Στην ελληνική μυθολογία με το όνομα Καλυδώνιος Κάπρος είναι
γνωστό ένα φοβερό στο μέγεθος και στη δύναμη αγριογούρουνο, το οποίο έστειλε η
θεά Άρτεμις για να τιμωρήσει τον βασιλιά της πόλεως Καλυδώνας στην Αιτωλία.
Σύμφωνα με τον μύθο, ο βασιλιάς της Καλυδώνας Οινέας
προσέφερε τους πρώτους ετήσιους καρπούς της χώρας προς όλους τους θεούς εκτός
από την Άρτεμη. Η θεά τότε από την οργή της έστειλε τον Κάπρο, που σκότωνε τους
γεωργούς όταν πήγαιναν να σπείρουν και προκαλούσε καταστροφές γενικώς στα
υπάρχοντα των χωρικών. Τότε ο Μελέαγρος, γιος του Οινέα και της Αλθέας, για να
απαλλάξει τη χώρα από το θηρίο, κάλεσε τους περισσότερους από τους ήρωες της
Ελλάδας και τους υποσχέθηκε ότι όποιος κατόρθωνε να το σκοτώσει θα έπαιρνε ως έπαθλο
το τομάρι και το κεφάλι του θηρίου.
Ακολούθησε το περίφημο «κυνήγι του Καλυδωνίου Κάπρου», στο
οποίο πήραν μέρος οι πιο ονομαστοί μυθικοί ήρωες της εποχής (ο Βακχυλίδης στα
«Επινίκια» τους αποκαλεί «αρίστους των Ελλήνων»). Με αλφαβητική σειρά αναφέρονται
οι παρακάτω: Αγκαίος ο Τεγεάτης, Άδμητος, Άκαστος, Άλκωνας, Αμφιάραος,
Ασκληπιός, Αταλάντη, Δευκαλίωνας (γιος του Μίνωα), Διόσκουροι (Κάστορας και
Πολυδεύκης), Δρύας (ο γιος του Άρη), Εναίσιμος, Έποχος (ο γιος του Λυκούργου),
Ευρύπυλος, Ευρυτίων, Εύρυτος του Ερμή, Εύφημος, Εχίονας, Θησέας, Ιάσονας,
'Ιδας, Ιόλαος, 'Ιππασος (ο γιος του Ευρύτου), Ιππόθους, Ιφικλής, Ίφικλος,
Καινέας, Κηφέας, Κομήτης (γιος του Θεστίου), Λαέρτης, Λέλεγας, Λεύκιππος,
Λυγκέας, Μελέαγρος (γιος του Οινέως), Μόψος, Νέστορ, Πανοπαίος, Πειρίθους,
Πηλέας, Πλέξιππος, Πρόθους (γιος του Θεστίου), Τελαμώνας, Τοξέας, Υλέας,
Φοίνικας, Φυλέας,
Αφού πρώτα φιλοξενήθηκαν οι ήρωες στα ανάκτορα του Οινέως επί εννέα ημέρες, αποφάσισαν
να βγουν για να συναντήσουν το αγριογούρουνο. Όμως, ο Αγκαίος και στον
Κηφέας δεν ήθελαν να κυνηγήσουν συντροφιά με μια γυναίκα, την Αταλάντη, γιατί
το θεωρούσαν υποτιμητικό. Ήταν έτοιμοι να συμφωνήσουν κι άλλοι κυνηγοί, όταν ο
Μελέαγρος δήλωσε για λογαριασμό του Οινέα ότι αν δεν δέχονταν να αποσύρουν την
ένσταση τους, θα ματαίωνε εντελώς το κυνήγι . Η αλήθεια είναι ότι ο Μελέαγρος
ήταν παντρεμένος με την κόρη του Ίδα, την Κλεοπάτρα, αλλά τώρα ένιωσε ξαφνικών
έρωτα για την Αταλάντη και ήθελε να κερδίσει τη συμπάθειά της. Οι θείοι του, τα
αδέλφια της Αλθαίας, αντιπάθησαν το κορίτσι από την πρώτη στιγμή, πεπεισμένοι
ότι η παρουσία του μόνο φασαρίες μπορούσε να φέρει Έτσι το κυνήγι άρχισε με
κακούς οιωνούς όσο γι ‘αυτό, είχε φροντίσει και η ίδια η Άρτεμις.
Ο Αμφιάραος και η Αταλάντη ήταν οπλισμένοι με τόξα και βέλη,
άλλοι είχαν ειδικές λόγχες, κοντάρια ή πελέκια και όλοι αδημονούσαν τόσο να
κερδίσουν ο καθένας για λογαριασμό του τη δορά ώστε η πειθαρχία του κυνηγίου
παραμελήθηκε. Με υπόδειξη του Μελέαγρου η συντροφιά προχώρησε σε σχήμα
μισοφέγγαρου μέσα στο δάσος όπου είχε τη μονιά του ο αγριόχοιρος, σε απόσταση
μερικών βημάτων ο ένας από τον άλλο.
Το πρώτο αίμα πού χύθηκε ήταν ανθρώπινο. Όταν η Αταλάντη (η
μόνη γυναίκα στο κυνήγι) πήρε θέση στο άκρο δεξιό πλευρό, σε κάποια
απόσταση από τούς άλλους κυνηγούς, δύο Κένταυροι, ο Υλαιος και ο Ροικος,
αποφάσισαν να τη βιάσουν ο καθένας βοηθώντας τον άλλο με τη σειρά του. Αλλά
αμέσως μόλις έτρεξαν προς τη μεριά της, αυτή τούς σκότωσε και τούς δύο με το
τόξο της και πήγε να κυνηγήσει στο πλευρό του Μελέαγρου.
Σε λίγο ξετρύπωσαν τον κάπρο από ρέμα κατάφυτο με ιτιές. Το
ζώο βγήκε πηδώντας, σκότωσε δύο από τούς κυνηγούς, σακάτεψε άλλον και ανάγκασε
τον Νέστορα, να σκαρφαλώσει σε δέντρο . Ο Ιάσων και μερικοί άλλοι έριξαν στον
αγριόχοιρο άστοχα κοντάρια, και μόνο ο Ιφικλής κατόρθωσε να του γδάρει τον ώμο.
Τότε ο Τελαμών και ο Πηλεύς προχώρησαν θαρρετά με τις λόγχες τους αλλά ο
Τελαμών σκόνταψε στη ρίζα ενός δέντρου, και ενώ ο Ηλεύς τον τραβούσε για να τον
στήσει στα πόδια του, ο κάπρος τούς είδε και όρμησε. Η Αταλάντη έριξε την
κατάλληλη στιγμή ένα βέλος, πού χώθηκε πίσω από το αυτί του κάπρου κάνοντας τον
να τρέξει μανιασμένος . Ο Αγκαίος χάρηκε, τότε, που το άστοχο βέλος της
Αταλάντης δεν κατάφερε να σκοτώσει το θηρίο. «Δεν κυνηγάνε έτσι! Κοιτάχτε εμένα»
φώναξε και πέταξε το τσεκούρι του πάνω στο αγριογούρουνο που εκείνη τη στιγμή
ωρμούσε κατά πάνω του, αλλά ο Αλκαίος δεν ήταν αρκετά γρήγορος, την άλλη στιγμή
βρέθηκε καταγής, ευνουχισμένος και ξεκοιλιασμένος. Πάνω στην έξαψη του, ο
Πηλεύς σκότωσε τον Ευρυτίωνα με δόρυ πού προοριζόταν για τον κάπρο, τον οποίο
ο Αμφιάραος είχε κατορθώσει να τυφλώσει μ’ ένα βέλος. Κατόπιν ο κάπρος ρίχτηκε
στον Θησέα που το ακόντιό του είχε ξαστοχήσει. Αλλά ο Μελέαγρος έριξε κι αυτός
και διαπέρασε το αριστερό πλευρό του κάπρου, και υστέρα, καθώς το ζώο από τον
πόνο στροβιλιζόταν γύρω γύρω, προσπαθώντας να απαλλαγή από το ακόντιο, ο Μελέαγρος
του έμπηξε την λόγχη βαθιά κάτω από την αριστερή ωμοπλάτη, ως την καρδιά . Ο
κάπρος έπεσε νεκρός . Ο Μελέαγρος έγδαρε ευθύς τον κάπρο και πρόσφερε τη δορά
στην Αταλάντη λέγοντας της «Εσύ έχυσες το πρώτο αίμα, και αν εμείς είχαμε αφήσει
το ζώο ήσυχο, δεν θα αργούσε να υποκύψει στο βέλος σου».
Στους θείους του, όμως στ’ αδέλφια της μητέρας του, της
Αλθαίας, δεν άρεσε καθόλου αυτό με αποτέλεσμα ν’ ανάψει μεγάλος καυγάς. Ο ένας
θείος, ο Πλέξιππος, ο μεγαλύτερος, επέμενε ότι τη δορά την είχε κερδίσει ο
Μελέαγρος, κι ότι αφού δεν το ήθελε αυτός το σωστό ήταν να το έπαιρνε ο πιο
σπουδαίος απ’ όσους είχανε πάρει μέρος στο κυνήγι. Και μ’ αυτό εννοούσε τον εαυτό
του επειδή τύχαινε να είναι κουνιάδος του Οινέα. Ο μικρότερος αδελφός του
Πλέξιππου, πάλι, υποστήριζε ότι ο Ιφικλής κι όχι η Αταλάντη πλήγωσε πρώτος το
ζώο. Τότε ο Μελέαγρος, τυφλωμένος από την αγάπη του για την Αταλάντη, τράβηξε
το σπαθί του και τους σκότωσε και τους δύο.
Η Αλθαία, καθώς παρακολουθούσε να φέρνουν πίσω τούς νεκρούς,
καταράστηκε τον γιο της. Τ’ άλλα δυο της αδέλφια μάζεψαν τότε όλους τους
Κουρήτες απ’ όλη την Ελλάδα και πολιόρκησαν την Καληδώνα με πολύ στρατό. Ύστερα
κάνανε επίθεση και σκότωσαν πολλούς από τους υπερασπιστές της.
Ο Μελέαγρος θέλησε κι αυτός να τρέξει στη μάχη να πολεμήσει
για την Καληδώνα, αλλά τον εμπόδισε η κατάρα της Αλθαίας. Τελικά η γυναίκα του
Κλεοπάτρα, τον έπεισε να πάει να πολεμήσει. Έτρεξε, λοιπόν, στα τείχη να
πολεμήσει και πάνω στη μάχη σκότωσε τους δύο υπόλοιπους θείους του, που ήτανε
για κακή του τύχη προστατευόμενοι του Απόλλωνα. Τότε οι Ερινύες ορμήνεψαν στην
Αλθαία και της είπαν να βγάλει το ξεχασμένο κούτσουρο από το σεντούκι και να το
ρίξει στη φωτιά. Σε λίγη ώρα το κούτσουρο έγινε στάχτη κι ο Μελέαγρος, που
πολεμούσε ακόμα πάνω στα τείχη, εκείνη τη στιγμή ένιωσε ξαφνικά μια αδιαθεσία.
Βρήκαν τότε την ευκαιρία οι Κουρήτες και πέσαν πάνω του και τον σκότωσαν.
Ύστερα η Αλθαία και η Κλεοπάτρα κρεμάστηκαν μόνες τους και
τις αδελφές του Μελεάγρου πού θρηνούσαν, η Άρτεμις τις μεταμόρφωσε, εκτός από
δύο, σε μελεαγρίδες (φραγκόκοτες), πού τις πήγε στο νησί της τη Λέρο.
ΜΙΑ ΩΡΑΙΑ ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΑ!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή