Γεννήθηκε στους Λεοντίνους της Σικελίας το 485 π.κ.χ. Πατέρας του ήταν ο Χαρμαντίδης και καταγόταν από μία οικογένεια της οποίας η πλειοψηφία των μελών της ήταν γιατροί. Μάλιστα το όνομα Γοργίας ήταν πολύ συνηθισμένο ανάμεσα στους γιατρούς και το πιο πιθανό του δόθηκε από τους γονείς του γιατί πίστευαν ότι όταν μεγάλωνε θα ακολουθούσε αυτό το θείο λειτούργημα. Ήταν μαθητής του Εμπεδοκλή και λέγεται ότι τον είχε παρακολουθήσει πολλές φορές να κάνει θαύματα. Είχε εντρυφήσει και στον στοχασμό των Ελεατών, καθώς και στην ρητορική με δάσκαλο τον Τεισία. Μεγαλώνοντας απέκτησε τρανή φήμη και πλούτο ως διδάσκαλος της ρητορικής, ταξιδεύοντας σε πολλές πόλεις της Ελλάδας. Μερικοί από τους μαθητές του ήταν ο Ισοκράτης και ο Αλκιδάμαντας ο Eλεάτης. O Ισοκράτης συνήθιζε να ισχυρίζεται ότι ο Γοργίας διέθετε «εγωκεντρικό χαρακτήρα». Ήταν, λοιπόν, ρήτορας, σοφιστής και σκεπτικός φιλόσοφος. Σύμφωνα με τον σκεπτικισμό, ο άνθρωπος πιστεύεται ότι δεν θα μπορέσει ποτέ να γίνει κάτοχος της πραγματικής γνώσης όσον αφορά το επέκεινα, κι επίσης, αποκλείεται από το να έχει «δικαιολογημένες γνώμες σχετικά με το οτιδήποτε».
Το 427 η πόλη του βρισκόταν υπό επίθεσης των Συρακούσιων. Οι Λεοντίνοι ήταν άποικοι των Χαλκιδέων κι είχαν επίσης συγγένεια και με τους Αθηναίους. Για αυτό ακριβώς τον λόγο αποφάσισαν να ζητήσουν βοήθεια από τους Αθηναίους και έστειλαν αποστολή, επικεφαλής της οποίας τέθηκε ο Γοργίας. Οι Αθηναίοι πάντα έτρεφαν μία ιδιαίτερη αδυναμία στους λόγους και την διαλεκτική, και ενθουσιάστηκαν με το παράξενο ύφος που χρησιμοποίησε ο Γοργίας. Κατάφερε λοιπόν να τους πείσει να συμμαχήσουν μαζί τους.
Για τον Γοργία η ρητορική μπορεί να θεωρηθεί αυτοσκοπός. Είχε ιδιαίτερες κριτικές ικανότητες και τα ορθολογικά του επιχειρήματα ήταν αξεπέραστα. Μάλιστα, ήταν ιδιαιτέρως περήφανος για το γεγονός ότι: «κανείς δεν μπορεί να πει τα ίδια με μένα πιο βραχυλογικά από μένα», καθώς και για το ότι αυτοσχεδίαζε με μεγάλη ευκολία. Συχνά, έχοντας πλήρη επίγνωση, αλλά και εμπιστοσύνη, στις ρητορικές του ικανότητες, πρότεινε στους ακροατές του να θέσουν εκείνοι το θέμα. Γεγονός που σήμαινε ότι δεν θα μπορούσε να έχει προετοιμάσει το λόγο του από το σπίτι. Πίστευε ότι είχε ως καθήκον να κάνει τους νέους ικανούς ρήτορες, γιατί ο Γοργίας θεωρούσε την τέχνη της πειθούς (την ρητορική με άλλα λόγια) ως το ύψιστο αγαθό. Μάλιστα την τοποθετούσε πάνω από τα πλούτη, ακόμα πάνω και από την υγεία, γιατί θεωρούσε ότι όποιος την κατείχε καλά μπορούσε να εξουσιάζει και να κατευθύνει τους ανθρώπους σύμφωνα με τις προσωπικές του επιθυμίες. Όπως συχνά έλεγε, κατάφερνε να τους υποδουλώνει με την θέλησή τους και όχι με τη βία. Επομένως, αυτή η τέχνη είναι κάτι που ένας άνδρας, ο οποίος ενδιαφέρεται να ασχοληθεί με την πολιτική ζωή και τα κοινά του τόπου του, οφείλει να κατέχει. Η εξουσία, που προσφέρει η ρητορική στους ανθρώπους, μπορεί να αποκτηθεί μέσα από την μελέτη και την εξάσκηση. Έτσι, βλέπουμε πλέον την αλήθεια να δίνει την θέση της στην αληθοφάνεια. Για αυτόν τον λόγο, οι επικριτές του (μεταξύ των οποίων ήταν και ο Σωκράτης κι ο Πλάτων) τον κατηγορούν ότι ο ρήτορας δεν «διδάσκει» την διαφορά ανάμεσα στο δίκαιο και το άδικο, απλά πείθει τον αμαθή κι απαίδευτο όχλο. Σε αντίθεση, δεν μπορεί να επηρεάσει τους μορφωμένους , οι οποίοι προστατεύονται από την γνώση. Ο Πλάτων αποφασίζει να γράψει ένα έργο, το επονομαζόμενο «Γοργίας», στο οποίο κατάκρινε τον συγκεκριμένο ρήτορα, γελοιογραφώντας τον έντονα και παρουσιάζοντας τον ως ένα άτομο που καυχιέται ως παντογνώστης. Υπάρχουν μαρτυρίες ότι όταν ο Γοργίας το διάβασε, είπε στους κοντινούς του ανθρώπους: «Πόσο καλά ξέρει ο Πλάτων να σατιρίζει»! Στον πλατωνικό διάλογο βλέπουμε τον Σωκράτη να ισχυρίζεται ότι έναν άτομο που φιλοσοφεί και έχει αποφασίσει να ζει χωρίς να αδικεί κανέναν, δεν έχει καμία ανάγκη της ρητορικής, η οποία θεωρείται επικίνδυνη, αφού μπορεί να προκαλέσει βλάβη στην ψυχή. Η βασική διαφορά τους είναι ότι η φιλοσοφία αντιπροσωπεύει την αλήθεια, ενώ η ρητορική την αληθοφάνεια. Βέβαια, ο Γοργίας αντιλαμβάνεται τους κινδύνους που ελλοχεύουν από την τέχνη της πειθούς, η οποία είναι ικανή να προκαλέσει τόσο το καλό, όσο και το άδικο, ανάλογα με το πώς θα χρησιμοποιηθεί από τον χρήστη της. Αυτή η συνειδητοποίησή του είναι που κάνει συχνά τον Σωκράτη και τον Πλάτωνα να είναι ανεκτικοί απέναντί του και να τον αποκλείουν από την τάξη των σοφιστών, που τόσο πολέμησαν. Ο Αριστοφάνης, από την άλλη, παρέμεινε εφόρου ζωής ο πιο ειρωνικός επικριτής του, αφού δεν εμπιστευόταν τους ξενόφερτους ρήτορες- σοφιστές, και καταδίκαζε την ενασχόλησή τους με την πολιτική για ηθικούς λόγους κι όχι μόνο.
Ο Γοργίας έζησε στην εποχή όπου ο λόγος κυριαρχεί. Θεωρούσε ότι ο ρήτορας οφείλει να είναι διαφορετικός από τους άλλους ανθρώπους. Ο ρήτορας, λοιπόν, μπορεί να παραμείνει ελεύθερος , μετατρέποντας τον ασταθή και εύπιστο λαό σε μίας μορφής υποχείριού του. Αυτήν την ικανότητα υποσχόταν ο Γοργίας να παράσχει στους μαθητές του. Αρχικά πολλοί θέλησαν να μαθητεύσουν κοντά του, και λεγόταν ότι είχε «μαθητές αρίστους». Στους μετέπειτα, όμως, η τάση του για επαναλήψεις και για περιττολογίες θεωρήθηκε κουραστική. Ήταν ο πιο ακριβοπληρωμένος ανάμεσα στους σοφιστές, εισπράττοντας 100 μνες. Βέβαια, αν και έγινε πλούσιος από το επάγγελμα του, κληροδότησε ελάχιστα χρήματά μετά τον θάνατο του, γεγονός που σχολιάστηκε αρνητικά, μια και δεν έκανε γενικότερα ιδιαίτερα έξοδα, αφού ούτε παντρεύτηκε ποτέ, ώστε να έχει οικογενειακά έξοδα, αλλά και δεν έμενε για μεγάλο χρονικό διάστημα σε μία πόλη, ώστε να πληρώνει φόρους. Κάποιοι θεωρούν ότι το πιο πιθανό ήταν να ξόδεψε ένα τεράστιο ποσό από τα κέρδη του για να στήσει τον ολόχρυσο ανδριάντα του (όχι επίχρυσο όπως συνηθιζόταν έως τότε) στους Δελφούς, γεγονός που προκάλεσε αρκετούς να τον κατηγορήσουν για επίδειξη πλουτισμού. Βέβαια, υπάρχει και η πεποίθηση ότι ο ανδριάντας ήταν αφιέρωμα από τους Λεοντίνους ή γενικότερα από τους Έλληνες, οι οποίοι θαύμαζαν τον εκπληκτικό σοφιστή. Επίσης, λεγόταν ότι συχνά ντυνόταν με πορφυρά ρούχα, που ενδυναμώνει τις αρνητικές εντυπώσεις όσον αφορά τον εγωκεντρισμό του.
Έγραψε πολλά έργα, μεταξύ των οποίων ήταν τα : «Περί του μη όντος», «Υπέρ Παλαμίδους απολογία» και «Ελένης εγκώμιον». Θα μπορούσαμε να τον αποκαλέσομε μηδενιστή, αφού αρνείται την ύπαρξη του όντος του Παρμενίδη. Συγχρόνως, θεωρεί ότι το να πιστεύουμε ότι ο άνθρωπος μπορεί να αποκτήσει την γνώση είναι μία ψευδαίσθηση, αφού το Ον, εάν υπάρχει, δεν μπορεί ούτε να κατανοηθεί, αλλά ακόμα κι αν κατανοηθεί, δεν μπορεί να μεταδοθεί αυτή η γνώση σε άλλους ανθρώπους. Για αυτό ακριβώς τον λόγο, δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην ίδια τη ζωή και στον κόσμο των φαινομένων, θεωρώντας εντελώς ανώφελη την αναζήτηση της αλήθειας. Επίσης, εισήγαγε την άποψη για την υποκειμενικότητα των ιδεών και ανέλυσε πολλά ηθικά ζητήματα, πχ ‘τι εστί αρετή;’ Το ύφος του ήταν αντιθετικό. Είναι ο πρώτος που έβαλε την ποιητική έκφραση στον πεζό λόγο, μαγεύοντας το πλήθος χρησιμοποιώντας περίτεχνες μεταφορές και νεωτεριστικά στοιχεία. Γενικότερα, έκανε την χρήση διαφόρων μεθόδων – εκφραστικών τεχνικών, όπως τα ισόκωλα, τις αντιθέσεις, τα ομοιοτέλευτα και τα πάρισα, για να πλουτίσει και για να δημιουργήσει μιας μορφής μουσικότητας στον λόγο του. Μάλιστα όλα αυτά τα σχήματα λόγου ονομάστηκαν γοργίεια προς τιμή του. Ο ίδιος τα αποκαλούσε «στολίδια» και τα χρησιμοποιούσε σε επίπεδο υπερβολής. Πρώτος αυτός έφτιαξε ρητορικούς κανόνες. Και για όλα αυτά, άνετα μπορεί να χαρακτηριστεί ως ο πατέρας της σοφιστικής, αφού έγινε το πρότυπο και μιμήθηκε από πολλούς. Μάλιστα θεωρείται ότι ο επιτάφιος που εκφώνησε ο Περικλής, ο οποίος είχε γραφτεί από την Ασπασία από την Μίλητο, ήταν γεμάτος από γοργίεια σχήματα. Κάποιοι όμως λένε ότι δύο χρόνια πριν την άφιξή του Γοργία στην Αθήνα είχε ήδη πεθάνει ο Περικλής, επομένως οποιασδήποτε μορφής ομοιότητας του «επιταφίου» με το στυλ ομιλίας του Γοργία είναι εντελώς τυχαία.
Πρώτη φορά αυτός επέλεξε να χρησιμοποιήσει ως ομιλητής την αττική διάλεκτο, και κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών αγώνων, απευθυνόμενος σε όλους τους Έλληνες, την χρησιμοποίησε στον λόγο του, όταν τους προέτρεψε να μονιάσουν. Τους επέπληξε ότι είναι αισχρό και θλιβερό οι Έλληνες να χαίρονται για λάφυρα- τρόπαια που κερδήθηκαν από τα ομόαιμα αδέλφια τους (δηλαδή από τις άλλες ελληνικές πόλεις), ενώ θα έπρεπε να πολεμούν από κοινού τους βαρβάρους , εν τη αύτη περίπτωση τους Πέρσες. Τόνισε, λοιπόν, την ανάγκη για μια πανελλήνια σύμπραξη.
Στις διάφορες πόλεις που ταξίδεψε , δεν γινόταν πάντα αποδεκτός. Είναι γεγονός ότι στο Άργος, επέβαλαν ακόμα και χρηματική ποινή σε όσους τολμούσαν να παρακολουθήσουν τα μαθήματά του. Στην Λάρισα, από την άλλη, έγινε ιδιαίτερα αγαπητός, παραμένοντας πολλά χρόνια με την οικογένεια των Αλευαδών και συνδεόμενος στενά με τον Ιάσονα, τον τύραννο της Θεσσαλίας. Μάλιστα, οι Θεσσαλοί άρχισαν «να ταυτίζουν το ‘ρητορεύω’ με το ‘μιμούμαι τον Γοργία’».
Πέθανε όντας 108 ετών, έχοντας διατηρήσει πολύ καλή υγεία, διανοητική διαύγεια και καλοκρατούμενο σώμα μέχρι τα βαθιά γεράματα. Όταν τον ρώτησαν πως τα είχε καταφέρει, απάντησε ότι απέφευγε τις ηδονές και τις προσκλήσεις στα συμπόσια. Βέβαια, ο Δημήτριος ο Βυζάντιος έγραψε πως είπε: «Το ότι δεν έχω κάνει ποτέ κάτι για χάρη άλλου»! Και όταν κάποιος άλλος τον ρώτησε για πιο λόγο θέλησε να μείνει στη ζωή για τόσο καιρό, απάντησε ότι δεν έχει τίποτα εναντίον των γερατειών. Γενικότερα είχε μια μετρημένη και απλή ζωή, χωρίς καταχρήσεις. Έχουμε την περιγραφή του Αιλιανού, ο οποίος μας περιγράφει τις τελευταίες του ημέρες και από εκεί μαθαίνουμε ότι ξαφνικά ένιωσε αδύναμος και άρχισε να πέφτει σε λήθαργο, λέγοντας ότι: «Ο ύπνος άρχισε να με παραδίδει στον αδελφό του», υπονοώντας τον θάνατο. Για τους αρχαίους Έλληνες, ήδη από τους ομηρικά έτη, ο ύπνος και ο θάνατος θεωρούντο αδέλφια. Υπάρχει και μία άλλη εκδοχή για τον θάνατό του, η οποία όμως το πιο πιθανό να μην ισχύει, ότι πέθανε γιατί επέλεξε να απέχει από την τροφή. Αναμφισβήτητα πάντως ο Γοργίας είναι ένας από τους πιο σημαντικούς φιλοσόφους της αρχαιότητας και το έργο του αξίζει ιδιαίτερης μνείας.
ΕΥ ΠΡΑΤΤΕΙΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου