O Επιμενίδης ήταν ο πιο φημισμένος σοφός της αρχαίας Κρήτης. H καταγωγή του ήταν από την Κνωσό και έζησε κατά το δεύτερο μισό του εβδόμου, αρχές του έκτου αιώνα π.κ.χ. Το όνομά του αναφέρεται μαζί με τον Ορφέα, τον Πυθαγόρα και τον Εμπεδοκλή και υποδηλώνει κάτοχο μυστικής και υπερανθρώπινης γνώσης. Μερικοί αρχαίοι συγγραφείς τον συγκαταριθμούν στους επτά σοφούς, εξαιρώντας τον Περίανδρο. Ο βίος του Επιμενίδη έγινε θρύλος πολύ νωρίς, ώστε να μην είναι πλέον εφικτό να ξεχωρίσουμε σήμερα τα ιστορικά από τα μυθολογικά στοιχεία.
Ιεροτελεστής και μάντης, θαυματουργός και ποιητής, ιατρός και πολιτικός, ήταν φίλος του Απόλλωνος και των Μουσών. Ακόμη και στην εξωτερική του εμφάνιση (όπως περιγράφεται από τον Διογένη Λαέρτιο, «Βίοι φιλοσόφων») έμοιαζε με Κούρο της αρχαϊκής τέχνης (είχε εκπληκτικά μακριά μαλλιά), ενώ οι θαυμαστές του τον αποκαλούσαν Κουρήτη. Έλεγαν, δε, ότι η μητέρα του ήταν η νύμφη Βάλτη, μια παραλλαγή της κρητικής Αρτέμιδος. Από τα θαύματα του Επιμενίδειου βίου, τα πιο πολυθρύλητα ήταν δύο: Η κάθαρση της Αθήνας και ο μαντικός ύπνος στο άντρο (σπήλαιο). Η πρώτη ιστορία πρέπει να έχει ιστορικό υπόβαθρο, ενώ η δεύτερη αντανακλά τις μυστικιστικές και εκστατικές εμπειρίες του Επιμενίδη και πιθανότατα προέρχεται από το έργο του «Θεογονία». Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη (στην «Αθηναίων Πολιτεία»), όταν έγινε η δίκη των Αλκμαιωνιδών και τους εξόρισαν από την Αθήνα, ο Επιμενίδης ο Κρης καθάρισε την πόλη από το Κυλώνειον άγος (το 596 π.κ.χ.). Ο Πλούταρχος (στο «Bίο του Σόλωνος», κεφ. 12) αναφέρει ότι υπήρχαν φόβοι από δεισιδαιμονίες και η ατμόσφαιρα ήταν πολύ βαριά. Τότε, ήρθε από την Κρήτη ο Επιμενίδης. Χαρακτηρίζεται ως θεοφιλής και σοφός περί τα θεία, ως εμπειρογνώμων στην ενθουσιαστική και τελεστική σοφία.
Ήρθε στην Αθήνα, έγινε φίλος του Σόλωνος και συνέβαλε στην επεξεργασία των νόμων του Σόλωνος. Έκανε μεταρρυθμίσεις στις τελετές της θυσίας και στις τελετές της κηδείας. Αφαίρεσε το «σκληρόν και βαρβαρικόν» από τους θρήνους των γυναικών (τα μοιρολόγια έγιναν πιο ήπια, με λιγότερη βία). Οι Αθηναίοι ήθελαν να ευχαριστήσουν τον Επιμενίδη. Του προσέφεραν χρήματα και μεγάλες τιμές, αλλά αυτός προτού φύγει, αρκέστηκε μόνο σε ένα κλαδί ιερής ελιάς της Αθήνας.
Σύμφωνα με τον Διογένη Λαέρτιο, κάποτε ο πατέρας του Επιμενίδη από την Κνωσό, τον έστειλε στο κτήμα να φέρει ένα πρόβατο για να κάνει μια τελετή. Το μεσημέρι ο Επιμενίδης ξέφυγε από τον δρόμο του και αποκοιμήθηκε σε ένα σπήλαιο. Όταν ξύπνησε, επέστρεψε με το πρόβατο στο κτήμα αλλά βρήκε τα πάντα τόσο αλλαγμένα, που δεν αναγνώριζε τίποτα. Ο νεώτερος αδελφός του, γέροντας πια, του αποκάλυψε ότι είχαν περάσει 57 χρόνια. Σύμφωνα με τον Μάξιμο τον Τύριο, το μεσημέρι τον έπιασε στο άντρο του Δικταίου Διός βαθύς ύπνος για πολλά χρόνια και σε αυτόν τον ύπνο συνάντησε θεούς, ανάμεσά τους τη θεά Αλήθεια και τη θεά Δίκη.
Αυτή είναι η πηγή της σοφίας του. Στην αρχαιότητα κυκλοφορούσαν ποιήματα και πεζογραφήματα του Επιμενίδη. Πολλά από αυτά ήταν ψευδεπίγραφα. Το αρχαιότερο από αυτά είναι μια θεογονία, ένα επικό ποίημα για την προέλευση των θεών και του Σύμπαντος. Ο νεοπλατωνικός Δαμάσκιος αναφέρει ότι, σύμφωνα με τη θεογονία του Επιμενίδη, οι πρώτες αρχές του Σύμπαντος ήταν ο αέρας και η νύχτα, από τις οποίες γεννήθηκε ο Τάρταρος και από τον Τάρταρο δύο Τιτάνες. Από τη σύζευξη αυτών των Τιτάνων γεννήθηκε ένα αυγό, το κοσμογονικό αυγό, γνωστό από πανάρχαιες κοσμογονίες των αρχαίων Ινδών και των Ορφικών. Από αυτό το αυγό γεννήθηκε ολόκληρη η γενιά των θεών – θεογονία διαφορετική από την Ησιόδεια με τοπικά κρητικά χαρακτηριστικά. Απόσπασμα από την Επιμενίδεια Θεογονία: «Ούτε γαρ ην γαίης μέσος ομφαλός ούτε θαλάσσης ει δε τις έστι θεοίς δήλος, θνητοίσι δ’ άφαντος». (Δεν υπάρχει ένας ομφαλός ούτε της γης ούτε της θάλασσας και αν κάποιος υπάρχει, είναι γνωστός μόνον στους θεούς και όχι στους ανθρώπους). (Υπαινικτική αναφορά στους Δελφούς, που θεωρούνταν ο ομφαλός της γης). Στον Επιμενίδη αποδίδεται και ένα άλλο ιστορικό έργο με τίτλο «Κρητικά». Είναι μια συλλογή μύθων για τις μεταμορφώσεις μυθολογικών ηρώων σε άστρα που έχουν σχέση με τον Κρητικό Δία και τους Κουρήτες, καθώς και με την Ίδη.
Ο Επιμενίδης έζησε, σύμφωνα με την παράδοση, 157 χρόνια, από τα οποία τα 57 κοιμήθηκε στο σπήλαιο. Σύμφωνα με την Κρητική παράδοση έζησε 299 χρόνια. Σύμφωνα με τον Ξενοφάνη έζησε 154 χρόνια. Τη μακροβιότητά του ο Επιμενίδης την όφειλε στα μυστικά των βοτάνων της Κρητικής γης. Οι αρχαίοι συγγραφείς αναφέρουν μια σύνθεση βοτάνων με την ονομασία «άλιμον» (χωρίς πείνα), την οποία ο Επιμενίδης φύλαγε σε ένα πέλμα βοδιού και έπαιρνε από αυτήν λίγη κάθε μέρα, για αυτό δεν αισθανόταν πείνα. (Ο Διογένης Λαέρτιος προσθέτει ότι κανείς δεν είδε ποτέ τον Επιμενίδη να τρώει). Ο Πλούταρχος, στο «Συμπόσιο των Επτά Σοφών», συσχετίζει το «άλιμον» του Επιμενίδη με έναν στίχο από τα «Έργα και Ημέραι» του Ησιόδου: «Τι μεγάλο όφελος υπάρχει στη μαλάχη (malva) και στον ασφόδελο»! Ο Aριστοτέλης αναφέρει ότι ο Επιμενίδης ήταν μάντης του παρελθόντος και όχι του μέλλοντος, διότι η θεογονία του είχε τον τίτλο «Χρησμοί». Αυτοί οι χρησμοί αναφέρονται στην καταγωγή του σύμπαντος (παρελθόν) και όχι του μέλλοντος. Δηλαδή, ήταν ένα φιλοσοφικό όνειρο χωρίς καμιά πρακτική σημασία. Η σοφία του συνδεόταν με το σπήλαιο. Στα σπήλαια υπήρχε μια λατρευτική παράδοση από τους μινωικούς χρόνους. Δεν αποκλείεται ο ύπνος του Επιμενίδη να ήταν μια λατρευτική τελετή της εποχής εκείνης (κατάβαση). Το ίδιο λένε για τον Πυθαγόρα. Οι Πυθαγόρειοι και ο Πλάτων ήταν λάτρεις του Επιμενίδη. Ο Πυθαγόρας, επηρεασμένος από τον θρύλο του Επιμενίδη, αναγκάζεται να έρθει στην Κρήτη και να επισκεφθεί το Ιδαίον άντρο.
Πηγή: www.panormo.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου