Βρίσκεται μέσα στον οικισμό του Παλαιού Πυλίου, στα
νοτιοδυτικά, και είναι αφιερωμένος στους Ταξιάρχες Αρχάγγελους Μιχαήλ και
Γαβριήλ. Ο ναός διαμορφωμένος σήμερα σε ενιαίο εσωτερικά χώρο, προέρχεται από
προεκτάσεις του αρχικού μονόχωρου ναϋδρίου, σε τρεις διαφορετικές οικοδομικές
περιόδους. Παρουσιάζει εντοιχισμένα παλαιότερα μαρμάρινα αρχιτεκτονικά μέλη.
Διατηρούνται δύο τόξα, τα οποία φαίνεται ότι στήριζαν είδος ανοικτού Προπύλου.
Το τόξο στηρίζεται σε ελληνιστικό βωμό με γιρλάντες και βουκράνια και την
επιγραφή «ΩΡΑΣΤΕΟΣ / ΥΙΟΥ ή ΤΟΥ / ΟΝΗΣΙΦΟΡΟΥ».
Τρίτη 21 Μαΐου 2013
Αρχαίο θέατρο της Καρθαίας στη Κέα
Το θέατρο της Καρθαίας βρίσκεται στη θέση Πόλες, στην
περιοχή της Κάτω Μεριάς του δήμου Κέας Κυκλάδων. Συγκεκριμένα εντοπίζεται στα
ριζά της νότιας κλιτύος της Άσπρης Βίγλας, στην κοιλάδα του Βαθυποτάμου, σε
απόσταση 200 μ.
περίπου από το σημερινό χειμέριο κύμα.
Από τα ευρήματα των τομών, που έχουν γίνει μέχρι σήμερα, δεν
προκύπτουν στοιχεία για ύπαρξη οικοδομικών φάσεων του θεάτρου. Η κεραμική που
βρέθηκε στην επίχωση είναι ανάμεικτη, από τα αρχαϊκά μέχρι και τα ρωμαϊκά
χρόνια και περιέχει αρκετά κομμάτια αρχιτεκτονικών μελών από τα υπερκείμενα
οικοδομήματα της ακρόπολης. Το θέατρο χρονολογείται γενικά στην ελληνιστική
περίοδο.
Πρόκειται για ένα μικρό θέατρο απλής κατασκευής, ενταγμένο
στη μορφολογία της περιοχής και προσαρμοσμένο στις ανάγκες της πόλης. Το
μνημείο πιθανότατα εμφάνιζε την τριμερή χαρακτηριστική διάρθρωση των
ελληνιστικών θεάτρων: κοίλο, ορχήστρα, σκηνικό οικοδόμημα.
Το κοίλο διέθετε 4 ή 5 κερκίδες με τουλάχιστον 15 σειρές
εδωλίων η καθεμία. Έχουν αποκαλυφθεί δύο από τις κλίμακές του με 20 βαθμίδες
και τμήμα από δύο κερκίδες του. Σε κάθε σειρά εδωλίων αντιστοιχούν δύο βαθμίδες
των κλιμάκων. Η μέγιστη χωρητικότητα του θεάτρου υπολογίζεται σε 2.000 θεατές.
Δεν έχει αποκαλυφθεί άνω διάζωμα.
Κρίνοντας από τα επιφανειακά ορατά κατάλοιπα και από τα
ευρήματα των τομών, το μνημείο φαίνεται ότι ήταν εξ ολοκλήρου κτιστό. Τα εδώλια
διαμορφώνονται από μεγάλες πλάκες πρασινωπού σχιστόλιθου, οι οποίες εδράζονται
σε δόμο από ορθογώνιους ή τραπεζοειδείς λίθους λευκού σιπολίνη. Στοιχεία για τη
διαμόρφωση των παρόδων και των αναλημματικών τοίχων, που θα πρέπει να
συγκρατούσαν πλευρικά το κοίλο, αναμένεται να αποκαλυφθούν με την ανασκαφή του
μνημείου.
Από την ορχήστρα έχει εντοπιστεί μόνο μικρό τμήμα της
περιφέρειάς της, όπου υπάρχει πλακόστρωτος διάδρομος. Ο Ν. Ζαφειρόπουλος
σημειώνει επίσης ότι μεταξύ της ορχήστρας και της κατώτερης βαθμίδας εντόπισε
χαμηλή κατασκευή εν είδει θωρακείου που περιβάλλει την ορχήστρα.
Δεν έχει ακόμη γίνει ανασκαφή στην περιοχή, όπου αναμένεται
να βρεθούν κατάλοιπα του σκηνικού οικοδομήματος. Τα όποια σωζόμενα κατάλοιπα
της σκηνής και της ορχήστρας καλύπτονται από επίχωση 3,50 μ.
Στο νότιο άκρο του θεάτρου υπάρχουν εκτεταμένα κατάλοιπα του
συστήματος υδροδότησης της αρχαίας πόλης.
Η ύπαρξη του θεάτρου της Καρθαίας μαρτυρείται και εμμέσως
από τις κατακλείδες των ψηφισμάτων της πόλης (3ου-2ου αι. π.κ.χ.), όπου η
ανακήρυξη του στεφάνου των τιμωμένων γίνεται «Διονυσίοις τῶι ἀγῶνι τῶν
τραγωιδῶν». Το θέατρο της Καρθαίας
φιλοξενούσε, λοιπόν, αγώνες δράματος, αλλά δεν αποκλείεται να λειτουργούσε και
ως τόπος συνάθροισης των πολιτών, παρότι κάτι τέτοιο δεν μαρτυρείται
επιγραφικά.
Το επιφανειακά ορατό τμήμα του κοίλου του θεάτρου είναι
εκτενώς λιθολογημένο. Οι λίθοι του χρησιμοποιήθηκαν ως οικοδομικό υλικό στα
παρακείμενα κτήρια (εκκλησία Κοίμησης Θεοτόκου, κελί, αποθήκες) που υφίστανται
ήδη πριν το 1812.
Το τμήμα του θεάτρου που αποκαλύφθηκε στις ανασκαφικές
τομές, διαπιστώνεται ότι διατηρείται σε εξαιρετικά καλή κατάσταση. Η ίδια
διατήρηση εικάζεται ότι μπορεί να ισχύει και για την ορχήστρα και ενδεχομένως
για το σκηνικό οικοδόμημα.
Αρχαιολόγος
Εύα Μπουρνιά – Σημαντώνη
Παρασκευή 3 Μαΐου 2013
Το μεγάλο θέατρο της Γόρτυνας στο νομό Ηρακλείου Κρήτης
Ο αρχαιολογικός χώρος της Γόρτυνας βρίσκεται στο Δήμο Γόρτυνας, στην Κρήτη. Το μεγάλο θέατρο της Γόρτυνας είχε λαξευτεί στη νοτιοανατολική πλαγιά του λόφου της Ακρόπολης, στην απέναντι πλευρά του Ληθαίου ποταμού όπου βρίσκονταν το Ωδείο και η Αγορά. Σύμφωνα με τον Belli δεν υπήρχε προστώο, γεγονός που μάλλον επιβεβαιώνεται καθώς το θέατρο βρίσκεται πολύ κοντά στο Ληθαίο ποταμό.
Το κοίλο του θεάτρου, με περίμετρο 140 μ., εσωτερική διάμετρο 40 μ. περίπου και εξωτερική 88 μ., στην πίσω πλευρά του είχε λαξευμένο κανάλι το οποίο χρησίμευε και ως κανάλι απορροής των ομβρίων υδάτων κατά τη διάρκεια του χειμώνα, αλλά και για την πρόσβαση του κοινού στο ανώτερο διάζωμα μέσω πέντε ανοιγμάτων στον εξωτερικό τοίχο.
Τα δύο άκρα του κοίλου δεν ήταν λαξευμένα στο βράχο του λόφου αλλά στηρίζονταν από θολωτές κατασκευές οι οποίες είχαν τοξωτές εξωτερικές όψεις. Εντός του εξωτερικού τοίχου και πάνω από την ανώτερη κερκίδα υπήρχε κυκλικός διάδρομος με κιονοστοιχία πλάτους 2 μ., και ένας πλατύτερος διάδρομος πλάτους (3,60μ.) που χώριζε το ανώτερο διάζωμα από το κατώτερο. Το κάτω διάζωμα ήταν μεγαλύτερο και πιθανότατα είχε 18 σειρές καθισμάτων, ενώ το άνω διάζωμα είχε 11 σειρές.
Σύμφωνα με τον Sanders το μεγαλύτερο μέρος αυτής της θεατρικής κατασκευής σώζεται, μάλλον σε κακή κατάσταση, και είναι καλυμμένο από τη βλάστηση.
Όπου δεν είχε χρησιμοποιηθεί ο βράχος, το θέατρο είχε κατασκευαστεί με σύνθετο σκυρόδεμα και πλίνθινες εξωτερικές όψεις, ενώ στη βάση τους μεγάλα τμήματα κιόνων έχουν χρησιμοποιηθεί για περισσότερη σταθερότητα.
