Στη Θεσσαλία υπήρχε κάποτε μια πόλη που την έλεγαν Τραχίνα.
Βασιλιάς της ήταν ο Κήυκας, νέος, πλούσιος, γενναίος και όμορφος, χαρίσματα που
δύσκολα θα μπορούσε να βρει κανείς σε έναν άνθρωπο συγκεντρωμένα. Όταν ο Κήυκας
αποφάσισε να παντρευτεί διάλεξε για γυναίκα του την όμορφη Αλκυόνη. Μητέρα της
Αλκυόνης ήταν η Ενάρετη και πατέρας της ένας αθάνατος, ο θεός των ανέμων,
Αίολος. Κι’ ήταν φυσικό, σαν κόρη θεού, να ήταν πολύ όμορφη η Αλκυόνη. Παρόλο
που όλα τα παλικάρια και οι βασιλιάδες της περιοχής τη ζητούσαν σε γάμο, εκείνη
διάλεξε τον Κήυκα. Η ένωσή τους ήταν τέλεια κι ένιωθαν τόσο ευτυχισμένοι, ώστε
να νομίζουν ότι δεν ήταν κοινοί άνθρωποι. Σιγά σιγά, άρχισαν να πιστεύουν ότι
είναι ισάξιοι των Θεών.
Ο Κήυκας θεώρησε τον ευατό του ισάξιο του Δία και η Αλκυόνη
ισάξιο της Ήρας. Μάλιστα ο Κήυκας πρότεινε στην Αλκυόνη να πάψουν να φωνάζουν ο
ένας τον άλλο με τα πραγματικά τους ονόματα, αλλά με τα αντίστοιχα των Θεών που
πίστευαν ότι είναι ισάξιοί τους. Δηλαδή η Αλκυόνη θα αποκαλούσε τον σύζυγό της
«Δία» και αυτός την Αλκυόνη «Ήρα». Θέλησαν επίσης να υποχρεώσουν και τους
κατοίκους της περιοχής να τους αποκαλούν έτσι. Η ευτυχία του ζευγαριού, τους
είχε κάνει πραγματικά και τους δύο τυφλούς και υπερβολικά περήφανους. Δεν τους
πέρασε από το νου ότι έτσι θα προκαλούσαν την οργή των θεών και ιδιαίτερα του
Δία.
Πράγματι, όταν ο Δίας το έμαθε, εξοργίστηκε και αποφάσισε να
τιμωρήσει παραδειγματικά τον Κήυκα, αφού αυτός ήταν ο εμπνευστής αυτής της
ασέβειας. Μια μέρα, λοιπόν, ο Κήυκας μπήκε στο καράβι του για ένα κοντινό ταξίδι.
Ξαφνικά, πυκνά σύννεφα εμφανίστηκαν στον ουρανό και αστραπές έζωναν το καράβι
του Κήυκα. Η οργή του Δία ήταν έκδηλη, ώσπου ένας ισχυρός κεραυνός από τον
Όλυμπο χτύπησε το καράβι και το έκανε κομμάτια. Ο Κήυκας βρέθηκε στη θάλασσα
αβοήθητος και σε λίγο πελώρια κύματα τον κατέπνιξαν παρασύροντας τον στα βάθη
του πελάγους.
Όταν η Αλκυόνη έμαθε το δυσάρεστο συμβάν έτρεξε αμέσως στην
ακρογιαλιά για να βρει τον αγαπημένο της σύζυγο. Με την ψυχή της γεμάτη φρίκη
και αγωνία άρχισε να τρέχει δεξιά κι αριστερά φωνάζοντας και κοιτώντας προς το
πέλαγος μα δυστυχώς δεν έβλεπε τίποτα. Εκτός από μερικά σπασμένα σανίδια από το
καράβι.
Κάθισε τότε απελπισμένη σε ένα βράχο και άρχισε να κλαίει
απαρηγόρητα με τις ώρες. Πέρασε η μέρα, έφθασε η νύχτα, ήρθε η επόμενη μέρα,
αλλά η Αλκυόνη έμενε εκεί συνεχίζοντας να θρηνεί για τον χαμό του αγαπημένου
της συζύγου. Ο Δίας, την πήρε κάποια στιγμή είδηση και την λυπήθηκε. Για να
δώσει τέλος στο μαρτύριό της την μεταμόρφωσε σε πουλί. Είναι ένα όμορφο πουλί
που πήρε το όνομά της, και το οποίο ζει πάντα κοντά στη θάλασσα, λες και
περιμένει να εμφανιστεί μέσα από τα κύματα ο χαμένος Κήυκας.
Η Αλκυόνη γεννούσε τα αυγά της, μέσα στο καταχείμωνο και τα
κλωσούσε στα βράχια της ακτής. Μα τα αγριεμένα κύματα ορμούσαν στη στεριά,
σκαρφάλωναν στους βράχους, κατέστρεφαν τη φωλιά και έσπαγαν τα αυγά της. Τη
λυπήθηκε ξανά ο Δίας και πήρε την απόφαση λίγες μέρες κάθε Γενάρη να
καταλαγιάζουν οι άνεμοι, να ηρεμεί η θάλασσα και να ξαστερώνει ο ουρανός ώστε
να ζεσταίνει ο ήλιος την πλάση. Έτσι, δεκαπέντε μέρες περίπου κάθε Γενάρη, ο
ουρανός είναι ολοκάθαρος και ο καιρός ζεστός ώστε να μπορεί η Αλκυόνη να
κλωσάει τα αυγά της ώσπου να βγουν τα πουλάκια. Αυτές τις ξάστερες και ζεστές
μέρες του Γενάρη οι αρχαίοι Έλληνες τις ονόμαζαν Αλκυονίδες μέρες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου