωσε όλα τα παιδιά της Λάμιας εκτός από τη Σκύλλα ή σύμφωνα με άλλη εκδοχή την καταδίκασε να γεννά τα παιδιά της νεκρά, της αφαίρεσε τον ύπνο και τη μεταμόρφωσε σε τέρας.

Η Λάμια, επειδή έχασε τα δικά της παιδιά, ζήλευε τις άλλες μανάδες και κατασπάραζε τα παιδιά τους. Έτσι οι άνθρωποι της απέδιδαν τους αιφνίδιους θανάτους των βρεφών και πίστευαν πως αν την έπιαναν και της άνοιγαν την κοιλιά θα απελευθέρωναν από μέσα της όλα τα παιδιά που είχε καταπιεί.

Ο Δίας της χάρισε την ικανότητα να αφαιρεί τα μάτια της και να τα ξαναβάζει στη θέση τους έτσι ώστε να καταφέρει να σωθεί από το μαρτύριο της αϋπνίας που της είχε επιβάλει η Ήρα.

Παραδόσεις του 3ου μ.κ.χ. αναφέρουν ότι η Λάμια σύχναζε στις ερημιές όπου σαγήνευε τους νεαρούς ταξιδιώτες με έναν σαγηνευτικό, συριστικό ήχο και στη συνέχεια αφού τους αποπλανούσε τους ρουφούσε το αίμα και τους έτρωγε τα εντόσθια, όπως έκανε και η Έμπουσα.

Στις παραδόσεις των Δελφών αναφέρεται μια άλλη Λάμια, θεότητα των πηγών. Σύμφωνα με αυτούς τους μύθους η Λάμια ή Σύβαρις ήταν ένα πελώριο θηρίο που έμενε μέσα σε ένα σπήλαιο κοντά στην Κρίσσα της Φωκίδας και άρπαζε ανθρώπους και ζώα. Έπειτα από χρησμό, η πόλη των Δελφών, αποφάσισε να προσφέρει ένα νέο προς εξιλέωση του θηρίου. Μετά από κλήρωση ορίστηκε να θυσιαστεί ο Αλκυωνεύς, τον οποίο όμως αντικατέστησε με τη θέλησή του ο Ευρύβατος. Όταν ο Ευρύβατος μπήκε μέσα στο σπήλαιο άρπαξε τη Λάμια και την πέταξε μακριά στους βράχους, όπου και τσακίστηκε. Στο σημείο εκείνο ανάβλυσε μια πηγή που ονομάστηκε Σύβαρις.
Διαβάστε περισσότερα...

Γραίες


Οι Γραίες ή Φορκύδαι ήταν μυθικά όντα της ελληνικής μυθολογίας. Ήταν δύο (κατά άλλους τρεις), η Πεφρηδώ, η Ενυώ και η Δεινώ, γριές από γεννησιμιού τους, παιδιά του Φόρκυ και της Κητούς. Ο Φόρκυς και η Κητώ ήταν αδέλφια, παιδιά του Πόντου και της Γαίας.

Είχαν ένα μάτι και ένα δόντι το οποίο μοιράζονταν αναμεταξύ τους. Κάποιοι έλεγαν πως ήταν πανέμορφες και είχαν λαιμό κύκνου. Κάποτε, ήρθε στην σπηλιά τους ο Περσέας, θέλοντας να μάθει πού είναι η Γοργόνα Μέδουσα, αδερφή των Γραιών. Ξέροντας πως οι δαιμόνισσες θα αρνιόντουσαν να του αποκαλύψουν το λημέρι της αδελφής τους, άρπαξε το μάτι και το δόντι τους και τους είπε πως δεν θα τους τα επέστρεφε, αν δεν του έλεγαν πού ήταν η Γοργόνα Μέδουσα. Αυτές του είπαν να πάει στις Νύμφες του Βορρά για να του πουν. Ο Περσέας τότε πέταξε σε έναν ποταμό το μάτι τους, για να μην μπορέσουν να ειδοποιήσουν τις Νύμφες.
Διαβάστε περισσότερα...

Άρπυιες


Σύμφωνα με την μυθολογία, οι Άρπυιες ήταν θηλυκά τέρατα, κόρες του Θαύμαντα και της θαλάσσιας Νύμφης Ηλέκτρας και αδελφές της αγγελιαφόρου των θεών Ίριδας. Απεικονίζονται ως φτερωτά όντα με ανθρώπινο πρόσωπο και χέρια αλλά πόδια και νύχια πουλιών (Ο Βιργίλιος αναφέρει πως τα χέρια τους δεν ήταν όπως του ανθρώπου αλλά είχαν σχήμα αρπάγης). Είχαν την καταστροφική δύναμη των καταιγίδων και των θυελλών (Τις Άρπυιες επικαλείται και η Πηνελόπη όταν ζητά να την πάρουνε οι θύελλες) όπως επίσης είχαν τη δυνατότητα να αρπάζουν τις ψυχές. Απεικόνιση αυτού του ρόλου τους έχουμε στη ζωφόρο ενός ναού στην περιοχή της Λυκίας, όπου οι Άρπυιες έχουν στην αγκαλιά τους μωρά, με τα μωρά να παριστάνουν τις ψυχές. 

Ως Άρπυιες, ο μεν  Όμηρος αναφέρει μόνο μια, την Ποδάργη (γρήγορη στα πόδια), την οποία και θεωρεί μητέρα των ίππων του Αχιλλέα, ο δε Ησίοδος αναφέρει δύο: την Αελλώ ή Αελλόπους (γρήγορη σαν καταιγίδα) και την Ωκύπετη ή Ωκύποδη (γρήγορη στα πόδια), στις οποίες αργότερα προστίθεται και η Κελαινώ. Πέραν όμως αυτών, αναφέρονται και άλλα ονόματα όπως: Αελλόπους, Νικοθόη, Ωκυθόη, Ωκυπόδη κ.λπ.


Οι Άρπυιες σχετίζονταν ιδιαίτερα με τους θεούς των ανέμων Ζέφυρο και Βορέα. Ο Όμηρος (Ιλιάδα Π 148 κ.ε., Τ 400) αναφέρει ότι από την ένωση της Ποδάργης με τον Ζέφυρο γεννήθηκαν τα περίφημα για την ταχύτητά τους άλογα του Αχιλλέα, ο Ξάνθος και ο Βαλίος, καθώς και τα άλογα των Διοσκούρων, ο Φλογέας και ο Άρπαγος.

Ο Απολλώνιος ο Ρόδιος στα Αργοναυτικά του (2, 178 κ.ε.) περιγράφει τις Άρπυιες ως τιμωρούς του Φινέα στη Βιθυνία της Θράκης. Ο μάντης Φινέας είχε τυφλωθεί από τον Δία επειδή απεκάλυπτε τις προθέσεις του στους ανθρώπους, και επιπλέον ο Δίας του έστειλε τις Άρπυιες, που του άρπαζαν την τροφή ή τη λέρωναν με τις κουτσουλιές τους, ώστε ο Φινέας να είναι πάντα πεινασμένος. Από αυτό το βάσανο τον απάλλαξαν οι Αργοναύτες όταν πέρασαν από εκεί και σταμάτησαν για να τον συμβουλευθούν. Ο μάντης τους παρακάλεσε να τον ελευθερώσουν από τις Άρπυιες. Μόλις λοιπόν φάνηκαν τα ανθρωπόμορφα πουλιά, σηκώθηκαν μέσα από την ομάδα των Αργοναυτών ο Κάλαϊς και ο Ζήτης, οι φτερωτοί γιοι του Βορέα, τράβηξαν τα σπαθιά τους από τα θηκάρια και άρχισαν να τα καταδιώκουν στον αέρα. Το πεπρωμένο των δύο ηρώων απαιτούσε να πιάσουν οπωσδήποτε τις Άρπυιες, γιατί αλλιώς όφειλαν να πεθάνουν, και αντιστρόφως οι Άρπυιες θα πέθαιναν μόνο αν πιάνονταν από τον Κάλαϊ και τον Ζήτη. Τελικά έγινε κάποιο είδος συμβιβασμού: Μια εκδοχή αναφέρει ότι οι Άρπυιες κυνηγήθηκαν από τους δυο ήρωες μέχρι τις Στροφάδες. Εκεί, με τη μεσολάβηση της Ίριδας ως απεσταλμένης της θεάς Ήρας, γλίτωσαν τη ζωή τους αλλά υποσχέθηκαν να επιστρέψουν στη σπηλιά τους στη Δίκτυ της Κρήτης και να μην ενοχλήσουν ποτέ πια τον Φινέα. Μια άλλη παράδοση ισχυρίζεται ότι αυτή την υπόσχεση έδωσε στις Στροφάδες μόνο η Ωκυπέτη, ενώ η Αελλόπους συνέχισε την πτήση της ως την Πελοπόννησο, όπου πνίγηκε στον ποταμό Τίγρη, που από τότε ονομάσθηκε «Άρπυς».


Οι Άρπυιες πίστευαν πως αρχικώς ήταν προσωποποίηση κρητικής θεάς του θανάτου, που την απεικόνιζαν ως ανεμοστρόβιλο. Ανάμεσα στα «καθήκοντά» τους αναφέρεται και η φροντίδα να παραδίνουν στις Ερινύες όσους βαρύνονταν με εγκλήματα για να τιμωρηθούν.


Τις Άρπυιες μνημονεύουν, πλην του Απολλωνίου, οι Όμηρος (εκτός από την Ιλιάδα και στην Οδύσσεια, υ 77-88), Ησίοδος (Θεογονία 265 κ.ε.), Απολλόδωρος ο Αθηναίος, Παυσανίας (10, 301), ο Βιργίλιος στην Αινειάδα (3, 225 κ.ε.) και ο Αντωνίνος Λιμπεράλης («Μεταμορφώσεις», 29).
Διαβάστε περισσότερα...

Τρίτη 19 Μαρτίου 2013

Κέρβερος


Στην Ελληνική μυθολογία, ο Κέρβερος αντιπροσωπεύει τον φύλακα του Άδη και έχει συνήθως την μορφή ενός σκύλου συνηθέστερα με τρία κεφάλια και με ουρά που απόληγε σε κεφαλή δράκου. Στη Θεογονία αναφέρεται «Κέρβερος ωμηστής Αΐδεω κύων χαλκεόφωνος πεντηκοντακέφαλος», (= Κέρβερος άγριος σκύλος του Άδη, με ηχηρή φωνή και 50 κεφάλια), ενώ ο Όμηρος γνωρίζει μεν το σκύλο αυτό αλλά όχι το όνομά του. Σύμφωνα με τον Αισχύλο, γεννήθηκε από την ένωση δυο τεράτων, του Γίγαντα Τυφώνα και της Έχιδνας και ήταν αδελφός του Όρθου καθώς και της Λερναίας Ύδρας. Η παρουσία του εξασφαλίζει την παραμονή των νεκρών στον Κάτω Κόσμο αλλά και την αδυναμία των ζωντανών να εισέλθουν σε αυτόν.

Οι αρχαίοι συγγραφείς περιγράφουν συχνά τον Κέρβερο με διαφορετικό τρόπο. Υπάρχουν εκδοχές που τον εμφανίζουν ως ένα συνηθισμένο σκύλο, αλλά και με πόδια λιονταριού, ουρά ερπετού ή φίδια σε όλο του το σώμα.


Χαρακτηριστικές αναφορές στον Κέρβερο υπάρχουν:
  • Στους άθλους του Ηρακλή: πρόκειται για τον δωδέκατο άθλο, κατά τον οποίο ο Ηρακλής, χρησιμοποιώντας μόνο τη δύναμη των χεριών του, αιχμαλώτισε και μετέφερε τον Κέρβερο στον Ευρυσθέα, ο οποίος όμως από τον φόβο του τον έστειλε πίσω στον Άδη.
  • Στη Ρωμαϊκή μυθολογία και τον μύθο του ήρωα Αινεία.
  • Στη Θεία Κωμωδία του Δάντη, στον τρίτο κύκλο της Κόλασης (ωδή στ΄).

Επίσης εκτός από τον Ηρακλή τον Κέρβερο επεχείρησαν να συλλάβουν και να απαγάγουν ο Πειρίθους και ο Θησέας που όμως απέτυχαν. Μόνο ο Ορφέας κατάφερε με τους ήχους της μαγικής λύρας του να τον εξημερώσει έτσι ώστε να τον αφήσει να παραλάβει την Ευρυδίκη από τον Άδη.


Διαβάστε περισσότερα...

Γοργόνες


Οι γοργόνες ήταν κόρες της Κητούς και του Φόρκυ. Αυτές ήταν η Σθενώ, η Ευρυάλη και η Μέδουσα, το κεφάλι της οποίας έκοψε ο Περσεύς, μιας και ήταν η μόνη θνητή από τις τρείς. Η Σθενώ παράγεται από το ρήμα σθένω, που σημαίνει είμαι δυνατός, έχω ισχύ. Η λέξη σθένος βέβαια χρησιμοποιείται και σήμερα. Η Σθενώ συμβόλιζε τη δύναμη της θάλασσας και δεν αναφέρεται σε κανένα προσωπικό της μύθο. Η Ευρυάλη παράγεται από το ευρύς και το αλς (γεν. αλός) και σήμαινε τη πλατιά θάλασσα. Μαζί με τη Σθενώ συμβόλιζαν την δύναμη και την απεραντοσύνη της θάλασσας. Ούτε κι αυτή αναφέρεται σε προσωπικούς της μύθους και ίσως να έχει δίκιο η Jane Harisson (Prolegomena to the Greek Religion 87), που λέει ότι η τριαδική εμφάνιση των γοργόνων είναι απλώς η τάση να εμφανίζονται οι θεότητες σε τριάδες, όπως οι Ώρες, οι Χάριτες, οι Μοίρες, κ.α. και επομένως ίσως οι δύο εκ των τριών να αποτελούν μια προσθήκη μεταγενέστερη, η οποία όμως είναι τόσο παλιά ώστε να είναι γνωστή στον Ησίοδο. Η Τρίτη γοργόνα, η Μέδουσα, είναι η κυρίως γοργόνα γύρω από την οποία πλέκονται οι διάφοροι μύθοι. Το όνομά της παράγεται από το ρήμα μέδω που σημαίνει άρχω, κυβερνώ, κυριαρχώ, προστατεύω. Ο δε μεδέων ήταν ο προστάτης, ο φύλακας, ο κυρίαρχος (“ώ φίλοι, Αργείων ηγήτορες ηδέ μέδοντες”). Άρα Μέδουσα σήμαινε τη βασίλισσα, την προστάτιδα, αυτή που είχε οριστεί να φυλάει κάτι. Ο χαρακτηρισμός μέδων έχει δοθεί πολλές φορές σε θαλάσσιες θεότητες όπως στον Νηρέα, στον Φόρκυ, στον Πρωτέα, στον Τρίτωνα κ.α. Έχουμε δηλαδή μία αρσενική απόδοση της Μέδουσας. 

Απεικονίζονται σαν τρομερά θηρία, με μάτια άγρια, με φίδια για μαλλιά και με την αποκρουστική γλώσσα τους να κρέμεται έξω από το στόμα τους. Βέβαια πρέπει να έχουμε στο νου μας ότι πρόκειται περί προκατακλυσμιαίων θεοτήτων, κι όπως είναι φυσικό οι πιο σύγχρονες θρησκείες φρόντισαν να τις γελοιοποιήσουν είτε να τις αποδυναμώσουν. Ο Ησίοδος μας λέει ότι οι γοργόνες κατοικούσαν μακριά, στις εσχατιές της νύχτας, πέρα από τον Ατλαντικό ωκεανό, εκεί όπου κατοικούσαν οι Εσπερίδες. Η τοποθέτηση της κατοικίας τους στα δυτικά, αναφέρεται σε όλους τους μύθους όπως παρατηρεί ο Στράβων. Στα “Κύπρια έπη” σαν κατοικία τους αναφέρεται το νησί Σαρπηδόνα, ενώ κατά τον Πλίνιο τοποθετούνται σε κάποιο σύμπλεγμα νησιών που ονομαζόταν Γοργάδες. Στο γεγονός αυτό στηρίζεται και η άποψη ότι τα ονόματα των τριών γοργόνων δεν είναι τίποτα άλλο παρά τα ονόματα τριών μεγάλων νησιών που βρίσκονταν στο σύμπλεγμα των Εσπερίδων. Τέλος σαν κατοικία τους αναφέρεται και ο Άδης, αν κι εκεί θεωρούσαν πως κατοικούσε μόνο η εικόνα τους. 

Όπως μας αναφέρει ο Ησίοδος, η Μέδουσα ήταν η μόνη από τις γοργόνες που έσμιξε ερωτικά και άφησε απογόνους. Από τον Ποσειδώνα γέννησε, την στιγμή που της έκοβε το κεφάλι ο Περσεύς, τον Χρυσάορα και τον Πήγασο, το φτερωτό άλογο. Στον Όμηρο, ο οποίος γνωρίζει το μύθο για τη θανατερή δύναμη της κεφαλής της Μέδουσας, αναφέρεται μόνο μία γοργόνα κι αυτή είναι η Γοργώ, αλλά από την περιγραφή της υποθέτουμε ότι εννοεί τη Μέδουσα, η οποία σε μία άλλη εκδοχή ταυτίζεται και με τη θεά Αθηνά. Ο Παλαίφατος (Αθηναίος γραμματικό, σύγχρονος του Αριστοτέλη), ταυτίζει τη γοργόνα με την παράσταση ενός χρυσού αγάλματος της Αθηνάς Παλλάδος (1.80 μ.), το οποίο κατασκευάστηκε κατόπιν εντολής του βασιλιά Φόρκυ, που βασίλευε στη Κυρήνη της Β. Αφρικής, στου οποίο το βασίλειο η Αθηνά είχε το προσωνύμιο γοργόνα. Για την σχέση αυτή έχουν δοθεί διάφορες εξηγήσεις και αποσυμβολισμοί. Η θεά ήταν αυτή που οδήγησε το χέρι του Περσέα για να κόψη το κεφάλι της Μέδουσας, το οποίο της έδωσε κατόπιν ο Περσεύς, για να το βάλει στη μέση της ασπίδας της. Για την έχθρα αυτή λέγεται ότι η Μέδουσα καυχήθηκε πως είναι ομορφότερη από την θεά κι αυτή την τιμώρησε μεταμορφώνοντάς τη σε τέρας. 

Θεωρείται λοιπόν από τους ερευνητές, πως η Μέδουσα στην αρχαία προ-ολυμπιακή θρησκεία ήταν ή ίδια η Αθηνά. Είναι πολύ πιθανό κατά τις τελετουργίες να χρησιμοποιούσαν κάποια τελετουργική μάσκα, που σκορπούσε τρόμο και δέος σε όσους την έβλεπαν. Τέτοιες μάσκες γνωρίζουμε πως χρησιμοποιούνταν στη Μινωική και Μυκηναϊκή περίοδο. Αυτή η τελετουργική μάσκα, που μάλλον προϋπήρξε της Μέδουσας, έγινε η αφορμή για να δημιουργηθεί στη συνέχεια μια κεφαλή η οποία είχε την τρομερή δύναμη της μάσκας, με μια αποτρόπαια εμφάνιση. Αργότερα προστέθηκε και σώμα ώστε να γίνει πιο αποδεκτή η ύπαρξη μιας τέτοιας κεφαλής και με την τάση να παρουσιάζονται οι θεότητες σε τριάδες, κατέληξε η αρχική τελετουργική μάσκα στην τριαδική εμφάνιση των γοργόνων. Το σώμα αυτό είχε χάλκινα χέρια και φτερά με τα οποία μπορούσαν να πετούν. Είναι λοιπόν πολύ πιθανό, η Μέδουσα να απορροφήθηκε από μια νέα θεά, πιο αποδεκτή στην ολυμπιακή θρησκεία ή η ίδια η Αθηνά να μετεξελίχθηκε και να λατρεύτηκε με πιο ήπια μορφή. Άλλωστε πηγαίνοντας πίσω στο μύθο του Περσέα, έχουμε τη κλασική περίπτωση του ήρωα, που κατορθώνει να σκοτώσει το φοβερό θηρίο και να παραδώσει τη κεφαλή του στη θεά Αθηνά, κι έτσι όλες οι δυνάμεις της Μέδουσας ενσωματώνονται στη καινούργια θεότητα. Όπως αναφέρεται στο Πλούταρχο, στη προσπάθειά του ο Θεμιστοκλής να πείσει τους Αθηναίους για τη σημασία του χρησμού με τα ξύλινα τείχη, πρότεινε ψήφισμα στο οποίο έλεγε να αναθέσουν τη προστασία της πόλης στην Αθηνά Μεδέσουσα. Αλλά η Μέδουσα συνδέεται και με την Περσεφόνη. Είναι κι αυτή μια υποχθόνια θεότητα, φοβερή κι αδυσώπητη, που είναι ο τρόμος των ανθρώπων και δεν δείχνει ευμένεια σε κανένα που θα τολμήσει να τη κοιτάξει. Κι όταν ο Ηρακλής κατέβηκε στον Άδη, όλες οι σκιές έντρομες παραμέριζαν για να περάσει εκτός της σκιά του Μελέαγρου και της Γοργόνας, που δεν τον φοβόντουσαν. Μήπως όμως και το ίδιο της το όνομα δεν τις συνδέει; Το όνομα Περσεφόνη είναι σύνθετο από το Περσεύς και το φόνος, που σημαίνει δηλαδή “αυτή που φονεύθηκε από τον Περσέα”. 

Σε μια άλλη εκδοχή, οι γοργόνες θεωρούνται θεότητες σεληνιακές, καθώς όλες οι τριαδικές θεότητες ταυτίζονται με τις τρεις όψεις της Σελήνης. Οι Ορφικοί ονόμαζαν τη Σελήνη “Γοργόνος Κεφαλή”, ενώ ο Preller βλέπει στο στρογγυλοπρόσωπο κεφάλι της Μέδουσας την ίδια τη Σελήνη και τον αποκεφαλισμό της τον συμβολίζει με την εξαφάνιση της πανσελήνου. Κατά τον Nilsson ο μύθος του φόνου της Μέδουσας είχε επικρατήσει από τα Μυκηναϊκά χρόνια. Εκεί λοιπόν κοντά στις Μυκήνες, υπήρχε μια παράδοση που ήθελε το αποκομμένο κεφάλι της Μέδουσας να είναι θαμμένο στο Άργος, όπου υπήρχε κι ένα τεράστιο λίθινο Γοργόνειο, που έλεγαν πως ήταν έργο των Κυκλώπων. Λίγο πιο πέρα, ο Ασκληπιός θεράπευε με το αίμα της Μέδουσας που είχε τρέξει κατά το φόνο της. Στο μεσαίωνα δημιουργήθηκε ένας νέος μύθος στον οποίο συγχωνεύτηκαν οι αρχαίοι μύθοι των γοργόνων, των σειρήνων με την ωραία φωνή και της Σκύλλας, του τέρατος που άρπαζε τους ναυτικούς και τους έτρωγε. Στα νεότερα χρόνια, και σε μια παράδοση που φτάνει μέχρι τις μέρες μας, ο λαός ήθελε την γοργόνα να είναι αδερφή του Μ. Αλεξάνδρου. Σύμφωνα με αυτό το μύθο ο Μ. Αλέξανδρος είχε εμπιστευτεί στην αδερφή του το νερό της αθανασίας, το οποίο είχε αποκτήσει αφού σκότωσε το δράκο που το φύλαγε. Η αδερφή του όμως το έχυσε πριν προλάβει ο αδερφός της να το χρησιμοποιήσει κι έτσι αυτός την καταράστηκε να γίνει ψάρι από την μέση και κάτω και να πλανιέται μέσα στις θάλασσες. Εκείνη όμως γνωρίζοντας το κακό που είχε κάνει στον αδερφό της δεν του κράτησε κακία και με αγωνία σταματά τα καράβια που θα βρεθούν στο δρόμο της και ρωτά τους ναυτικού “ζει ο Μ. Αλέξανδρος;”. Κι αν πάρει τη σωστή απάντηση: “Ζει και βασιλεύει και τον κόσμο κυριεύει” τότε ευχαριστημένη χάνεται στα βάθη της θάλασσας, ειδάλλως παίρνει μαζί της και το καράβι. 

Στον αποσυμβολισμό του μύθου των γοργόνων, υπάρχει μια θεωρία που λέει ότι οι τερατώδεις μορφές των γοργόνων συμβόλιζαν τα σκοτεινά νέφη και τα διάφορα φαινόμενα του ουρανού που σχηματίζονταν στον ορίζοντα πάνω από τη θάλασσα και τρόμαζαν όσους τα αντίκριζαν, κι ο αποκεφαλισμός συμβολίζει τη νίκη του ήλιου (Περσεύς) που νικά τις σκοτεινές δυνάμεις. 

Αυτές οι πληροφορίες σχετίζονται με τις αρχαίες πηγές. Στη σημερινή εποχή, ένας ερευνητής εν ονόματι Ενρίκο Ματίεβιτς (Enrico Mattievich), τοποθετεί τις γοργόνες στις Περουβιανές Άνδεις στο παλάτι του Τσαβίν ντε Χουαντάρ (Chavin de Huantar) που βρίσκεται σε υψόμετρο 3.180 μέτρα. Λέει λοιπόν τα εξής: “Στα ερείπια αυτού του παλατιού και στις στοές των μουσείων, μπορούμε να εκτιμήσουμε εξαιρετικά έργα τέχνης, γλυπτά ή εγχάρακτα σε πέτρα όπως τερατώδεις κεφαλές, γοργόνες, κέρβερους και τους απογόνους των υιών του Κρόνου”. Ο Enrico Mattievich αναφέρει την μαρτυρία του Impelloni, ο οποίος ήταν ο πρώτος που το 1926 πρόσεξε την ομοιότητα των Γοργονείων που βρέθηκαν σε σημεία του ευρύτερου ελλαδικού χώρου με αυτά που βρέθηκαν στη Κολομβία και το Περού.

Απόστολος Γονιδέλης, περιοδικό ΙΧΩΡ

Διαβάστε περισσότερα...