Οι δοξασίες για την προέλευση του ονόματος της πόλης είναι πολλές. Επικρατέστερη φαίνεται εκείνη που το αποδίδει σε αντίστοιχο επίθετο της Αρτέμιδος: Άρτεμις Απτέρα. Κατά τον Παυσανία, το όνομά του έδωσε στην πόλη ο μυθικός βασιλιάς των Δελφών Πτέρας ή Απτέρας, ο οποίος έχτισε το δεύτερο ναό του Απόλλωνα στους Δελφούς και φέρεται και ως ιδρυτής της (δηλ. Πτολίοικος, όπως αναφέρεται και στα νομίσματα).
Ο πιο γοητευτικός μύθος όμως είναι εκείνος που παραδίδεται από το Στέφανό Βυζάντιο (6ος αι. μ.κ.χ.), σύμφωνα με τον οποίο το όνομα προέρχεται από το μυθικό αγώνα που έγινε στο λόφο μεταξύ των Μουσών και των Σειρήνων. Οι Σειρήνες ηττήθηκαν, πέταξαν τα φτερά τους -έμειναν ‘‘άπτερες”- έγιναν λευκές και έπεσαν στη θάλασσα. Τα λευκά φτερά τους σχημάτισαν τα νησάκια του κόλπου της Σούδας που ονομάζονται Λευκές.
Η αρχαιότερη αναφορά της Απτέρας, συναντάται στις πινακίδες της γραμμικής Β γραφής της Κνωσού ως a-pa-ta-wa (14ος - 13ος αιώνας π.κ.χ.). Αργότερα εμφανίζεται ο τύπος της δωρικής γραφής Απτάρα, σύμφωνα με τη διάλεκτο που επικρατούσε στην Κρήτη και αυτή απαντάται και στα νομίσματα. Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους (τέλος 4ου αι. - αρχές 1ου αι. π.κ.χ.) η γραφή Απτέρα συναντάται κυρίως εκτός Κρήτης, αλλά και στις επιγραφές, παράλληλα με τη δωρική. Οι αρχαίοι γεωγράφοι ή ιστορικοί που αναφέρονται στη θέση της πόλης είναι πολλοί. Ο Σκύλαξ (5ος αι. π.κ.χ.) αναφέρει «προς βορέαν δε άνεμον η Απτεραία χώρα». Ο γεωγράφος Στράβων (1ος αι. π.κ.χ. - 1ος αι. μ.κ.χ.) δίνει την απόστασή της -80 στάδια από την ξηρά και 40 από τη θάλασσα- από την Κυδωνία (σημερινά Χανιά). Ακόμα ο Πλίνιος (1ος αι. μ.κ.χ.), ο Διονύσιος Καλλιφώντος (2ος αι. μ.κ.χ. «Απτεραίαν λεγομένην εν τη μεσόγεια»), ο Πτολεμαίος (2ος αι. μ.κ.χ.), αναφέρονται στην πόλη και ο «Σταδιασμός της Μεγάλης Θαλάσσης» (έργο ανώνυμου συγγραφέα) δίνει τη χερσαία απόστασή της από την Κυδωνία.
Ο Ιταλός περιηγητής Cr. Buodelmondi το 1415, ταύτισε τη θέση της Απτέρας με το λιμάνι της Μινώα (σημερινό Μαράθι). Ο Fr. Basilicata το 1630, περιέγραψε τα μνημεία που είδε («κυκλικό» θέατρο, ψηφιδωτό δάπεδο κ.λ,π.), χωρίς να προσπαθήσει να τα ταυτίσει με συγκεκριμένη πόλη.
Από τους νεότερους περιηγητές ο Tournefort το 1700, είχε διατυπώσει την άποψη ότι η Απτέρα πρέπει να βρίσκεται στο σωστό λόφο. Τελικά, πρώτος ο J. Pashley κατά την περιήγησή του στην Κρήτη το 1834, ταύτισε σωστά το συγκεκριμένο χώρο με την πόλη. Όπως γράφει με το γλαφυρό του ύφος στο έργο του «Ταξίδια στην Κρήτη», εκτός από τα στοιχεία των αρχαίων γεωγράφων που τον οδήγησαν στην αναζήτησή της στο λόφο αυτό, η αναφορά του ονόματος της (Απταραίων) στα περισσότερα από τα νομίσματα που του έδωσαν οι μοναχοί κατά τη διαμονή του στο μοναστήρι και σε επιγραφές που είδε εκεί, επιβεβαίωσε την ταύτισή της.
Η αρχαία Απτέρα ιδρύθηκε στο χαμηλό ύψωμα Παλιόκαστρο (υψομ.200μ.), η νεότερη ονομασία που οφείλεται στην ύπαρξη του τούρκικου κάστρου στα Βορειοανατολικά του χώρου. Το τείχος της, μήκους 3.480μ., περιτρέχει το ισόπεδο του λόφου, το οποίο όμως δεν κατοικήθηκε ολόκληρο σε καμιά περίοδο. Ο τόπος παραμένει μοναδικός για τη φυσική του ομορφιά, καθώς στα βόρεια βρίσκεται ο πανέμορφος κόλπος της Σούδας και στα νότια η επιβλητική οροσειρά των Λευκών Ορέων.
Η στρατηγική θέση της πόλης ευνόησε την ανάπτυξή της, ιδιαίτερα σε συγκεκριμένες περιόδους, όπως ο 4ος και 3ος αι. π.κ.χ. Τα δύο λιμάνια της, η Μινώα (σημερινό Μαράθι) και η Κίσαμος (μεταξύ Καλαμιού και Καλυβών) στην είσοδο του φυσικού κόλπου, εξασφάλιζαν τη δυνατότητα του ελέγχου στη διακίνηση του εμπορίου. Για το λόγο αυτό χαρακτηρίστηκε από τον ιστορικό Γ. Σβορώνο ως η πιο εμπορική πόλη της Κρήτης και στις περιόδους ακμής της, μία από τις πιο ισχυρές.