Οι πληροφορίες μας σχετικά με το σκηνικό οικοδόμημα, το οποίο πιθανότατα καταστράφηκε κατά τον 19ο αιώνα, προέρχονται από τις περιγραφές του OnorioBelli. Το κτήριο της σκηνής είχε μήκος 120 μ., ενώ η πρόσοψη της σκηνής κάλυπτε περίπου 70 μ. Η πρόσοψη ήταν ενιαία και το μοτίβο συνεχιζόταν ομοιόμορφα και στις παρόδους, οι οποίες είχαν ορθογώνιες εξέδρες με καμπύλη κόγχη στην πίσω τους πλευρά. Κάθε εξέδρα χωριζόταν από τις γειτονικές εξέδρες από ένα ζευγάρι κίονες πάνω σε βάσεις. Υπήρχαν τρεις θύρες στο χώρος πίσω από τη σκηνή και η κεντρική πλαισιωνόταν από κίονες. Σύμφωνα με τον Belli η πρόσοψη της σκηνής είχε πέντε σειρές κιόνων ιωνικού ρυθμού από λευκό μάρμαρο, ύψους 5,4 μ. και διαμέτρου 0,53μ. Ο Sanders θεωρεί τον αριθμό των σειρών των κιόνων υπερβολικό. Στην πρόσοψη της σκηνής υπήρχε εντοιχισμένη επιγραφή που αναφερόταν στην Julia Augusta. Δεν γνωρίζουμε σε ποια από τις αυτοκρατορικές Ιουλίες αναφερόταν, αλλά σύμφωνα με τον Belli η επιγραφή βρισκόταν σε δεύτερη χρήση. Ο Spratt αναφέρει ότι στο θέατρο βρισκόταν και ένα γλυπτό σύμπλεγμα του 1ου αιώνα. π.κ.χ. με θέμα την αρπαγή της Ευρώπης, που τώρα βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο, όμως είναι πολύ πιθανό να μην ήταν αυτή η αρχική του θέση.
Στο μεγάλο θέατρο της Γόρτυνας δεν έχουν γίνει συστηματικές ανασκαφές.
Μαρία Μπρεδάκη
Αρχαιολόγος
Το κοίλο του μεγάλου θεάτρου της Γόρτυνας
Η υποστύλωση του άνω διαζώματος στο ΝΑ τμήμα του κοίλου
Άνοιγμα προς το άνω διάζωμα
Λεπτομέρεια του κάτω διαζώματος στο ΒΑ τμήμα
Ο ανώτερος αναλημματικός τοίχος που συγκρατούσε το επιθέατρο
Αμφιθέατρο Γόρτυνας στο νομό Ηρακλείου Κρήτης
Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο της πόλης και κτίστηκε τον
2ο αι. μ.κ.χ.
Ο Maffei ισχυρίζεται ότι έμοιαζε με το Κολοσσαίο της Ρώμης.
Σύμφωνα με την περιγραφή του O. Belli, όπως την παραθέτει ο Sanders, το θέατρο
ήταν κτισμένο από συμπαγείς και ογκώδεις τοίχους από σύνθετο σκυρόδεμα με
πλίνθινες εξωτερικές όψεις. Ο εξωτερικό τοίχος ήταν κατασκευασμένος από 56 τόξα
σε δύο σειρές, πιθανόν με προστώο στην στρογγυλή κορυφή. Υπήρχαν τέσσερις
είσοδοι στους άξονες και στο εσωτερικό δύο διαζώματα. Οι εσωτερικές διαστάσεις
είναι 66 μ.
στον άξονα βορρά - νότου και 50
μ. στον άξονα ανατολής – δύσης.
Στη δυτική πλευρά αποκαλύφθηκαν τμήματα τοίχου. Πρόκειται
πιθανότατα για τα απομεινάρια πρόσοψης η οποία περιβάλλεται από δύο πύργους με
εσωτερικές κλίμακες. Εδώ βρισκόταν μάλλον και η κύρια κλίμακα όπου υπήρχε κόγχη
με άγαλμα Η κεφαλή του αγάλματος βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου
και έχει υποστηριχτεί ότι απεικονίζει τον Αντονίνο Πίο. Σώζεται και το υπόλοιπο
άγαλμα. Πρόκειται για καθιστή μορφή με τήβεννο (την εποχή του Sanders βρισκόταν
ακόμη insitu, ενώ σήμερα βρίσκεται στον Αρχαιολογικό Χώρο της Γόρτυνας και στην
αυλή έξω από τη Γλυπτοθήκη). Αν πράγματι απεικονίζει τον αυτοκράτορα, τότε
είναι πιθανόν να ήταν ο ίδιος υπεύθυνος για την κατασκευή του αμφιθεάτρου. Έχει
όμως υποστηριχτεί και η άποψη ότι πρόκειται για έναν από τους Μεγάλους Ιερείς
του Κρητικού Κοινού, τον Volumnius Sabinus, ο οποίος διοργάνωνε αγώνες με
αυτοκρατορική άδεια στον 3ο αιώνα μ.κ.χ.
Ένα άλλο άγαλμα από το Αμφιθέατρο βρίσκεται σήμερα στο
Βρετανικό Μουσείο. Πρόκειται για γυναικεία μορφή με πτυχωτό ένδυμα, η οποία
στέκεται πάνω σε ένα αγόρι, με γρύπα δεξιά και φίδι αριστερά. Πιθανολογείται
ότι απεικονίζει τη Νέμεση.
Θραύσματα από το επιστύλιο του αμφιθεάτρου έχουν διασωθεί.
Είναι εξαίρετα λαξευμένα σε ντόπιο ασβεστόλιθο. Διακρίνονται ανάγλυφες μορφές, όπως
κεφάλι μέδουσας, λιοντάρι, περιστέρι, κεφάλι κριού και αετός με φίδι.
Σύντομη ανασκαφική έρευνα του μνημείου πραγματοποιήθηκε στις
αρχές του 20ου αιώνα Σήμερα είναι επιχωματωμένο σε σημείο που με δυσκολία
κανείς αναγνωρίζει την κάτοψη της κατασκευής.
Μαρία Μπρεδάκη
Αρχαιολόγος
Μικρό θέατρο Γόρτυνας στο νομό Ηρακλείου Κρήτης
Το μικρό, όπως λέγεται, θέατρο της Γόρτυνας βρίσκεται δίπλα
στο ναό του Πύθιου Απόλλωνα και είναι το καλύτερα διατηρημένο από όλα τα θέατρα
της ρωμαϊκής Κρήτης. Σύμφωνα με τον Ο. Belli το προστώο διαστάσεων 76 μ. x 36 μ. έχει εξωτερική
κιονοστοιχία 88 μ.
x 45 μ.
Από το προστώο υπήρχαν θύρες προς το εσωτερικό της σκηνής καθώς και στο ίδιο το
θέατρο. Εναλλακτική πρόσβαση φαίνεται ότι προσέφεραν κλίμακες κατά μήκος των
εξωτερικών πλευρών της σκηνής, οι οποίες πιθανότατα οδηγούσαν στο κοίλο πάνω
από τις παρόδους.
Το κοίλο είχε περίμετρο 102 μ. με εξωτερικό τοίχο
πλάτους 1,30 μ.
Είχε κατασκευαστεί με σύνθετο σκυρόδεμα και πλίνθινες εξωτερικές όψεις, αλλά
επίσης είχε χρησιμοποιηθεί ντόπια πέτρα, με τους δόμους να συνδέονται μεταξύ
τους με χάλκινους συνδέσμους. Ο εξωτερικός τοίχος διαμορφωνόταν από τη συνήθη
για τα ρωμαϊκά θέατρα τοξοστοιχία. Οι τοξωτές στοές περιέβαλλαν το κτήριο της
σκηνής και στις τρεις πλευρές της. Στην κορυφή του κοίλου υπήρχε πλατύτερη
είσοδος, η οποία πλαισιωνόταν από διπλές αντηρίδες, ενώ τις υπόλοιπες 10 στοές
πλαισίωναν μονές αντηρίδες πλάτους 2,60 μ. Το κοίλο είχε εσωτερική διάμετρο 31,40 μ. και εξωτερική
περίπου 50μ. Υπήρχαν δύο διαζώματα τα οποία χωρίζονταν μεταξύ τους με κυκλικό
διάδρομο πλάτους 3 μ.
και με άλλον ένα διάδρομο, στην κορυφή των εδωλίων, πλάτους 2,50 μ.
Η θεμελίωση του κοίλου ήταν κατασκευασμένη με θολωτές
κατασκευές, όπως συνηθιζόταν στα ρωμαϊκά θέατρα.
Η πρόσοψη της σκηνής μήκους 50 μ. ήταν μάλλον απλά
διαμορφωμένη, με τέσσερις ορθογώνιες εξέδρες σε κάθε πλευρά της κεντρικής θύρας
και με κίονες μπροστά. Στο σημείο της κεντρικής θύρας η πρόσοψη κλίνει προς το
εσωτερικό με μία ακόμη εκατέρωθεν εξέδρα και κίονες. Η κεντρική αυτή είσοδος με
δύο κίονες εκατέρωθεν του άξονα της οδηγεί στην κυρίως αίθουσα του εσωτερικού
της σκηνής το οποίο έχει διαστάσεις 30 μ. x 27 μ. Αυτοί οι κίονες, όπως και οι υπόλοιποι
κίονες του θεάτρου είναι δωρικού ρυθμού από λευκό και μαύρο χρώμα. Στο προστώο
οι κίονες ήταν από γρανίτη. Μάρμαρο επίσης χρησιμοποιήθηκε σε μαρμαροθετήματα
στους τοίχους του θεάτρου.
Ο Taramelli στις αρχές του 20ου αιώνα πραγματοποίησε
εκτεταμένη επιφανειακή έρευνα στην περιοχή του κοίλου και ο Colini μικρής
έκτασης ανασκαφική έρευνα τη δεκαετία του 1930. Σήμερα το μνημείο ανασκάπτεται
συστηματικά από την Ιταλική Αρχαιολογική Σχολή η οποία εκπονεί μελέτη και για
τη συντήρηση του μνημείου.
Αρχαιολόγος
Ρωμαϊκό Ωδείο Γόρτυνας στο νομό Ηρακλείου Κρήτης
Το Ωδείο χτίστηκε στο ψηλότερο τμήμα της Ελληνικής Αγοράς
και την απέναντι όχθη του Ληθαίου ποταμού όπου βρισκόταν το μεγάλο θέατρο της
Γόρτυνας. Στη θέση του πιθανότατα βρισκόταν το ελληνιστικό Βουλευτήριο (4ος -
2ος αιώνας π.κ.χ.). Το Ωδείο βρισκόταν μέσα σε κυκλικό κτίριο το οποίο κτίστηκε
στα μισά του 1ου αιώνα π.κ.χ. στη θέση τετράγωνου οικοδομήματος. Το κτίριο αυτό
καταστράφηκε από το σεισμό του 46 (ή 66) μ.κ.χ. και οικοδομήθηκε ξανά από τον
αυτοκράτορα Τραϊανό το 100 μ.κ.χ. Μετατροπές πραγματοποιήθηκαν τον 3ο και τον
4ο αιώνα μ.κ.χ.
Το Ωδείο αποτελείται από το κοίλον, την ορχήστρα και τη σκηνή. Το κοίλον του
Ωδείου χωρίζεται στη βάση του σε τρεις κερκίδες από δύο κλίμακες που ξεκινούν
από την ορχήστρα. Υπάρχει όμως μια δεύτερη σειρά από τέσσερις κερκίδες που
χωρίζονται με vomitoria(καμαροσκέπαστοι διάδρομοι με κλίμακες). Τα εδώλια ήταν
επενδυμένα με μάρμαρο.
Στον εξωτερικό τοίχο του κυκλικού διαδρόμου του Ωδείου σώθηκε σε δεύτερη χρήση
η περίφημη Επιγραφή των Νόμων της Γόρτυνας. Ο εσωτερικός του τοίχος έφερε 18
τόξα που στήριζαν το κοίλο. Από τον κυκλικό διάδρομο έφτανε κανείς στο κοίλο
και την ορχήστρα είτε από τις παρόδους, είτε από τρία vomitoria. Αυτός ο
διάδρομος συνέχιζε κυκλικά μέχρι το pulpitum (χώρος με υπερυψωμένο πάτωμα όπου
έπαιζαν οι ηθοποιοί) ή τη σκηνή και μέχρι το postscenium (χώρος πίσω από τη σκηνή)
διαστάσεων 21,50 μ.
x 2,50 μ.
Η διάμετρος της ορχήστρας είναι 8,50
μ. περίπου και το δάπεδο της είναι πλακοστρωμένο με
λευκό και γαλάζιο μάρμαρο. Η υπερυψωμένη ορθογώνια σκηνή έχει πλάτος 3 μ, τρεις
θύρες που πλαισιώνονται με τετράγωνες κόγχες, στις οποίες είχαν τοποθετηθεί
αγάλματα μερικά από τα οποία βρέθηκαν κατά την διάρκεια των ανασκαφών. Το
δάπεδο στο postscenium ήταν από ψηφιδωτό με γεωμετρικά θέματα (διατηρείται μόνο
στο δυτικό του άκρο).
Υπήρχαν δύο προστώα, το δυτικό με δάπεδο από ψηφιδωτό ήταν πολύ πιο στενό από
το νότιο που ήταν πλάτους 5 μ.
Οι ανασκαφές ξεκίνησαν το 1884 από τον F. Halbherr, και συνεχίστηκαν τα επόμενα
χρόνια μαζί με τον L. Pernier.
Το μνημείο συντηρήθηκε –χωρίς αναστηλωτικές επεμβάσεις- στα πλαίσια του έργου
«Ανάπλαση, Ανάδειξη, Αποκατάσταση Αρχαιολογικού Χώρου Γόρτυνας» κατά τα έτη
2004-2007. Οι τοιχοποιίες έχουν συντηρηθεί, έχουν γίνει εργασίες για την
απορροή των ομβρίων υδάτων και τέλος έχουν υποστηριχτεί τα τόξα των διαδρόμων
πίσω από το κοίλο.
Μαρία Μπρεδάκη
Αρχαιολόγος
Δευτέρα 22 Απριλίου 2013
Το Ωδείο του Αγρίππα στην Αθήνα
Το Ωδείο του Αγρίππα ανεγέρθηκε στα χρόνια του Αυγούστου ως
ένα μεγάλο κτήριο για μουσικές εκδηλώσεις και φιλοσοφικές διαλέξεις. Η ανάπτυξη
της Ρωμαϊκής Αγοράς και η ανέγερση του ογκώδους ωδείου, σε συνδυασμό με τη
μεταφορά κάποιων ναών στον κάποτε ελεύθερο χώρο της Αγοράς, αλλοίωσαν τον
εμπορικό χαρακτήρα του χώρου. Μετά την κατάρρευση της στέγης του ανοικοδομήθηκε
με διαφορετικό σχέδιο στα μέσα του 2ου αι. μ.κ.χ., ενώ στην Ύστερη Ρωμαϊκή
περίοδο τα ερείπια ενσωματώθηκαν σε γυμνάσιο ή σε έπαυλη.
ΡΩΜΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
Το κτήριο του ωδείου, που δέσποζε στο νότιο ελεύθερο τμήμα
της Αγοράς, αποτελεί τμήμα ενός ευρύτερου σχεδίου ανάπλασης της Αγοράς στα
χρόνια του Αυγούστου. Η παράλληλη ανάπτυξη της Ρωμαϊκής Αγοράς και η μεταφορά
ναών (π.χ. «Ναός του Άρεως», ΝΑ και ΝΔ Ναός, Βωμός Αγοραίου Διός) οδήγησαν σε
αναδιαμόρφωση της περιοχής, που χάνει πλέον τον εμπορικό της χαρακτήρα και
μετατρέπεται σιγά σιγά σε πολιτισμικό αξιοθέατο για καλλιτεχνικές και
φιλοσοφικές εκδηλώσεις.
Το κτήριο ανασκάφηκε από την Αμερικανική Σχολή Κλασικών
Σπουδών στο διάστημα 1934-1936, ενώ συμπληρωματικές έρευνες έγιναν το 1937 και
το 1940. Με βάση τις τοπογραφικές ενδείξεις που παραθέτει ο Παυσανίας (Αττικά
8, 6), είναι βέβαιη η ταύτισή του με το «θέατρο που αποκαλούν Ωδείο».
Πρώτη Φάση
Ο Αγρίππας (Marcus Vipsanius Agrippa) ήταν ο γαμπρός του
Αυγούστου και ο κυριότερος συνεργάτης του (νικητής στη ναυμαχία στο Άκτιο το 30
π.κ.χ.). Με το πρόσωπό του συνδέθηκε από τον Παυσανία η ανέγερση του ωδείου,
που θα πρέπει να ξεκίνησε κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στην πόλη (16-14
π.κ.χ.) και να είχε ολοκληρωθεί πριν από το θάνατό του (12 π.κ.χ.). Το κτήριο
συνδέθηκε με τον Αγρίππα και από το Φιλόστρατο (Βίοι Σοφιστών 2, 5, 4), ο
οποίος το αναφέρει ως «το θέατρο στον Κεραμεικό, το οποίο αποκαλείται
Αγριππείον».
Το ωδείο ήταν διώροφο, με αμφιθέατρο 19 εδράνων,
χωρητικότητας περίπου 1.000 ατόμων. Οι συνολικές διαστάσεις του ήταν 51,38 μ. (Β-Ν) x 43,20 μ. (Α-Δ). Η κύρια
αίθουσα είχε μήκος περίπου 25
μ. Στις τρεις πλευρές (Α, Ν, Δ) πλαισιωνόταν από
διώροφες στοές. Το ισόγειο, με τοίχους πάχους 0,78 μ. , όπως διατηρούνται
στη νοτιοανατολική γωνία, ήταν κλειστό και στις τέσσερις πλευρές (θυμίζοντας
τις cryptoporticusτων σύγχρονων Βασιλικών της Κορίνθου), ενώ στον όροφο υπήρχαν
κίονες. Αξιοσημείωτο είναι ότι η στέγη δε στηριζόταν σε εσωτερικούς κίονες,
παρά μόνο στους τοίχους. Η ημικυκλική ορχήστρα, με ακτίνα 10,17 μ. , ήταν στρωμένη με
λεπτές μαρμάρινες πλάκες, ενώ η πρόσοψη της χαμηλής σκηνής ήταν διακοσμημένη με
γλυπτά. Το εξωτερικό του κτηρίου ήταν διακοσμημένο με μεγάλους κίονες και
πεσσούς με κορινθιακά κιονόκρανα. Υπήρχαν δύο είσοδοι: η πρώτη ήταν στη βόρεια
πλευρά και ανοιγόταν προς την Αγορά, ενώ η δεύτερη, στα νότια, βρισκόταν
υψηλότερα, στον όροφο, ο οποίος ήταν στο επίπεδο της Μέσης Στοάς. Η πρώτη,
επίσημη είσοδος, είχε κοσμηθεί με μνημειακό πρόπυλο.
Στην αρχική τους θέση σώθηκαν το δάπεδο, οι θεμελιώσεις των
τοίχων, η ορχήστρα και τα κατώτερα τμήματα της σκηνής μαζί με ορισμένα έδρανα
του αμφιθεάτρου. Πληθώρα αρχιτεκτονικών μελών ανακαλύφθηκε κατά τη διάρκεια των
ανασκαφών της Αμερικανικής Σχολής.
Οι θεμελιώσεις ήταν από πωρόλιθο. Οι τοίχοι, στα φανερά τους
σημεία, ήταν από σκληρό πειραϊκό ασβεστόλιθο. Ο στυλοβάτης, οι κλίμακες, το
βάθρο του κτηρίου της σκηνής και τα έδρανα του αμφιθεάτρου ήταν από υμήττιο
μάρμαρο. Πεντελικό μάρμαρο είχε χρησιμοποιηθεί για τα υπόλοιπα αρχιτεκτονικά
μέλη. Διάφορα άλλα είδη μαρμάρου είχαν χρησιμοποιηθεί για τις πλάκες που
στρώθηκαν στην ορχήστρα (πολύχρωμα μάρμαρα), στο δάπεδο της σκηνής (λευκό και
γκρίζο μάρμαρο) και στην πρόσοψη του κτηρίου της σκηνής (πρασινωπό μάρμαρο
Καρύστου). Το κτήριο της σκηνής ήταν διακοσμημένο με γλυπτά, ερμαϊκές στήλες
ανδρικών και γυναικείων θεοτήτων (ορισμένες εκ των οποίων έχουν ανακαλυφθεί),
ενώ χάλκινα αγάλματα μεγέθους μεγαλύτερου του φυσικού είχαν τοποθετηθεί πάνω σε
βάθρα διακοσμημένα με εγχάρακτες ασπίδες και σε κόγχες στους τοίχους.
Δεύτερη Φάση
Η καταστροφή του κτηρίου θεωρείται ότι οφείλεται στην
κατάρρευση της στέγης του. Ανοικοδομήθηκε άμεσα την περίοδο του Αντωνίνου του
Ευσεβούς, περίπου το 150 μ.κ.χ. Δραστικά τροποποιήθηκε το σχέδιο στο εσωτερικό
και στο εξωτερικό του κτηρίου: στο εσωτερικό, το μεγάλο αμφιθέατρο χωρίστηκε σε
δύο ευρύχωρους ανεξάρτητους χώρους με έναν μεγάλο εγκάρσιο τοίχο, ο οποίος
περιόρισε κατά 7,66 μ.
το μήκος της αίθουσας και συνεπώς το εμβαδόν το οποίο έπρεπε να στεγαστεί.
Το βόρειο τμήμα διαμορφώθηκε σε ένα μικρό θέατρο,
χωρητικότητας 500 ατόμων, ενσωματώνοντας και το κτήριο της σκηνής και το ήμισυ
των εδράνων που προϋπήρχαν. Τώρα υπήρχε ανάγκη να διαμορφωθεί μια περισσότερο
άνετη βόρεια είσοδος, που προηγουμένως εξυπηρετούσε μόνο τους επισήμους και
τους ηθοποιούς και τους μουσικούς. Έτσι κατεδαφίστηκαν ο βόρειος τοίχος της
σκηνής, καθώς και το πρόπυλο, και αντικαταστάθηκαν από μια ανοικτή στοά, η
οποία αντί να στηρίζεται σε κίονες στηρίζεται σε σειρά ολόγλυφων μορφών, γονατιστών
Γιγάντων και Τριτώνων (μισοί γενειοφόροι άνδρες, μισοί ψάρια). Αντίστοιχα, στα
δύο αετώματα του κτηρίου υπήρχαν, στο κέντρο, ανάγλυφα, όπου εμφανιζόταν το
ελαιόδενδρο της Αθηνάς με κουλουριασμένο γύρω του το ιερό φίδι της θεάς.
Η χρονολόγηση του κτηρίου προκύπτει από το όνομα του άρχοντα
Διονυσίου που εμφανίζεται πάνω στα σφραγίσματα που κοσμούν τις κεραμίδες. Η
χρονολογία αυτή συμβαδίζει και με την τεχνοτροπία των γλυπτών μορφών του
διακόσμου. Ο Τραυλός θεωρεί ότι ο Παυσανίας είδε το κτήριο πριν από την
καταστροφή του. Κάτι τέτοιο όμως δε συνάγεται παρά μόνον από την απουσία κάθε
σχολίου για το γεγονός. Το επιχείρημα αυτό όμως δε στέκει: αρκεί να αναφέρουμε
το γεγονός ότι ο Παυσανίας αγνοεί ένα τόσο σημαντικό στοιχείο όπως ότι ο «Ναός
του Άρεως» μεταφέρθηκε στη θέση που είναι από αλλού.
Στο γλυπτό διάκοσμο του κτηρίου υπάρχουν άμεσες αναφορές στο παρελθόν της Αθήνας, τόσο το μυθολογικό όσο και το καλλιτεχνικό. Οι Τρίτωνες, από τη μέση και επάνω, αντιγράφουν τη μορφή του Ποσειδώνα από το δυτικό αέτωμα του Παρθενώνα, ενώ και οι Γίγαντες είναι ελεύθερες αποδόσεις της μορφής του Ηφαίστου από το ανατολικό αέτωμα του ίδιου μνημείου.
Το κτήριο δεν έπαψε να χρησιμοποιείται ως ωδείο, τουλάχιστον
ως το 160 μ.κ.χ. περίπου, όταν ο Ηρώδης ο Αττικός έχτισε το ωδείο στη νότια
κλιτύ της Ακρόπολης, προς τιμήν της συζύγου του. Οι μαρτυρίες για τη χρήση του
αναφέρονται μόνο σε διαλέξεις φιλοσόφων. Ο Φιλόστρατος αναφέρει ότι ο
Απολλώνιος ο Τυανεύς παρακολούθησε μια διάλεξη στο συγκεκριμένο κτήριο. Αν και
γράφει στον 3ο αι. μ.κ.χ. αναφέρεται σε γεγονότα του 117 μ.κ.χ., και επομένως η
μαρτυρία του δεν είναι ασφαλής ούτε για τη μία ούτε για την άλλη περίοδο. Στο
άλλο απόσπασμα αναφέρεται διάλεξη που καθυστέρησε, επειδή ο Ηρώδης άργησε να
προσέλθει, οπότε, μπροστά στην αγανάκτηση του κοινού, ο ρήτορας πήρε την
πρωτοβουλία να αρχίσει χωρίς να περιμένει τον πάτρωνά του.
Μετά την καταστροφή του, τμήματα του κτηρίου χρησιμοποιήθηκαν για την ανέγερση του τεράστιου «Ανακτόρου των Γιγάντων», που ήταν γυμνάσιο ή ανάκτορο κάποιου αξιωματούχου – είναι μάλιστα πολύ πιθανό να ήταν η κατοικία της οικογένειας της αυτοκράτειρας Ευδοκίας (5ος αι. μ.κ.χ.). Το κτήριο αυτό περιλάμβανε λουτρά και είχε πολλά δωμάτια, τα οποία ανοίγονταν σε δύο περίστυλες αυλές και στον ιδιαίτερα μεγάλο κήπο. Την πρόσοψη κοσμούσαν τέσσερις από τους έξι Τρίτωνες και Γίγαντες του ωδείου της δεύτερης φάσης, στημένοι πάνω σε ψηλά βάθρα. Οι τρεις σώζονται ακόμη στη θέση τους, ενώ έχουν βρεθεί διάφορα τμήματα από τους υπόλοιπους (δύο από τα κεφάλια βρέθηκαν στην Ελευσίνα!).
Έργα Τέχνης
Ο Παυσανίας αναφέρει το ωδείο μόνο όταν μιλάει για ένα
αξιόλογο άγαλμα του Διονύσου που στεγαζόταν εκεί και έτσι αποσιωπάται το
γεγονός ότι αποτελεί ένα εντυπωσιακό κτήριο που δεσπόζει στη νότια πλευρά της
Αγοράς. Θραύσματα ενός κολοσσιαίου αγάλματος από μάρμαρο έχουν υποθετικά
ταυτιστεί με το συγκεκριμένο άγαλμα.
Θεωρείται ότι τα αγάλματα καθήμενων ανδρικών μορφών, που
πιθανόν παρουσιάζουν φιλοσόφους (δύο από αυτά βρέθηκαν στον παρακείμενο χώρο,
το ένα ενδέχεται να παρουσιάζει τον Επίκουρο), συμπλήρωναν το γλυπτό διάκοσμο
της πρόσοψης του ωδείου της δεύτερης φάσης. Τα χαμηλά βάθρα τους ήταν στημένα
μπροστά από εκείνα των Τριτώνων και των Γιγάντων. Ενδεχομένως να υπήρχαν και
δύο βάθρα μπροστά από τους πεσσούς που πλαισίωναν τους Τρίτωνες και τους
Γίγαντες, στη στοά του ωδείου, ώστε να συμπληρωθεί ο αριθμός των οκτώ
φιλοσόφων, με δύο αντιπροσώπους από καθεμιά από τις τέσσερις σημαντικές
φιλοσοφικές σχολές (Ακαδημία, Περίπατος, Στοά, Επικούρεια).
Μπροστά από τη δυτική στοά της πρόσοψης υπάρχει ένα βάθρο,
όπου θεωρείται ότι ήταν τοποθετημένο το χάλκινο άγαλμα ανδρός σε άρμα.
Κοντά στο «Ναό του Άρεως», και άρα στο χώρο πλησίον του
ωδείου, ο Παυσανίας παρατήρησε και αναγνώρισε τα αγάλματα του Ηρακλή, του
Θησέα, του Απόλλωνα, του Καλάδη (άγνωστη μορφή σε μας) και του Πινδάρου. Κοντά
σε εκείνο το σημείο βρίσκονταν τα αγάλματα των τυραννοκτόνων, του Αρμοδίου και
του Αριστογείτονος. Αναφέρει τα αγάλματα των Αιγύπτιων βασιλέων (από τους
οποίους κατονομάζει τον Πτολεμαίο Λάγου, τον Πτολεμαίο Σωτήρα και τον
Πτολεμαίο Φιλάδελφο με την αδελφή του Αρσινόη), του Φιλίππου και του
Αλεξάνδρου, του Λυσιμάχου και του Πύρρου (χωρίς να εξειδικεύει όμως για το αν
τα δύο τελευταία ήταν στο ίδιο σημείο της Αγοράς ή σε άλλο σημείο της πόλης).
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)