Ως πόλη - κράτος εξουσίαζε μεγάλη έκταση γης, που περιελάμβανε πολλούς αγροτικούς οικισμούς. Τις πεδινές εκτάσεις στα νότια και ανατολικά διέσχιζε ο ποταμός Πυκτός ή Πυκνός (σημερινός Κοιλιάρης) μετατρέποντας τη σημερινή περιοχή του κάμπου των Αρμένων και της κοιλάδας του Στύλου, σε εύφορη γη για τις καλλιέργειες. Μεμονωμένες αγροικίες ή αγροτικοί οικισμοί έχουν εντοπιστεί σε διάφορα σημεία αυτής της έκτασης, αλλά και σε πιο ορεινά υψώματα, όπως στα νότια ο λόφος Κεφάλα, επάνω από το χωριό Μαχαιροί.
Πιθανά όρια της επικράτειας εξουσίας της, όπως προκύπτουν από τις πηγές, ήταν στα δυτικά τα εδάφη της Κυδωνιάς (σημερινά Χανιά), νότια πιθανώς τα εδάφη της Λάππας (σημερινή Αργυρούπολη) και -κατά τον ιστορικό Πτολεμαίο- ανατολικά το Δρέπανον άκρον (σημερινό ακρωτήριο Δράπανο).
Τμήματα του οδικού δικτύου που συνέδεαν την Απτέρα με τις γειτονικές πόλεις - κράτη, εξυπηρετώντας συγχρόνως και την επικοινωνία με τους ενδιάμεσους οικισμούς και τις μικρότερες πόλεις, εντοπίζονται σταδιακά. Με το δίκτυο αυτό σχετίζεται η λεγόμενη γέφυρα των Φιλίππων, δηλαδή η αρχαία γέφυρα που βρίσκεται κοντά στο χωριό Βρύσες.
Η εύρεση του μιλιοδείκτη της εικόνας (κίονα που τοποθετούνταν στα σταυροδρόμια για να κατευθύνει τους διαβάτες και να δίνει πληροφορίες σχετικά με τις αποστάσεις), φέρει επιγραφή στη λατινική γλώσσα και αναφέρει το όνομα του αυτοκράτορα Τραϊανού. Με βάση τους συγκεκριμένους αναφερόμενους τίτλους του αυτοκράτορα, χρονολογήθηκε με ακρίβεια στο έτος 99/100 μ.κ.χ. Πιθανότατα δίνει την απόσταση αυτού του σημείου από το λιμάνι της Απτέρας, Κίσαμο. Σχετίζεται με το δρόμο που τη συνέδεε με τη Λάππα (σύγχρονη Αργυρούπολη) και αποτελούσε τμήμα του ευρύτερου οδικού δικτύου των πόλεων του βόρειου άξονα της Κρήτης.
Σύμφωνα με τα ευρήματα των ανασκαφών, η ίδρυση της Απτέρας στο συγκεκριμένο Λόφο τοποθετείται στη γεωμετρική περίοδο (8ος αι. π.κ.χ.). Ως μία από τις σημαντικές πόλεις της Κρήτης έπαιξε συχνά καθοριστικό ρόλο στα ιστορικά δρώμενα του νησιού, αλλά και ανέπτυξε τη δική της εξωτερική πολιτική. Οι πληροφορίες μας αντλούνται κυρίως από τις επιγραφές και από τις σχετικά λίγες φιλολογικές μαρτυρίες, αλλά και από τα συνεχώς αυξανόμενα ευρήματα των ανασκαφών.
Σύμφωνα με τον Παυσανία, το 668 π.κ.χ. Απτεραίοι τοξότες πολέμησαν στο πλευρό της Σπάρτης κατά το Β' Μεσσηνιακό πόλεμο. Τον 5ο αι. π.κ.χ., ακολουθώντας τη γενικότερη πολιτική της Κρήτης, η Απτέρα έμεινε αμέτοχη στους πολέμους εναντίον των Περσών, χωρίς όμως να διακόψει τις εμπορικές της σχέσεις με την Αθήνα, όπως προκύπτει από τις εισαγωγές αττικής κεραμικής που βρέθηκε πρόσφατα στις ανασκαφές.
Τον 4o αιώνα π.κ.χ. άρχισε η περίοδος της μεγαλύτερης ακμής της, όπως και όλων των άλλων πόλεων της Κρήτης. Οι Απτεραίοι, δεινοί τοξότες, είτε επιδίδονταν σε πειρατικές επιδρομές στο Αιγαίο -συνηθισμένη δραστηριότητα των Κρητών αυτή την περίοδο- είτε πολεμούσαν ως μισθοφόροι σε διάφορες περιοχές εκτός Κρήτης, φέρνοντας πλούτο στον τόπο τους. Η εισαγωγή από τους επαναπατριζόμενους μισθοφόρους της πολύτιμης πρώτης ύλης, πού ήταν ο άργυρος, έδινε στην πόλη τη δυνατότητα να κόψει τα δικά της νομίσματα και να αναπτύξει έτσι περισσότερο τη δική της ανεξάρτητη και δυναμική οικονομία. Την εισαγωγή του αργύρου επίσης εξασφάλιζαν οι εμπορικές της σχέσεις με την Αίγυπτο και την Κυρήνη. Τα περισσότερα νομίσματα απεικονίζουν συνήθως στην κύρια όψη τη θεά Αρτέμιδα και στην πίσω όψη τον ιδρυτή της πόλης, μυθικό βασιλιά των Δελφών, Πτέρα ή Απτέρα, ενώ άλλοι τύποι τον Απόλλωνα, το Δία ή την Ήρα και πυρσό, μέλισσα ή τόξο.
Ο Πλούταρχος μας πληροφορεί ότι το 273 π.κ.χ. ο Απτεραίος Όρυσσος, στο πλευρό των Λακεδαιμονίων, σκότωσε σε μάχη τον Πτολεμαίο, γιο του βασιλιά της Ηπείρου Πύρρο. Σταθερά ακολουθώντας τη φιλολακωνική πολιτική η Απτέρα, βοήθησε τη Σπάρτη εναντίον των Μακεδόνων στο Χρεμωνίδειο πόλεμο, το 267/6 π.κ.χ.
Οι εμφύλιοι πόλεμοι που ταλάνιζαν το νησί κατά την ελληνιστική περίοδο και κυρίως τον 3ο και 2ο αιώνα π.κ.χ., με αφορμή τις εσωτερικές διαμάχες της Κνωσού και της Γόρτυνος για τη γενικότερη ηγεμονία της Κρήτης, οδηγούσαν την Απτέρα, συνήθως μαζί με την Ελεύθερνα, σε συμμαχίες κυρίως του στρατοπέδου της Κνωσού. Οι αλλαγές στην ισορροπία των δύο πλευρών κατά διαστήματα επηρεάζονταν από τις επεμβάσεις «εξωτερικών» δυνάμεων, όπως η Σπάρτη και η Μακεδονία. Μετά την καταστροφή της Λύττου (πόλης της κεντρικής Κρήτης) από τους Κνώσιους το 220 π.κ.χ., η Απτέρα, η Κυδωνία και η Ελεύθερνα πολιορκήθηκαν από πόλεις του αντικνωσιακού στρατοπέδου -Πολυρρήνια, Λάππα- με τη βοήθεια του βασιλιά Φίλιππου Β' και των Αχαιών και αναγκαστικά τάχθηκαν στο στρατόπεδο της Γόρτυνος, που είχε πλέον τα ηνία του νησιού.
Την έντονη δραστηριότητα της Απτέρας στην εξωτερική πολιτική μαρτυρούν οι επιγραφές που αφορούν συμμαχίες, παροχή ασυλίας σε πόλεις, τίμηση πολιτών άλλων κρατών και ορισμό προξένων. Έτσι, για παράδειγμα, είχε συμπεριληφθεί στον κατάλογο των τριάντα πόλεων που συμμάχησαν με το βασιλιά της Περγάμου Ευμένη Β’ το 183 π.κ.χ., είχε αποδώσει τιμές στο βασιλιά της Βιθυνίας Προυσία Β' (181-149 π.κ.χ.) και είχε τιμήσει τον Άτταλο Β' (159-138 π.κ.χ.) των Σελευκιδών με την ανέγερση χάλκινου αγάλματος του και τη διαβεβαίωση για παροχή προσωπικής ασφάλειας σε καιρό ειρήνης ή πολέμου στα εδάφη της κατοχής της. Είχε ορίσει προξένους σε πολλές πόλεις της Κρήτης (Κνωσό, Ιεράπυτνα, Μάλλα, Πριανσό), αλλά και στην Πελοπόννησο, τα νησιά του Αιγαίου, την ηπειρωτική Ελλάδα, τη Μικρά Ασία, ακόμα και μέχρι τις ακτές της Αδριατικής και τον Ελλήσποντο.
Η ρωμαϊκή κατάκτησα που ολοκληρώθηκε σε όλο το νησί το 67 π.κ.χ., επαναπροσδιόρισε τη διοικητική οργάνωση της Κρήτης, που για ένα διάστημα εντάχθηκε στην ίδια επαρχία του ρωμαϊκού κράτους με την Κυρηναϊκή (κράτος της Β. Αφρικής). Η ρωμαϊκή ειρήνη (pax romana), παρότι επιβεβλημένη, οδήγησε όσες πόλεις δεν είχαν εγκαταλειφθεί με το τέλος της ελληνιστικής περιόδου, σε καινούργια άνθηση.
Έτσι και η Απτέρα, όπως αποκαλύπτουν σταδιακά τα ανασκαφικά ευρήματα, διήνυσε μια νέα περίοδο ακμής τον 1ο - 2ο αι. μ.κ.χ. Η χρήση των νομισμάτων της Κυδωνιάς, αντί των δικών της κοπών, δηλώνει ότι ήταν διοικητικά υποταγμένη σε αυτήν. Παρόλα αυτά η δραστηριότητα στην οργάνωση της πόλης σε μεγάλα δημόσια έργα είναι φανερή. Οι μεγάλες δεξαμενές που τροφοδοτούσαν τα αντίστοιχα λουτρά, χρονολογημένα σε αυτήν την περίοδο, δείχνουν μία πόλη με αρκετό πληθυσμό.
Στο ηρώο, κοντά στην είσοδο της πόλης, οι επιγραφές αναφέρονται στην τίμηση πολιτών της Απτέρας, που με κάποιο τρόπο την ευεργέτησαν. Στο μεγαλοπρεπές ταφικό μνημείο είχε ενταφιαστεί ζεύγος, του οποίου βρέθηκε η μαρμάρινη προτομή, χρονολογημένη στο τέλος του 1ου αι. μ.κ.χ. Αντίστοιχη εικόνα δίνουν και οι λαξευτοί θαλαμωτοί τάφοι του δυτικού νεκροταφείου της πόλης. Αντίθετα, τον 3ο αιώνα κατά τον οποίο άλλες πόλεις, όπως η Κυδωνία ή η Κίσαμος, βρίσκονται σε ακμή, η Απτέρα παρουσιάζει σταδιακή παρακμή, η οποία έρχεται οριστικά με τον καταστροφικό σεισμό του 365 μ.κ.χ., από τον οποίο είχε πληγεί ολόκληρο το νησί.
Από τους περιηγητές αναφέρεται η ύπαρξη ψηφιδωτού δαπέδου κάτω από το εκκλησάκι του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου. Πρέπει να πρόκειται για Παλαιοχριστιανική Βασιλική. Η κατοίκησή της πόλης, συρρικνωμένη πληθυσμιακά πλέον μετά το σεισμό, συνεχίζεται και στα Βυζαντινά χρόνια, οπότε αναφέρονται επίσκοποι από κει.
Ο επόμενος, εξίσου ισχυρός σεισμός, του 7ου αι. μ.κ.χ. σήμανε την οριστική εγκατάλειψή της ως πόλης.
Η μονή του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου ανήκε στην ιδιοκτησία της αντίστοιχης Μονής της Πάτμου μέχρι τη δεκαετία του I960. Η παλιότερη γραπτή αναφορά που διαθέτουμε σχετικά με αυτήν, είναι στο χρονικό του Antonio Trivan το 1182, που μας δίνει την πληροφορία ότι ο Ισαάκιος Κομνηνός, φεύγοντας από την Κρήτη, έδωσε κτήσεις και φέουδα στη μονή. Όπως φαίνεται από τα δεδομένα του χώρου, η μονή για την κατασκευή της οποίας έχει χρησιμοποιηθεί αρκετό οικοδομικό υλικό από τα αρχαία κτίρια, χτίστηκε σε κεντρικό χώρο της αρχαίας πόλης, ίσως την αρχαία αγορά. Κατά το 16ο αι. το Α. τμήμα του περιτειχισμένου χώρου ήταν εγκαταλελειμμένο, ενώ στο υπόλοιπο οι μοναχοί καλλιεργούσαν όσπρια και δημητριακά, αποδίδοντας έσοδα στη μονή Πάτμου. Οι καλλιέργειές τους προκάλεσαν αρκετές ζημιές στα αρχαία κτίρια, ενώ πολλά αρχαία ευρήματα βρέθηκαν από τότε στο εξωτερικό.
Το κάστρο, που βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του χώρου, οικοδομήθηκε από τους Τούρκους κατακτητές το 1866-1869, σε ένα ευρύτερο πρόγραμμα ανοικοδόμησης κάστρων για την πάταξη της κρητικής επανάστασης.
Κεντρική θεότητα των Απτεραίων θεωρείται η Αρτεμις, η οποία απεικονίζεται στην κύρια όψη δύο διαφορετικών τύπων αργυρών νομισμάτων του 4ου και 3ου αιώνα π.κ.χ. Σύμφωνα με επιγραφή του 3ου - 2ου αι. π.κ.χ., που έχει βρεθεί στην Απτέρα, διεξάγονταν αγώνες κατά το μήνα Δικτύνναιο, δηλαδή μήνα αφιερωμένο στη Δίκτυννα, παλιότερη ονομασία της Αρτέμιδος που σχετίζεται ειδικά με τη Λατρεία της στην Κρήτη. Το ιερό της εξάλλου αναφέρεται σε συμμαχία της ίδιας περιόδου και στην επιγραφή με την οποία ανανεώνεται η ασυλία με την πόλη Τέω της Μικράς Ασίας, το 170 π.κ.χ., όπως συνηθίζεται με τα κεντρικά ιερά των πόλεων στη σύναψη σημαντικών συμφωνιών.
Ο μικρός δίχωρος ναός, το λεγόμενο «διμερές ιερό», του 5ου αι. π.κ.χ, που ανέσκαψαν οι Γερμανοί ως κατακτητές το 1942, έχει αποδοθεί στην Αρτέμιδα και τον αδελφό της Απόλλωνα, ο οποίος επίσης απεικονίζεται σε αργυρά νομίσματα του 2ου αιώνα π.κ.χ. Μία ακόμα ιδιότητα, με την οποία αναφέρεται σε αναθηματική επιγραφή είναι η Ειλειθυία, δηλαδή η προστάτιδα του τοκετού. Το 1862 και το 1864 ο Γάλλος Μ. Wescher, μέλος τότε της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής, ανέσκαψε το λεγόμενο «τοίχο των επιγραφών», ένα τοίχο δηλαδή με επιγραφές του 3ου και 2ου αιώνα π.κ.χ., με τις οποίες η Απτέρα απέδιδε τιμές ή όριζε προξένους σε άλλες πόλεις με τις οποίες είχε πολιτικές σχέσεις. Το Σεπτέμβριο του 1878 ο Β. Haussolier επισκέφθηκε το χώρο, αντέγραψε, μελέτησε και δημοσίευσε τις επιγραφές, που ακόμα μας δίνουν διαφωτιστικά στοιχεία για την ιστορία της πόλης. Οι επιγραφές είχαν ήδη χαθεί το 1899, όταν επισκέφθηκαν την πόλη οι Ιταλοί περιηγητές Luigi Savignoni και Gaetano de Sanctis που κατέγραψαν συστηματικά τις αρχαιότητες της Κρήτης.
Αντίστοιχα παραδείγματα τοίχων με σημαντικές επιγραφές που αποτελούν τμήμα του κεντρικού ναού συναντώνται και σε άλλες πόλεις. Σύμφωνα με τις περιγραφές του Haussolier, ο «τοίχος των επιγραφών» πρέπει να βρισκόταν κοντά στον παλιότερο, μικρό δίχωρο ναό και να σχετιζόταν με τον κεντρικό ναό, που πρέπει να αποδοθεί στην Αρτέμιδα. Άλλωστε, στον ίδιο χώρο έχουν βρεθεί στοιχεία λατρείας ήδη από τον 8ο αιώνα π.κ.χ. και με μία συνέχεια που φτάνει μέχρι τον 7ο αιώνα μ.κ.χ.
Στη λατρεία της Δήμητρας και της Περσεφόνης έχει αποδώσει ο Στυλιανός Αλεξίου, το μικρό ναό του 1ου αι. π.κ.χ., που ανέσκαψε το 1958. Επίσης οι Γερμανοί ανασκαφείς είχαν αποδώσει στο Διόνυσο, μικρό ναό που είχαν εντοπίσει κοντά στο θέατρο. Το γλυπτό της θεάς Υγείας, που βρίσκεται στο Μουσείο Χανίων και του θεού Ασκληπιού στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο θα μπορούσαν να σημαίνουν τη λατρεία τους, όπως και η απεικόνιση στα νομίσματα, του Ερμή και της Ήρας, χωρίς όμως περισσότερα στοιχεία ακόμα.
Πρόσφατη ανασκαφή μας έδωσε την πληροφορία ότι στην Απτέρα λατρευόταν η Εστία και ο Δίας, που απεικονίζεται και στα νομίσματα. Τέλος ευρήματα του νεκροταφείου ταυτίζονται με τη λατρεία της 'Ισιδος, της θεάς που στους ελληνιστικούς χρόνους ήρθε από την Ανατολή και γρήγορα διαδόθηκε στην ελληνιστική και τη ρωμαϊκή επικράτεια, καθώς είχε σχέση με τα βασικά ζητήματα της ζωής του ανθρώπου: τη γέννηση τη γονιμότητα και το θάνατο.
Από τα λιγοστά στοιχεία που διαθέτουμε μέχρι τώρα, φαίνεται ότι η Απτέρα ακολούθησε τα αρχιτεκτονικά πρότυπα της ελληνιστικής περιόδου που συναντώνται στα νησιά του Αιγαίου και τις πόλεις της Μικράς Ασίας. Η μερικά ανασκαμμένη οικία που βασίζεται στα πρότυπα αυτά, διαθέτει μία εσωτερική περίστυλη αυλή - αίθριο, την οποία περιβάλλει ημιυπαίθριος χώρος, στεγασμένος με κεραμίδια. Οι κίονες, τα δωρικά κιονόκρανα και τα υπέρθυρα, που φέρουν τα σημάδια επισκευής, είναι πεσμένα από σεισμό, ενώ τα κεραμίδια είναι πεσμένα σε αλλεπάλληλες στρώσεις του στρώματος καταστροφής. Πρέπει να πρόκειται για το σεισμό του 365 μ.κ.χ. που έπληξε όλη την Κρήτη και την Κύπρο. Μέσα στην αυλή βρέθηκε μικρό μαρμάρινο γλυπτό της Αφροδίτης, κεφάλι του Ερμή από στήλη, νομίσματα και πήλινα αγγεία καθημερινής χρήσης.
Γύρω από αυτούς τους χώρους αναπτύσσονται τα δωμάτια του σπιτιού και μία ακόμα αυλή, στην οποία υπάρχει στέρνα, που τροφοδοτείται από μικρούς αγωγούς συλλογής των όμβριων υδάτων. Δίπλα της υπήρχε λίθινη λεκάνη, ενώ μέσα στη στέρνα βρέθηκε ακέραιος πήλινος κάδος, ίσως από την τελευταία φορά που αντλήθηκε νερό. Στην ίδια αυλή βρέθηκε μικρό λίθινο ελαιοτριβείο για την εξυπηρέτηση των οικιακών αναγκών. Η οικία, που χρονολογείται στους πρώτους χρόνους της ρωμαιοκρατίας (τέλος 1ου - αρχές 1ου αι. μ.κ.χ.) είχε υποστεί μικρές μετασκευές στην ύστερη αρχαιότητα. Στις επιχώσεις των δωματίων, εκτός από τα σπασμένα πήλινα αγγεία καθημερινής χρήσης (χύτρες, οινοχόες, κύπελλα, πινάκια κ.λ.π.) και τα νομίσματα, βρέθηκαν σιδερένια εξαρτήματα από πόρτες και παράθυρα ή από άλλα ξύλινα αντικείμενα που έχουν απανθρακωθεί με τους αιώνες.
Η απουσία πηγής νερού επάνω στο λόφο, είχε αναγκάσει τους κατοίκους της Απτέρας να κατασκευάζουν στέρνες και δεξαμενές, μικρές για την οικιακή χρήση και μεγαλύτερες για τις γενικότερες λειτουργίες της πόλης, έτσι ώστε να εκμεταλλεύονται όσο μπορούσαν περισσότερο το νερό της βροχής. Ήδη σε διάφορα σημεία του χώρου, έχουν εντοπιστεί, χωρίς να έχει γίνει ανασκαφώ, μικρές στέρνες και δεξαμενές που δηλώνουν την ύπαρξη των αντίστοιχων σπιτιών, τα οποία είχαν σχεδιαστεί με τη φροντίδα της συλλογής του βρόχινου νερού μέσω των στεγών, δωμάτων, αίθριων, αυλών κ.λ.π.
Στη δημόσια ζωή των αρχαίων πόλεων, σημαντικό ρόλο είχε πάντοτε το θέατρο. Στην αρχαία Απτέρα, το θέατρο είναι κατασκευασμένο σε κοιλότητα, στα νότια του χώρου και λίγα μέτρα ανατολικότερα από την παραπάνω οικία. Τμήμα των κεντρικών διαζωμάτων έχει καταστραφεί στη νεώτερη εποχή, από καμίνι για την παραγωγή ασβέστη. Το μικρό τμήμα που έχει αποκαλυφθεί ως τώρα, δείχνει ότι είχε λίθινες κερκίδες, προσκήνιο και σκηνή, κατασκευασμένα από μεγάλες λιθοπλίνθους. Η ανασκαφή του φαίνεται ότι θα αναδείξει ένα από τα σημαντικά μνημεία της πόλης.
Τα εντυπωσιακότερα, μέχρι τώρα, μνημεία στο χώρο είναι οι δεξαμενές νερού κατασκευασμένες κατά την περίοδο της ρωμαιοκρατίας, έχοντας ενσωματώσει ίσως κάποια παλιότερη μορφή της ελληνιστικής περιόδου. Η μία, λίγο μικρότερη από την άλλη (εσωτερικές διαστάσεις: 17χ25μ.) έχει τρία κλίτη που χωρίζονται μεταξύ τους από μεγάλους πεσσούς. Είναι εν μέρει λαξευμένη στο βράχο και το υπόλοιπο τμήμα της είναι κτιστό. Τα τοιχώματα έχουν ενισχυθεί, εσωτερικά κι εξωτερικά, με ένα επί πλέον τοίχο από πλίνθους και κονίαμα και τελικά ολόκληρη η δεξαμενή είναι επιχρισμένη εσωτερικά με παχύ υδραυλικό κονίαμα αδιαπέραστο από το νερό. Η οροφή είναι θολωτή και ίσως να οφείλεται σε επισκευή της περιόδου λειτουργίας του μοναστηριού, εποχή κατά την οποία μάλλον ανοίχτηκε η σημερινή πρόσβαση στο εσωτερικό της, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως αποθήκη. Αυτή η μετατροπή κατέστρεψε τμήμα της σκάλας που ξεκινούσε από την οροφή και κατέληγε στον πυθμένα, μόνη πρόσβαση για τον καθαρισμό της δεξαμενής σε κάποιο διάστημα του καλοκαιριού που θα ήταν άδεια. Η χωρητικότητά της έχει υπολογιστεί στα 2.900 κυβικά μέτρα. Η συλλογή του νερού των βροχών γινόταν από ανοίγματα της οροφής και από δίκτυο αγωγών που το μετέφεραν από τις πολυάριθμες στέρνες της πόλης.
Η άλλη δεξαμενή, σε σχήμα Γ, είναι μεγαλύτερη (διαστάσεις μεγάλου σκέλους: 55,80μ., μικρού: 34,20μ. και πλάτος: 25μ.) και χωράει περίπου 3.050 κυβικά μέτρα νερού. Η οροφή της δεν διατηρείται, αλλά ήταν επίσης θολωτή. Είναι κατασκευασμένη με τον ίδιο τρόπο με την παραπάνω, αλλά επειδή το σχήμα είναι διαφορετικό, ένας ενδιάμεσος πεσσός βοηθούσε στην στήριξη της οροφής και ένας φαρδύς τοίχος μείωνε τη δύναμη που δημιουργούσε η πίεση του νερού, όταν ήταν γεμάτη. Εκεί υπήρχε και η σκάλα για τον καθαρισμό της, τμήμα της οποίας σώζεται ακόμα. Στο χώρο του αγωγού απορροής, ο πυθμένας της βρίσκεται σε βαθύτερο επίπεδο προκειμένου να καθιζάνει το νερό από τη λάσπη που μπορεί να μετέφερε. Η δεξαμενή, που ήταν σχεδόν τελείως γεμάτη με χώματα και πέτρες, αποχωματώθηκε το 1999, κατά τις εργασίες του Β' Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης (ΠΕΠ Κρήτης).
Οι δυο δεξαμενές χρησίμευαν κυρίως για την τροφοδοσία των αντίστοιχων λουτρών, που βρίσκονται βορειότερα σε χαμηλότερο επίπεδο. Τα λουτρά, μαζί με τις δεξαμενές, πρέπει να ήταν τα μεγαλύτερα δημόσια έργα που κατασκευάστηκαν κατά την περίοδο της ρωμαιοκρατίας στην Απτέρα. Στο ένα από τα δύο βρέθηκε υπέρθυρο με επιγραφή που αναφέρει το όνομα Λούκιος Λαμπάδις, ίσως κάποιου δωρητή για την ανέγερσή του. Τα τελευταία χρόνια, κατά τις εργασίες που χρηματοδοτήθηκαν από το ΠΕΠ Κρήτης - Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, ανασκάφτηκαν και στερεώθηκαν ορισμένοι από τους χώρους και των δύο λουτρών που διατηρούνται σε πολύ μεγάλο ύψος. Σε αντίθεση με αυτό που συνηθιζόταν στα αντίστοιχα κτίρια, σε κανένα από τους ανασκαμμένους χώρους δεν έχει βρεθεί ψηφιδωτό δάπεδο. Μόνο κάποια «βοτσαλωτά» και υπολείμματα μαρμαροθετημάτων, δηλαδή επιστρώσεων με μαρμάρινα πλακίδια, που ενισχύουν τη χρονολόγηση της κατασκευής των λουτρών στους πρώιμους χρόνους της ρωμαιοκρατίας (1ος αι. μ.κ.χ.).
Από το κτίριο που αντιστοιχεί στην τρίκλιτη δεξαμενή αποκαλύφθηκαν δύο πτέρυγες του θερμού λουτρού, ενώ η συνέχιση της ανασκαφής θα αποκαλύψει και τους χώρους του χλιαρού και του ψυχρού. Σε ορισμένους από τους χώρους έχουν καταστραφεί τα δάπεδα αλλά διατηρούνται οι πλίνθινοι κυκλικοί κιονίσκοι που τα συγκρατούσαν, το λεγόμενο σύστημα του υπόκαυστου δηλαδή, μέσω του οποίου κυκλοφορούσε ο ζεστός αέρας και ο οποίος προερχόταν από το χώρο καύσης ξύλων (praefurnium). Από τα δάπεδα, που ήταν κατασκευασμένα με τετράγωνες πλίνθους, κονίαμα και επίστρωση με μαρμάρινες πλάκες, ο αέρας διοχετευόταν στους διπλούς θερμαινόμενους τοίχους. Για την καλύτερη διατήρηση της θερμοκρασίας οι πόρτες ήταν διπλές. Ατομικοί λουτήρες για θερμό ή κρύο λουτρό διατηρούνται σε άλλους χώρους, με συστήματα σωληνώσεων για την εισροή και την απορροή του νερού.
Το λουτρό που αντιστοιχεί στη μεγαλύτερη δεξαμενή, έχει ανασκαφεί λιγότερο, αλλά διατηρεί περισσότερους χώρους σε πολύ μεγάλο ύψος.
Το τείχος της Απτέρας, συνολικού μήκους 3.480μ., περιτρέχει ολόκληρο το ισόπεδο του λόφου, επάνω στον οποίο είχε ιδρυθεί η πόλη. Για πρώτη φορά, κατά τις εργασίες που χρηματοδοτήθηκαν από το ΠΕΠ Κρήτης - Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης από το 2003 έως το 2006, καθαρίστηκε στο σύνολό του και δημιουργήθηκε μονοπάτι επίσκεψης. Όπως έχουν δείξει οι ανασκαφές, κατασκευάστηκε λίγο πριν από τα μέσα του 4ου αιώνα π.κ.χ. Η δυτική και νοτιοδυτική του πλευρά είναι περισσότερο επιμελημένης κατασκευής, κατά το λεγόμενο ψευδοϊσόδομο σύστημα. Αποτελείται δηλαδή από μεγάλους ορθογώνιους λίθους σε ανισοπαχείς σειρές με καμπύλη εξωτερική επιφάνεια. Σε τμήματα της νότιας και της ανατολικής πλευράς έχουν ενσωματωθεί οι φυσικοί βράχοι, ενώ σε τμήματα της ανατολικής και στη βόρεια πλευρά οι λίθοι είναι πολυγωνικοί.
Η άμυνα του τείχους είχε ενισχυθεί από μία σειρά οχυρωματικών πύργων. Ο ένας από αυτούς αποκαλύφθηκε σε πρόσφατες εργασίες του τείχους. Έχει ορθογώνια κάτοψη και είναι κατασκευασμένος από πολύ πιο καλά δουλεμένες ορθογώνιες πέτρες, με τέλειους αρμούς, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται όσο γίνεται καλύτερα η αντοχή του στις επιθέσεις. Στην ίδια πλευρά, οι πρόσφατες εργασίες αποκάλυψαν μία από τις μικρές πύλες -πυλίδα- της πόλης. Σε κάποια χρονική περίοδο, μετά τους ελληνιστικούς χρόνους, η πύλη είχε καταργηθεί με ένα φράγμα από πέτρες του τείχους.
Σύμφωνα με τις μαρτυρίες των περιηγητών που είχαν δει τα μνημεία σε πολύ καλύτερη κατάσταση διατήρησης, η κύρια είσοδος της πόλης βρισκόταν λίγα μέτρα βορειότερα, μεταξύ δύο πύργων, οι οποίοι εντοπίζολται εύκολα και σήμερα. Μελλοντικές ανασκαφές θα πρέπει να την αποκαλυψουν.
Μία άλλη πύλη βρίσκεται στη βόρεια πλευρά, γνωστή από παλιά με το τοπωνύμιο «Σιδεροπόρτι». Διατηρείται σε αρκετό ύψος, με μεγάλες μονολιθικές πέτρες στις παραστάδες και πλακόστρωτο δρόμο που συνέδεε την πόλη με πιθανές εγκαταστάσεις, οικισμούς ή και το λιμάνι της την Κίσαμο. Άλλη μία είσοδος στα νοτιοανατολικά εξυπηρετούσε την επικοινωνία με τον εύφορο κάμπο και γενικότερα με το οδικό δίκτυο.
Έξω από τη δυτική οχύρωση, έχει βρεθεί η αρχή του δυτικού νεκροταφείου της πόλης, ο πλακόστρωτος δρόμος που οδηγεί προς την κεντρική πύλη και ηρώο του 1ου - 2ου αιώνα μ.κ.χ. Πρόκειται για βάθρα με επιγραφές που αναφέροχται σε ήρωες, δηλαδή πολίτες της που η Απτέρα ήθελε να τιμήσει, γιατί για κάποιο λόγο ήταν σημαντικοί για αυτήν. Τμήματα αυτών των βάθρων και πιθανότατα και τα αγάλματα που θα είχαν αναρτηθεί εκεί, καταστράφηκαν από τους χριστιανικούς τάφους του 6 ου και 7ου αιώνα μ.κ.χ. που κατασκευάστηκαν στον ίδιο χώρο.
Οι πρόσφατες εργασίες δίπλα -προς τα νότια- στο ηρώο είχαν εντυπωσιακά αποτελέσματα. Καταρχήν αποκαλύφθηκαν αλλεπάλληλες στρώσεις ογκολίθων του τείχους πεσμένες σε σειρές από τους σεισμούς, οι οποίες επανατοποθετήθηκαν, στο βαθμό που αυτό ήταν δυνατό, ανασυνθέτοντας σε μεγάλο ύψος το τείχος. Κάτω από τους ογκολίθους αποκαλύφθηκαν τάφοι, αλλά και τα στρώματα των μαχών των ελληνιστικών χρόνων, με πολύ πιο έντονη πυκνότητα στην εύρεση όπλων κοντά στον οχυρωματικό πύργο.
Τα δύο έως τώρα ταφικά μνημεία - μαυσωλεία που συνδέονται με το ηρώο είναι τα πιο εντυπωσιακά ευρήματα στο χώρο. Κτισμένα το ένα δίπλα στο άλλο, διατηρούν πλούσιο αρχιτεκτονικό υλικό από την ανωδομή του κτιρίου. Ο τύπος του ενός, στο οποίο ανήκε και το πορτραίτο του ζεύγους που βρέθηκε δίπλα και πρέπει να είχε ενταφιαστεί εκεί, εντάσσεται αρχιτεκτονικά στους γνωστούς τύπους του τέλους του 1ου αιώνα μ.κ.χ.
Το δεύτερο είναι πρωιμότερο και διαθέτει υπόγειο ταφικό θάλαμο εξαιρετικά επιμελημένης κατασκευής. Από τις ταφές, που πρέπει να είχαν συληθεί κατά τη χριστιανική περίοδο, είχαν απομείνει μερικά αγγεία και ειδώλια.
Στη νότια πλευρά του πύργου, αποκαλύφθηκαν ταφές νεογέννητων βρεφών της περιόδου κατασκευής του τείχους, δηλαδή λίγο μετά τα μέσα του 4ου αιώνα π.κ.χ.
Η Απτέρα είχε δυο νεκροταφεία: το νοτιοανατολικό και το δυτικό. Το πρώτο δεν έχει ερευνηθεί καθόλου, αλλά είναι εύκολα ορατή συστάδα αρκετών τάφων με θάλαμο λαξευμένο στο βράχο. Έχουν συληθεί όλοι κατά το παρελθόν, άγνωστο σε ποια περίοδο, αλλά η αρχιτεκτονική τους δείχνει ότι πρέπει να χρονολογηθούν στην περίοδο της ρωμαιοκρατίας. Βρίσκονται πολύ κοντά στην αντίστοιχη -νοτιοανατολική- είσοδο και το δρόμο της πόλης. Αντίθετα το δυτικό νεκροταφείο έχει ερευνηθεί αρκετά, κυρίως μέσω των σωστικών ανασκαφών της ΚΕ’ Εφορείας, καθώς το μεγάλο τμήμα της έκτασής του συμπίπτει με τον οικισμό Πλακάλωνα, που άρχισε να οικοδομείται το 19ο αιώνα και στον οποίο η οικοδομική δραστηριότητα συνεχίζεται έως σήμερα. Δυστυχώς και στην περίπτωση αυτή, άμεση συνέπεια ήταν η σύληση ή καταστροφή των τάφων στο παρελθόν που ο έλεγχος δεν ήταν οργανωμένος.
Το κυριότερο τμήμα του νεκροταφείου βρίσκεται στη νότια πλευρά του οικισμού, πιθανότατα γιατί ο φυσικός βράχος είναι πιο συμπαγής και επιτρέπει την καλύτερη λάξευση. Υπάρχουν όμως και πυκνές συστάδες κατά τόπους, προς τα βόρεια. Κύριο κριτήριο για τη χρονολόγηση των τάφων είναι τα κτερίσματα (αντικείμενα που αφιερώνονταν στους νεκρούς για τη μεταθανάτια ζωή τους), αλλά και η αρχιτεκτονική τους. Έτσι είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε ότι τάφοι δεν είναι οργανωμένοι σε συστάδες κατά χρονολογικές περιόδους, αλλά βρίσκονται σε συγκεχυμένη χρονολογική διάταξη, σύμφωνα με τις ανάγκες της εκμετάλλευσης του φυσικού βράχου σε κάθε περίπτωση.
Οι αρχαιότεροι τάφοι, οι οποίοι χρονολογούν και την ίδρυση της Απτέρας στο λόφο αυτό, ανήκουν στη γεωμετρική περίοδο και συγκεκριμένα στον 8ο αιώνα π.κ.χ. Ο νεκρός ενταφιαζόταν συνήθως μέσα σε μεγάλο πίθο, ο οποίος τοποθετούνταν αντίστοιχα σε λαξευτή υποδοχή. Εκεί, έξω από τον πίθο, είχαν τοποθετηθεί και τα κτερίσματα, συνήθως απλά πήλινα αγγεία.
Οι πιο πρόχειροι στην κατασκευή, που τους συναντάμε και τους επόμενους αιώνες είναι οι λεγόμενοι κεραμοσκεπείς ή καλυβίτες, που αποτελούνται από πήλινες κεραμίδες στερεωμένες έτσι ώστε να δημιουργούν το απαραίτητο κενό για την κάλυψη του νεκρού. Είναι συνήθως οι τάφοι των φτωχότερων τάξεων.
Τους αιώνες της ρωμαιοκρατίας (67 π.κ.χ. - 4ος μ.κ.χ.) ο κυρίαρχος αρχιτεκτονικός τύπος τάφου είναι ο υπόγειος λαξευτός στο φυσικό βράχο. Πρόκειται για υπόγειο θάλαμο, λαξευμένο στο βράχο, στον οποίο οδηγεί σκάλα. Την είσοδο κλείνει λίθινη πόρτα. Τα περισσότερα σε αριθμό ευρήματα είναι τα αγγεία και οι λύχνοι. Βρίσκονται όμως και πήλινα ειδώλια, κοσμήματα, νομίσματα κ.α. Η σημαντικότερη κατηγορία ευρήματος είναι οι επιτύμβιες επιγραφές που μας δίνουν την πληροφορία για τα ονόματα των πολιτών της αρχαίας Απτέρας και μία προς μία συνθέτουν την αρχαία προσωπογραφία της πόλης.
Συχνό είναι το φαινόμενο της ανασκαφής συλημένων τάφων, που έστω και αν βρίσκονται άδειοι, παρέχουν χρήσιμοι στοιχεία για την ανασύσταση της γενικότερης οργάνωσης του νεκροταφείου.
Στις περιόδους που ακολούθησαν, δηλαδή την αρχαϊκή, την κλασική και την ελληνιστική (7ος — 1ος αιώνας π.κ.χ.), ο συχνότερος τύπος τάφου είναι ο απλός λακκοειδής, δηλαδή ορθογώνιος λάκκος, λαξευμένος στο φυσικό μαλακό βράχο, το μαργαϊκό ασβεστόλιθο (κοινή διάλεκτο κουσκουρας), καλυμμένος συνήθως με λεπτές λίθινες πλάκες. Συγχρόνως όμως απαντάται και ο λεγόμενος κιβωτιόσχημος, δηλαδή ορθογώνιος, κατασκευασμένος από παχιές καλοδουλεμένες πλάκες για τα τοιχώματα και για την κάλυψη.
Μεγάλη οικία
Μικρός ναός Αρτέμιδας και Απόλλωνα
Ταφικό μνημείο και οχύρωση
Τρίκλιτη δεξαμενή
Δεξαμενή
Ρωμαϊκό δημόσιο κτήριο
Ρωμαϊκά λουτρά
Λουτρά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου