Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κυνικοί. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κυνικοί. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 17 Απριλίου 2012

Αντισθένης ο Αθηναίος (445 - 365 π.κ.χ.)


Επιφανής φιλόσοφος της αρχαίας Ελλάδος. Γεννήθηκε στην Αθήνα, άγνωστο πότε, από πατέρα Αθηναίο και μητέρα καταγόμενη από τη Θράκη. Ήταν σύγχρονος με τον Πλάτωνα και μεγαλύτερος στην ηλικία από αυτόν. Υπήρξε μαθητή του Γοργία και αργότερα φίλος και πιστός θαυμαστής του Σωκράτη. Μετά το θάνατο του μεγάλου δασκάλου του, ίδρυσε φιλοσοφική σχολή κοντά στο Γυμνάσιο Κυνόσαργες. Από την ονομασία αυτή οι οπαδοί του ονομάσθηκαν Κυνικοί και η αίρεσή τους Κυνισμός. Ιδιαίτερα ονομαστός μαθητής του υπήρξε ο Διογένης ο Σινωπεύς. 

Ο Σωκράτης τον θαύμαζε για τον εγκρατή και σχεδόν ασκητικό του βίο, την ήρεμη ανεξαρτησία του και τη δύναμη του χαρακτήρα του. Στις διαλεκτικές συζητήσεις δοκίμαζε να ανατρέψει τον ορισμό του Σωκράτη για τις γενικές έννοιες. Καταπολεμούσε, δηλαδή, την περί ιδεών θεωρία του Πλάτωνος, και παραδεχόταν σαν πραγματικό μόνο το επί μέρους. Μονάχα αυτό που βλέπουμε, αγγίζουμε ή άλλως πως αισθανόμαστε υπάρχει πραγματικά (αισθησιοκρατική διδασκαλία). 

Οι γενικές έννοιες κατά τον Αντισθένη είναι ανύπαρκτες (ίππον μεν ορώ, ιππόττητα δε ουκ ορώ) κάθε δε έννοια εννοεί ένα μόνο πράγμα. Από δω συνάγει ο φιλόσοφος ότι δεν μπορεί σε κανένα υποκείμενο ν’ αποδοθεί διαφορετική έννοια, και οι μόνες σωστές κρίσεις είναι οι ταυτολογικές (Α εστίν Α). δεν είναι ορθό, π.χ., να λέμε ο χρυσός είναι ξανθός, μα ο χρυσός είναι χρυσός, όχι ο άνθρωπος είναι θνητός αλλά το θνητό είναι θνητό. 

Γι’ αυτό το λόγο ο Αντισθένης απέρριπτε και τον ορισμό που στηρίζεται πάνω στα ουσιώδη γνωρίσματα. Τα διδάγματα αυτά πρόθυμα σπάσθηκαν οι Κυνικοί. Και από αυτά η τάση των Κυνικών να κάνουν τους εαυτούς των τελείως ανεξάρτητους από τις ανάγκες του έξω κόσμου, περιορίζοντας στο ελάχιστο τις ανάγκες τους, ασκούμενοι να υπομένουν κάθε στέρηση και κάθε πόνο, και θεωρώντας τις απολαύσεις και ιδιαίτερα την ηδονή μέγιστα κακά. 




Αποφθέγματα

Το κέρδος από τη φιλοσοφία είναι το να μπορείς να επικοινωνείς με τον εαυτό σου.

Λόγος είναι αυτός που φανερώνει τι ήταν η, τι είναι κάτι.

Πρέπει να σχετιζόμαστε με γυναίκες που θα μας χρωστούν ευγνωμοσύνη.

Ειναι βασιλικο το να κακολογιεται,οποιος κανει το καλο.

Η ύψιστη ανθρώπινη ευτυχία είναι το να πεθαίνουμε ευτυχισμένοι

Όσοι θέλουν να είναι αθάνατοι πρέπει να είναι στη ζωή τους ευσεβείς και δίκαιοι.

Όπως ο σίδηρος καταστρέφεται από τη σκουριά, έτσι και οιφθονεροί καταστρέφονται από τον ίδιο τον χαρακτήρα τους.

Οι πόλεις καταστρέφονται , όταν δεν μπορούν να ξεχωρίσουν τους τιποτένιουςαπό τους σπουδαίους.

Όταν σε επαινούν να ανησυχείς μήπως έχεις κάνει κάτι κακό.

Το να ζουν μαζί μονοιασμένα τα αδέλφια είναι το ισχυρότερο από όλα τα τείχη.

οι προμήθειες μας για τα ταξίδια πρέπει να είναι τέτοιες πού ακόμα κι αν ναυαγήσουμε θα μας επιτρέψουν νακολυμπήσουμε.

Είναι προτιμότερο να αντιμετωπίζεις κόρακες παρά κόλακες . Οι πρώτοι σετρώνε νεκρό , οι δεύτεροι ζωντανό.

Η σπουδαιότερη μάθηση είναι το να ξέρουμε να απομακρύνουμε την άγνοια.

Να είμαστε περισσότερο υπομονετικοί,όταν μαςκακολογούν,παρά όταν μας πετροβολούν.

Ευγένεια και αρετή είναιέννοιες ταυτόσημες .

Ο σοφός είναι αυτάρκης γιατί του ανήκουν όλα όσα έχουν οι άλλοι.

Ο σοφός θα παντρευτεί για να αποκτήσει παιδιά συνάπτοντας σχέσεις με τις πιο έξυπνες γυναίκες.

Συμμάχους να κάνουμε όσους είναι γενναίοι και δίκαιοι συγχρόνως.

Να προσέχουμε (φοβόμαστε) τους εχθρούς γιατί είναι οι πρώτοι πουαντιλαμβάνονται τα σφάλματα μας.

Το ασφαλέστερο τείχος είναι η φρόνηση (ορθή κρίση) , γιατί ούτε γκρεμίζεται ούτε προδίδεται.


Πηγή: www.mousa.gr
Διαβάστε περισσότερα...

Δευτέρα 16 Απριλίου 2012

Διογένης από τη Σινώπη (412 ή 399 - 323 π.κ.χ)


Ο Διογένης ο «Κυνικός» (ή Κύων), γνωστός κι ως ο Διογένης ο Σινωπεύς, ήταν Έλληνας φιλόσοφος, που γεννήθηκε στη Σινώπη του Πόντου περίπου το 412 π.κ.χ. (σύμφωνα με άλλες πηγές το 399 π.κ.χ.) και θεωρείται ο κυριότερος εκπρόσωπος της Κυνικής Φιλοσοφίας. Σύμφωνα με έναν θρύλο, γεννήθηκε την ημέρα που πέθανε ο Σωκράτης.

Λέγεται ότι οι Σινωπείς τον εξόρισαν γιατί παραχάραξε το τοπικό νόμισμα. Άλλοι πάλι υποστηρίζουν ότι ακολούθησε στην εξορία τον πατέρα του Ικεσία, επόπτη του νομισματοκοπείου της Σινώπης, όταν αυτός κατηγορήθηκε σαν παραχαράκτης. Ο Διογένης λόγω της εξορίας, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα ως πολιτικός εξόριστος το 370 π.κ.χ. Συνήθως, τα καλοκαίρια έμενε στην Κόρινθο και τους χειμώνες στην Αθήνα.

Πολύ γρήγορα εντυπωσιάστηκε από τη διδασκαλία του Αντισθένη, ένας από τους πιο διαπρεπείς μαθητές του Σωκράτη και ζήτησε να γίνει μαθητής του. Λέγεται, ότι εμφανίστηκε μπροστά στον Αντισθένη, σαν τραπεζίτης, παρακαλώντας τον να τον δεχθεί ως μαθητή του. Ο Αντισθένης, φυσικά, αρνήθηκε να διδάξει έναν τραπεζίτη. Ο Διογένης επέμενε για πολύ καιρό. Ο Αντισθένης αποφάσισε να τον δεχθεί μόνο όταν τον είδε να είναι ντυμένος με κουρέλια, να κοιμάται στο χώμα και στις λάσπες, και να περιπλανιέται ζητιανεύοντας μαζί με τους άλλους ζητιάνους. Σύντομα ο Διογένης ξεπέρασε το δάσκαλό του, όχι μόνο σε φήμη, αλλά και στην αυστηρότητα του τρόπου ζωής. Θεωρείται το αρχέτυπο των Κυνικών, και μάλιστα πολλοί του αποδίδουν την καθιέρωση του Κυνικού τρόπου ζωής, αν και ο ίδιος αναγνωρίζει το χρέος του στον Αντισθένη. Η κυνική φιλοσοφία λέγεται έτσι γιατί οι κυνικοί είχαν ως έμβλημά τους τον Κύων (τον σκύλο) και έλεγαν «εμείς διαφέρουμε από τους άλλους σκύλους διότι εμείς δεν δαγκώνουμε τους εχθρούς αλλά τους φίλους, για να τους διορθώσουμε». Οι κυνικοί φιλόσοφοι πρέσβευαν την απόλυτη αμφισβήτηση των πάντων, απέρριπταν κάθε εξουσία και ήθελαν την απόλυτη ελευθερία του ανθρώπου.

Ο Διογένης δεν συγκρότησε ένα θεωρητικό σύστημα αξιών, αλλά με τις πράξεις του γελοιοποίησε, εξευτέλισε κυριολεκτικά τις κυρίαρχες κοινωνικές συμβάσεις, σε σημείο που δύσκολα θα έφτανε και ο πιο ριζοσπαστικός αναρχικός της εποχής μας. Το έδαφος είχε ήδη προλειάνει ο Αντισθένης, ο οποίος κήρυττε δημοσίως ότι δεν θα έπρεπε να υπάρχει κυβέρνηση, ατομική ιδιοκτησία, επίσημη θρησκεία, γάμος. Απέρριψε τη φήμη και τις τιμές, αλλά η επίδειξη του ασκητισμού του ήταν τόσο καινούργια για τους Έλληνες ώστε προσήλκυσε μεγάλη προσοχή και πολλοί έφτασαν να τον θεωρούν εξαιρετικά σοφό.

Ο Διογένης έθιξε αποκλειστικά κοινωνικά και ηθικά προβλήματα. Η διδασκαλία του ήταν ουσιαστικά επαναστατική και ανατρεπτική για την τάξη που επικρατούσε τότε. Προσπάθησε με τα επιχειρήματα του, να αλλάξει την ανθρώπινη κοινωνία που είχε διαφθαρεί. Αυτό κατά την γνώμη του θα γινόταν δυνατό, αν ο άνθρωπος επέστρεφε στην φύση. Πίστευε δηλαδή πως η ευτυχία του ανθρώπου βρίσκετε στη φυσική ζωή και πως μόνο με την αυτάρκεια, την λιτότητα, την αυτογνωσία και την άσκηση μπορεί να την εξασφαλίσει. Υπήρξε είρωνας καυστικότατος και ονειδιστείς των ανθρώπινων αδυναμιών, προπάντων δε της ματαιοδοξίας και της υπεροψίας. Τρεφόταν μόνο από προσφορές των θαυμαστών του. Ο Διογένης ο Λαέρτιος παραθέτει μεγάλο κατάλογο από έργα του Διογένη του Κύνου από τα οποία σώζονται αρκετά δυστυχώς όχι στη Ελληνική.

Ο Διογένης πίστευε πως ο άνθρωπος είναι από τη Φύση εφοδιασμένος με όλα όσα χρειάζεται και δεν έχει ανάγκη από περιττά πράγματα. Μόνος του δημιουργεί για τον εαυτό του πλήθος τεχνητές ανάγκες και επιθυμίες, που τελικά τον υποδουλώνουν. Για τον Διογένη μόνο η ικανοποίηση των φυσικών αναγκών οδηγεί στην ευτυχία και καμία σωματική ανάγκη δεν μπορεί να θεωρηθεί ανήθικη, αφού η φύση τις δημιουργεί όλες. Ωστόσο, οι φυσικές ανάγκες μπορούν να δαμαστούν με την άσκηση, δηλαδή με το να ασκεί κάποιος το σώμα του, ώστε να περιορίζονται οι ανάγκες του στο ελάχιστο δυνατό. Αυτό θα βοηθήσει τον άνθρωπο να αποκτήσει αυτάρκεια: όσο πιο λίγες και απλές είναι οι ανάγκες του, τόσο πιο εύκολα θα μπορεί να τις ικανοποιεί. Η παράδοση στις σωματικές απολαύσεις συνιστά αδυναμία αλλά και αδικία. Στον ευτραφή ρήτορα Αναξιμένη έλεγε σαρκαστικά ο Διογένης: «Αναξιμένη, δώσε λίγη κοιλιά και στους φτωχούς».

Ο Διογένης και οι μεταγενέστεροί του Κυνικοί απορρίπτουν ό,τι σηματοδοτεί τον ανθρώπινο πολιτισμό. Ο Νόμος δεν έχει καμία απολύτως αξία απέναντι στη φύση, διότι οι νόμοι είναι ανθρώπινα έργα και διαφέρουν από χώρα σε χώρα, επομένως δεν έχουν αντικειμενικό κύρος και είναι ανάξιοι σεβασμού. Για τον λόγο αυτό, ακριβώς, κανένα δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να κρίνει τις πράξεις κάποιου, ούτε και οποιαδήποτε εξουσία έχει το δικαίωμα να καθορίζει τη ζωή των ανθρώπων.

Χρησιμοποιούσε τον αστεϊσμό και το λογοπαίγνιο ως μέσο για τα διδάγματά του. Πίστευε πως η ευτυχία του ανθρώπου βρίσκετε στη φυσική ζωή και πως μόνο με την αυτάρκεια, την λιτότητα, την αυτογνωσία και την άσκηση μπορεί κανείς να την εξασφαλίσει. Εφαρμόζοντας στην πράξη τις αρχές του κυκλοφορούσε στην Αθήνα ξυπόλυτος, φορώντας χειμώνα καλοκαίρι το ίδιο ρούχο και μόνο στα μεγάλα κρύα δανειζόταν από κάποιο φίλο του ένα μανδύα και είχε στην πλάτη του ένα σακούλι όπου έβαζε τίποτε τρόφιμα και ένα τάσι για να πίνει νερό. Κοιμόταν χωρίς να μεταχειρίζεται στρωσίδια μέσα σε ένα…πιθάρι, με φύλακες τα σκυλιά του, που άλλοτε το κυλούσε στη Βασίλειο Στοά κι άλλοτε στο Μητρώο, κάτω από την Ακρόπολη, αποδεικνύοντας, έτσι, πως και το σπίτι ακόμα ήταν κάτι το περιττό. Απέρριπτε την πολυθεΐα και τις θρησκευτικές λατρείες, ως αυθαίρετους ανθρώπινους θεσμούς.

Ο Διογένης συχνά κυκλοφορούσε την ημέρα με ένα αναμένο φανό, όταν
τον ρωτούσαν "γιατί κρατάς φανό, ημέρα;" αυτός απαντούσε  "ψάχνω
να βρώ τίμιους ανθρώπους" O Διογένης έψαχνε να βρεί ένα ανθρώπινο
ον, αλλά έλεγε πως έβλεπε μόνο κατεργάρηδες και αχρείους.
Περιγελούσε τους ρήτορες που στους λόγους των έκαναν πολύ θόρυβο περί δικαιοσύνης αλλά ουδέποτε την εφάρμοσαν στη ζωή τους. Έλεγε ότι οι άνθρωποι αγωνίζονται να ξεπεράσουν ο ένας τον άλλο σε υλικά αποκτήματα, αλλά κανένας δεν αγωνίζεται να γίνει καλύτερος και αληθινός.

Δε δημιούργησε ποτέ δική του οικογένεια και θεωρούσε τον εαυτό του ως «πολίτη του κόσμου» (κοσμοπολίτης).Οι Αθηναίοι αγαπούσαν τον Διογένη, για την ετοιμότητα και την ευφυΐα του, με τις οποίες απαντούσε σε κάθε ερώτηση που του έκαναν, καθώς και για τον αδυσώπητο και τραχύ τρόπο με τον οποίο έσκωπτε τα κακώς έχοντα στην κοινωνία. Τη σκέψη του την απασχολούσαν αποκλειστικά τα ηθικοκοινωνικά προβλήματα, η δε διδασκαλία του, ουσιαστικά, ήταν επαναστατική και ανατρεπτική της υφισταμένης τάξεως. Γι’ αυτό όταν ένας νεαρός του έσπασε το πιθάρι, μαστίγωσαν τον νεαρό και του έδωσαν άλλο.

Σ’ ένα ταξίδι του στην Αίγινα, ο Διογένης συνελήφθη από πειρατές και στάλθηκε στην Κρήτη όπου και εκτέθηκε για πώληση. Ο Ξενιάδης, εντυπωσιασμένος από το πνεύμα του Διογένη, τον αγόρασε παίρνοντάς τον μαζί του στην Κόρινθο. Εκεί του εμπιστεύτηκε το νοικοκυριό του και του ανέθεσε την ανατροφή των δύο γιων του. Ο Διογένης φέρεται να είπε στον Ξενιάδη, «Πρέπει να με υπακούεις, παρόλο που είμαι σκλάβος• διότι εάν ο γιατρός ή ο καπετάνιος πλοίου βρίσκονταν υπό δουλεία, θα υπακούονταν».

Ο Διογένης εκτελούσε τα καινούργια του καθήκοντα με τέτοια επιτυχία που ο Ξενιάδης συνήθιζε να λέει στους γύρω του, «Ένας έντιμος μεγαλοφυής μπήκε στο σπίτι μου.» Ο Εύβουλος, στο βιβλίο του με τον τίτλο «Η πώληση του Διογένη», μας περιγράφει πώς ο Κυνικός φιλόσοφος διαπαιδαγωγούσε τους γιους του Ξενιάδη. Τους μάθαινε ν’ αποστηθίζουν πολλά χωρία από ποιητές, ιστορικούς και από τα κείμενα του ίδιου του Διογένη. Τους ασκούσε με κάθε τρόπο στο ν’ αποκτήσουν καλή μνήμη. Στο σπίτι τους μάθαινε να αυτοεξυπηρετούνται και να είναι ευχαριστημένοι με λιτό φαγητό και νερό. Τους μάθαινε να κόβουν τα μαλλιά τους κοντά και να μην τα στολίζουν, να σκεπάζονται με ελαφρά σκεπάσματα, να περπατούν ξυπόλητοι, σιωπηλοί, χωρίς να κοιτάζουν γύρω τους στους δρόμους. Τα παιδιά έτρεφαν μεγάλο σεβασμό για το Διογένη και ζητούσαν χάρες από τους γονείς τους γι’ αυτόν. Επιπλέον ο Διογένης τους δίδαξε ιππασία, σκοποβολή, σφαιροβολία, και ακοντισμό. Αργότερα, όταν έφτασαν σε ηλικία για το σχολείο της παλαίστρας, δεν επέτρεπε στο δάσκαλο να τους δώσει πλήρη αθλητική εκπαίδευση, αλλά μόνο τόση ώστε να τους κρατάει σε καλή φυσική κατάσταση.

Στην Κόρινθο ο Διογένης έζησε το υπόλοιπο της ζωής του, την οποία αφιέρωσε αποκλειστικά στο να κηρύττει τα δόγματα της ενάρετης αυτοκυριαρχίας. Στα Ίσθμια (μια από τις τέσσερις μεγάλες πανελλήνιες γιορτές του αρχαίου κόσμου) δίδασκε σε μεγάλα ακροατήρια που στράφηκαν προς αυτόν μετά το θάνατο του Αντισθένη.
ΕΠΙΓΡΑΦΗ ΑΠΟ ΜΟΥΜΙΑ ΑΝΔΡΑ Σπάραγμα λινού σάβανου Διογένη με
επιγραφή με μπογιά. 2ος αιώνας μ.κ.χ., Βρετανικό Μουσείο. Επιγραφή στο
εξωτερικό σάβανο που, σε μετάφραση, γράφει με μαύρο μελάνι:
"Ο Διογένης, μπαλωματής, κατοικούσε όταν ήταν ζωντανός...".
Το πρωτότυπο γράφει: "ΔΙΟΓΕΝΗΣ ΗΠΗΤΗC ΜΕΝΩΝ ΟΤΕ ΕΖΗ".
Ο Διογένης, είχε παντού εχθρούς ή φίλους που διασκέδαζαν μαζί του, εμπαίζοντάς τον, εξορίστηκε από την πατρίδα του, πουλήθηκε ως δούλος, κέρδισε την ελευθερία του, γνώρισε όλες τις πτυχές της ζωής αφού έγινε από τραπεζίτης μέχρι ζητιάνος, και από φιλόσοφος μέχρι σκύλος (ζώντας σκυλίσια ζωή), στο τέλος κοιμόταν μέσα σε ένα μεγάλο πιθάρι. Δήλωνε ότι ήταν εναντίον του πολιτισμού, αφού «Οι άνθρωποι είναι ζώα και τα ζώα δεν έχουν πολιτισμό, έχουν μόνο φυσικές ανάγκες, αλλά ας γίνουν τα ζώα πρώτα άνθρωποι και έπειτα ας κάνουν και πολιτισμό, πράγμα δύσκολο, αφού μέχρι στιγμής δεν υπάρχει πουθενά, εκτός εάν μιλάμε για χρήματα, για πόλεμο και για θεάματα».

Πολλοί γελούσαν μαζί του επειδή κοιμόταν στο πιθάρι του κι εκείνος γελούσε μαζί τους επειδή δεν χωρούσαν στο πιθάρι του, γιατί ήταν χοντροί. «Η φιλοσοφία δεν έχει σπίτι» έλεγε, «γιατί είναι τόσο μεγάλη που δεν χωράει σε κανένα σπίτι και μπορεί να έχει σαν στέγη της μόνο τον ουρανό».

Έχοντας διαπιστώσει ότι ο άνθρωπος δεν είναι παρά ένα ζώο, ο Διογένης έκανε την ανάγκη του δημοσίως, και έλεγε ότι απολύτως καμία σωματική ανάγκη δεν θα έπρεπε να θεωρείται ανήθικη ή πρόστυχη αφού η φύση την δημιουργεί. Ο Διογένης, επίσης, αυνανιζόταν δημοσίως, κατά προτίμηση στην αγορά.

Για το θάνατο του Διογένη υπάρχουν διάφορες πληροφορίες. Οι ιστορικοί, όμως, δεν είναι βέβαιοι ούτε για το χρόνο ούτε για τον τρόπο του θανάτου του. Πιστεύεται ότι ο Διογένης πέθανε 323 π.κ.χ στην Κόρινθο πολύ γέρος και κατά την παράδοση την ίδια μέρα που πέθανε στη Βαβυλώνα ο Αλέξανδρος. Οι Κορίνθιοι του έκαναν μεγαλοπρεπή κηδεία και στον τάφο του έστησαν μαρμάρινο κίονα, πάνω στον οποίο έστεκε καμαρωτός ένας σκύλος από μάρμαρο της Πάρου (κύνα). Λέγεται ότι είχε προκύψει διαμάχη μεταξύ των μαθητών του για το ποιος θα τον θάψει. Τελικά, με εισήγηση ανδρών επιρροής, θάφτηκε από τους γιους του Ξενιάδη. Στη συνέχεια συμπατριώτες του από τη Σινώπη τον τίμησαν με ορειχάλκινα αγάλματα, κοντά στη γιγαντιαία κολόνα με το σκύλο, πάνω στα οποία χάραξαν την ακόλουθη επιγραφή: «Ο χρόνος κάνει ακόμη και το χαλκό να παλιώνει• αλλά τη δόξα σου, ω Διογένη, η αιωνιότητα ποτέ δεν θα καταστρέψει. Διότι εσύ μόνος δίδαξες στους θνητούς το μάθημα της αυτάρκειας και το πιο ενάρετο μονοπάτι της ζωής».

Ο Διογένης άφησε πίσω του μαθητές που ακολούθησαν τον ίδιο τρόπο ζωής και καυτηρίασαν έμπρακτα την αφύσικη και τεχνητή ζωή του πολιτισμού. Από τους πιο γνωστούς συνεχιστές του είναι ο Κράτης o Θηβαίος, που έζησε ως επαίτης, έχοντας μάλιστα στο πλευρό του την Ιππαρχία, κοπέλα από αρχοντική οικογένεια και αδελφή του επίσης Κυνικού Μητροκλή.

Ο Διογένης ο Λαέρτιος παραθέτει μακρότατο κατάλογο των έργων του φιλοσόφου, από τα οποία όμως τίποτα δεν διασώθηκε. Ο ίδιος συνέλεξε αποφθέγματα, ανέκδοτα και λεπτομέρειες από το βίο του μεγάλου κυνικού. Πολλά όμως απ’ αυτά όμως, ίσως και να είναι επινοήματα των μεταγενεστέρων θαυμαστών του. Ενδεικτικά αναφέρονται τα ακόλουθα:


  • Ο Διογένης είχε συλληφθεί αιχμάλωτος και κατάληξε στα δουλοπάζαρα. Ο δουλέμπορος δεν τον άφηνε να καθίσει, γιατί ήθελε να βλέπει ο κόσμος την «πραμάτεια» του. Ο Διογένης τότε του είπε, «Δεν έχει σημασία γιατί και τα ψάρια όπως και να στέκονται το ίδιο πωλούνται». Ο Ξενιάδης, πλούσιος, αριστοκράτης της εποχής είδε τον Διογένη και θέλησε να τον αγοράσει. Συζήτησε με τον δουλέμπορο και ο δουλέμπορος πλησίασε τον Διογένη και του λέει «αυτός ενδιαφέρεται να σε αγοράσει, τί δουλειά ξέρεις να κάνεις να του πώ;». Ο Διογένης με λογοπαίγνιο απαντά «ανθρώπων άρχειν» και συμπλήρωσε «Φώναξε μήπως κάποιος θέλει δεσπότη». Το λογοπαίγνιο αυτό, ενός δούλου που δήλωνε «άρχειν ανθρώπων» άρεσε στον Ξενιάδη που χαμογέλασε και τον αγόρασε, αφού αντιλήφθηκε τις δύο έννοιες που με οξυδέρκεια έθεσε ο Διογένης. «Διοικώ τους ανθρώπους και διδάσκω στους ανθρώπους αρχές». Ο Ξενιάδης ανάθεσε στον Διογένη την διδασκαλία των παιδιών του, και έτσι ο Διογένης έμεινε στο Κράθειον, ένα προάστειο της Κορίνθου.
  • Οι φίλοι του Διογένη θέλησαν να τον ελευθερώσουν (από δούλο του Ξενιάδη) και εκείνος τους απεκάλεσε ανόητους, γιατί, όπως είπε, «τα λιοντάρια δεν είναι δούλοι αυτών που τα τρέφουν, αλλά αυτοί που τρέφουν τα λιοντάρια είναι δούλοι των λιονταριών, αφού ο φόβος χαρακτηρίζει τους δούλους, ενώ τα θηρία προκαλούν φόβο στους ανθρώπους».
  • Όταν ο Μέγας Αλέξανδρος ήταν στη Κόρινθο, ήθελε να γνωρίσει τον Διογένη και έστειλε ένα υπασπιστή του να βρει τον Διογένη που ήταν στο Κράθειο και να του τον παρουσιάσει. Αφού ο υπασπιστής τον εντόπισε, του είπε: «Σε ζητεί ο Βασιλεύς Αλέξανδρος να σε δεί». Ο Διογένης απάντησε «Εγώ δεν θέλω να τον δω. Εάν θέλει αυτός ας έρθει να με δει». Και πράγματι, ο βασιλεύς Αλέξανδρος πήγε να δεί τον Διογένη. Τον πλησιάζει ο Αλέξανδρος και του λέει «Είμαι ο Βασιλεύς Αλέξανδρος». Ο Διογένης ατάραχος απαντά «Και γώ είμαι ο Διογένης ο Κύων».Ο Μέγας Αλέξανδρος απορεί και του λέγει «Δεν με φοβάσαι;». Ο Διογένης απαντάει «Και τί είσαι; Καλό ή κακό;». Ο Αλέξανδρος μένει σκέπτικος. Δεν μπορεί ένας βασιλεύς να πει ότι είναι κακό, και άμα είναι καλό, γιατί κάποιος να φοβάται το καλό; Αντί να απαντήσει ο Αλέξανδρος τον ερωτεί εκ νέου «Τί χάρη θές να σου κάνω;» και ο Διογένης ξανά με λογοπαίγνιο απαντά «Αποσκότησων με». Βγάλε με δηλαδή από το σκότος, την λήθη, και δείξε μου την αλήθεια. Με το έξυπνο λογοπαίγνιο του Διογένη, η απάντηση του μπορεί και να εννοηθεί εώς «Σταμάτα να μου κρύβεις τον ήλιο», καθώς οι κυνικοί πίστευαν πώς η ευτυχία του ανθρώπου βρίσκετε στη λιτότητα, στη ζεσταςιά του ήλιου και δεν ζητεί τίποτα από τα υλικά πλούτη. Μόλις το άκουσε αυτό ο Αλέξανδρος είπε το περίφημο: «Εάν δεν ήμουν Αλέξανδρος, θα ήθελα να ήμουν Διογένης».
  • Ο Πλάτων τιμούσε τον Διογένη, που τον ονόμαζε «Σωκράτη μαινόμενο», εκείνος όμως δεν είχε σε μεγάλη υπόληψη τον ιδρυτή της Ακαδημίας και δεν άφηνε ευκαιρία να τον ειρωνεύεται. Όταν ο Πλάτων διατύπωσε τον γνωστό ορισμό για τον άνθρωπο: «Ζώον δίπουν άπτερον» (ζώο με δύο πόδια και χωρίς φτερά) ο Διογένης μάδησε ένα πετεινό και τον παρουσίασε στην αγορά λέγοντας «Ιδού ο άνθρωπος του Πλάτωνος» κι αυτός τότε συμπλήρωσε τον ορισμό με το «και πλατώνυχον».
  • Μια μέρα μπήκε στο πλουσιόσπιτο του Πλάτωνα και με τα ξυπόλυτα (και βρώμικα) πόδια του πατούσε στα χαλιά λέγοντας «πατώ τον του Πλάτωνος τύφον (ματαιοδοξία)».
  • Όταν ο Πλάτων τον είδε μια μέρα να γευματίζει μονάχα με ψωμί κι ελιές, δεν κρατήθηκε και τον πείραξε λέγοντας: «Αν είχες πάει στο Διονύσιο, δε θα ‘τρωγες τώρα ελιές». Ο Διογένης όμως δεν του τη χάρισε: «Αν έτρωγες ελιές δε θα χρειαζόταν να πάς στον Διονύσιο» (Σημείωση: Ο Διονύσιος ήταν τύραννος των Συρακουσών ο δε Πλάτων πήγε κοντά του προσπαθώντας να εφαρμόσει στην πράξη τις ιδέες που είχε διατυπώσει στην «Πολιτεία» του).
  • Ο Διδύμων, οφθαλμίατρος της εποχής εξετάζει το μάτι μιάς κοπέλας. Ο Διογένης τον βλέπει. Ξέρει ο Διογένης ότι ο Διδύμων είναι τύπος ερωτίλος, κοινώς γυναικάς. Και του λέει «Πρόσεξε Διδύμωνα, μήπως εξετάζοντας τον οφθαλμό, πειράξεις την κόρην».
  • Είναι ο Διογένης καλεσμένος σε ένα γεύμα και πηγαίνει στο λουτρό για να πλυνθεί πρίν φάει. Αλλά το λουτρό είναι πολύ βρώμικο. Δεν παραπονιέται, δεν λέει «είναι βρώμικο το λουτρό», και δεν προσβάλει τον οικοδεσπότη αλλά με αστεϊσμό ερωτεί «Οι εδώ λουόμενοι, που πλένονται κατόπιν;».
  • Όταν ο Διογένης ρωτήθηκε που είδε ενάρετους (σύμφωνα με τις αρχές του) άντρες, αποκρίθηκε, «Άντρες πουθενά, στην Σπάρτη όμως, είδα παιδιά».
  • Ο Διογένης καυτηρίαζε τον πόλεμο, με τον δικό του, ιδιότυπο τρόπο: Οι Κορίνθιοι προετοιμάζονταν πυρετωδώς για να πολεμήσουν τον Φίλιππο της Μακεδονίας και για να μη φανεί ότι ο Διογένης μένει άπρακτος, πήρε κι αυτός το πιθάρι του και άρχισε να το τσουλάει πάνω κάτω!
  • Θέλησε κάποτε να πειράξει ένα ευνούχο μοχθηρό τύπο αφού έβλεπε τις πράξεις του και είχε ακούσει γι’ αυτόν. Οι αρχαίοι Έλληνες συνήθιζαν να βάζουν πάνω από την θύρα της οικίας τους ένα θυραίο. Αυτό ήταν ένα σύμβολο ή σήμα ή ρητό που διάλεγαν για την οικία τους. Ο μοχθηρός αυτός άνδρας είχε βάλει άνωθεν της οικίας του το εξής ρητό. «Μηδέν εισίτω κακόν» ( Να μην μπει κανένα κακό). Και ο Διογένης κτύπησε την πόρτα και ρώτησε: «Ο οικοδεσπότης από πού μπαίνει;».
  • Όταν ρωτήθηκε ποιανού ζώου το δάγκωμα είναι το χειρότερο, λέγεται πως απάντησε: «Ανάμεσα στα άγρια, του συκοφάντη, και ανάμεσα στα ήμερα του κόλακα».
  • Μια μέρα, ενώ συζητούσε επί σοβαρού θέματος κι ελάχιστοι τον άκουγαν, άρχισε να σφυρίζει• τότε, καθώς πλήθος μαζεύτηκε αμέσως γύρω του, τους επέπληξε λέγοντας, «Εσείς σπεύδετε με όλη σας τη σοβαρότητα για ν’ ακούσετε ανοησίες, αλλά είστε πολύ αργοί και περιφρονητικοί όταν το θέμα είναι σοβαρό».
  • Όταν κάποιος του είπε, «οι περισσότεροι άνθρωποι γελούν μαζί σου», η απάντησή του ήταν, «πολύ πιθανόν οι γάιδαροι να γελούν μ’ αυτούς• αλλά όπως δεν τους νοιάζει για τα γαϊδούρια, ούτε και μένα με νοιάζει γι’ αυτούς».
  • Ο Μέγας Αλέξανδρος κάποτε θέλησε να πειράξει τον Διογένη και αφού έλεγε ότι ήταν Κύων, του έστειλε ένα πιάτο κόκκαλα. Μετά όταν τον συνάντησε τον Διογένη τον ρώτησε: «Σου άρεσε Κύων το δώρο μου;». Και ο Διογένης του απάντησε «Το έδεσμα ήταν άξιο για κύων, αλλά το δώρο δεν ήταν καθόλου άξιο για βασιλέα».
  • Όταν από τα βάθη της Ασίας ο Αλέξανδρος έστειλε στον τοποτηρητή του Αντίπατρο μήνυμα με κάποιον αγγελιοφόρο, που λεγόταν Αθλίας, ο Διογένης σχολίασε: «Αθλίας παρ΄αθλίου δι΄αθλίου προς άθλιον» (Ο άθλιος στέλνει άθλια επιστολή με τον Άθλιο προς ένα άθλιο).
  • Τον ρώτησε κάποιος τύραννος ποιος είναι ο καλύτερος χαλκός για να χυτευθεί ένα άγαλμά του και ο Διογένης του είπε «ο δι΄ου Αρμόδιος και Αριστογείτων εχυτεύθησαν» (δηλαδή ο χαλκός από τον οποίο γίνανε τα αγάλματα του Αρμόδιου και του Αριστογείτονα – των τυραννοκτόνων).
  • Μια μέρα, παρατήρησε μια τοιχογραφία που εικόνιζε δύο κενταύρους, πανάθλια ζωγραφισμένος και ρώτησε : «Πότερος τούτων Χείρων εστί;», λογοπαικτώντας με το επίθετο χείρων (= χειρότερος) και το όνομα του γνωστού κενταύρου Χείρωνα.
  • Όταν κάποιος είπε στον Διογένη, «Γέρασες, κοίτα να ξεκουραστείς», αυτός απάντησε «Αν έπαιρνα μέρος σε αγώνα δρόμου, στο τέλος, θα έπρεπε να χαλαρώσω αντί να επιταχύνω;».
  • Μια μέρα παρακολουθούσε μουσική παράσταση κιθάρας. Ο κιθαρωδός ήταν κάποιος ηρακλείων διαστάσεων και πολύ αγριωπός, το δε παίξιμό του είχε τα μαύρα του τα χάλια. Όλοι οι ακροατές αποδοκίμαζαν τον «καλλιτέχνη» και μονάχα ο Διογένης τον χειροκροτούσε. Όταν οι άλλοι τον ρώτησαν απορημένοι «γιατί;», εκείνος απάντησε: «Διότι τηλικούτος ών κιθαρωδεί και ου ληστεύει!» (Επειδή, παρά το μέγεθος του, παίζει κιθάρα και δεν ληστεύει).
  • Όταν είδε ένα μουσικό να χορδίζει την άρπα, του είπε, «Δεν ντρέπεσαι να δίνεις στο ξύλο εναρμονισμένους ήχους, τη στιγμή που απέτυχες να εναρμονίσεις την ψυχή με τη ζωή σου;».
  • Στην αγορά της Αθήνας τον έβρισε ένας φαλακρός. Ο Διογένης απάντησε: «Εγώ ου λοιδωρώ αλλά τας τρίχας επαινώ, ότι κρανίου κακού απηλλάγησαν», δηλαδή «Δεν θα σε βρίσω, αλλά θα παινέψω τις τρίχες που εγκατέλειψαν ένα τέτοιο κρανίο».
  • Τον καιρό που ο Διογένης ζούσε στην Κόρινθο, μεσουρανούσε εκεί η περίφημη εταίρα Λαΐς η Κορινθία. Ήταν τόσο όμορφη που κατά τον Προπέρτιο «όλη η Ελλάδα έλιωνε από πόθο μπροστά στην πόρτα της» ενώ ο Αρισταίνετος γράφει πως «τα στήθια της ήταν σαν κυδώνια» και κατά τον Αθήναιο πολλοί ζωγράφοι την είχαν ως πρότυπο. Δεν ήταν όμως μόνο πανέμορφη. Ήταν πολύ μορφωμένη, καλλιεργημένη, και πάμπλουτη. Φυσικά είχε σχέσεις με τους επιφανέστερους και πλουσιώτερους Έλληνες, που συνέρρεαν στην Κόρινθο για να τη γνωρίσουν (με τη βιβλική σημασία του ρήματος). Ανάμεσα στους «πελάτες» της ήταν και ο μαθητής του Σωκράτη Αρίστιππος, ιδρυτής της ηδονιστικής σχολής. Ο Αρίστιππος ήταν άνθρωπος ρεαλιστής και όταν κάποιοι του είπαν πως η Λαϊς δεν τον αγαπάει, αυτός απάντησε «Και τα ψάρια και το κρασί δε μ΄αγαπάνε αλλά εγώ τα απολαμβάνω». Ο Διογένης στην αρχή δεν έδινε καμιά σημασία στη Λαϊδα και όταν κάποιος φίλος του τον ρώτησε γιατί δεν την επισκέπτεται, αυτός απάντησε «ουκ ωνέομαι εγώ δεκακισχιλίων μίαν μεταμέλειαν», δηλαδή δεν αγοράζω με δέκα χιλιάδες δραχμές κάτι για το οποίο θα μετανοιώσω. Η Λαΐς, μαθαίνοντας το περιστατικό, πειράχτηκε και αποφάσισε να τιμωρήσει τον φιλόσοφο που καταφρονούσε τη γοητεία της. Κατάφερε να τον πλησιάσει και του υποσχέθηκε μιαν ερωτική νύχτα μαζί της, δωρεάν. Ο Διογένης, τι είχε να χάσει, συμφώνησε. Η Λαΐς όμως τον υποδέχτηκε σε ένα σκοτεινό δωμάτιο και στη θέση της βρισκόταν μια κακάσχημη υπηρέτριά της, από την οποία τελικά ο φιλόσοφος δέχτηκε τις θωπείες που του υποσχέθηκε η Λαΐς. Το άλλο πρωί διαπίστωσε το πάθημά του, το οποίο η εταίρα φρόντισε να το μάθει όλη η Κόρινθος. Ο Διογένης όμως απτόητος της ανταπέδωσε τα ίσα, λέγοντας «Λυχνίας σβεσθείσης πάσα γυνή Λαΐς» (δηλαδή, στο σκοτάδι όλες οι γυναίκες είναι ίδιες).
  • Μια φορά ο Διογένης ο Κυνικός βρέθηκε σε μια συντροφιά όπου όλοι έπλητταν θανάσιμα από απαγγελία ενός ποιητή. Βλέποντας να προβάλλει το λευκό στο τέλος του ειληταρίου που κρατούσε ο ποιητής, ο Διογένης είπε «Κουράγιο φίλοι, βλέπω στεριά».
  • Όταν ο κυνικός φιλόσοφος Διογένης είδε μια γυναίκα κρεμασμένη σε μια ελιά αναφώνησε: «Μακάρι να είχαν όλα τα δέντρα τέτοιους καρπούς!».
  • Κάποιος καλοτύχιζε τον Καλλισθένη γιατί ζούσε ωραία κοντά στον Μέγα Αλέξανδρο. Ο Διογένης τότε του απαντά: «Κακότυχος είναι όποιος προγευματίζει και δειπνεί όποτε αρέσει στον Αλέξανδρο».
  • Μια φορά άναψε, μέρα μεσημέρι, έναν λύχνο και κρατώντας τον, γύριζε στης αγοράς τους δρόμους. Όταν δε, ρωτήθηκε γιατί το κάνει αυτό, έδωσε τη γνωστή περίφημη απάντησή του: «Άνθρωπον ζητώ».
  • Μια μέρα ο Διογένης πήγε στο θέατρο, όταν η παράσταση είχε τελειώσει και ο κόσμος έβγαινε έξω. Αντίθετα στο πλήθος, που έβγαινε έξω, αυτός προσπαθούσε ν’ ανοίξει δρόμο και να μπει μέσα, και σαν τον ρώτησαν, γιατί πάει αντίθετα, απάντησε: «Σε όλη μου τη ζωή αυτό εξασκούμαι να κάνω».
  • Όταν είδε μια μέρα ένα παιδί να πίνει νερό με τη χούφτα του χεριού του, έβγαλε, καθώς λένε, το κύπελλο, με το οποίο έπινε νερό και το πέταξε αναφωνόντας «παιδίον μὲ νενίκηκεν εὐτελεία!» (ένα παιδί με ξεπέρασε στην απλότητα).
  • Ο Διογένης, κάποτε, στέκονταν εμπρός από ένα άγαλμα ζητώντας…ελεημοσύνη. Όταν τον ρώτησαν γιατί το κάνει αυτό, εκείνος απάντησε: «μελετῶ ἀποτυγχάνειν» (μελετώ την αποτυχία).
  • Έλεγε ο Διογένης, πως, όταν πεθάνει, θέλει να τον θάψουν μπρούμητα. Τον ρώτησαν γιατί, κι εκείνος απάντησε: «γιατί σε λίγο θα’ ρθουν τα πάνω-κάτω».
  • Σε κάποιον που του υπενθύμισε χλευαστικά μια παλαιότερη παρανομία του (παραχάραξη νομίσματος, για την οποία οι συμπολίτες του τον εκδίωξαν από την Σινώπη), ο κυνικός φιλόσοφος δήλωσε «κάποτε ήμουν τέτοιος που εσύ είσαι τώρα, τέτοιος όμως που είμαι εγώ, εσύ δεν θα γίνεις ποτέ». Όταν οι Αθηναίοι τον κορόιδευαν για τον ίδιο λόγο, λέγοντας πώς οι Συνωπείς τον είχανε εξορίσει αυτός με αστεϊσμό απαντούσε «κι εγώ τους καταδίκασα να μείνουν εκεί».
  • Ο Διογένης βγήκε μια μέρα στην αγορά και άρχισε να φωνάζει:«Ε, άνθρωποι που είστε;». Σαν μαζεύτηκαν κάμποσοι, τότε άρχισε να τους κυνηγά και να τους χτυπά με το ραβδί του, λέγοντάς τους: «Ανθρώπους κάλεσα, όχι παλιάνθρωπους».
  • Όταν ο Διογένης ρωτήθηκε «Αν πεθάνεις, ποιος θα φροντίσει την κηδεία σου;», είπε «Αυτός που θα θέλει το σπίτι μου».
  • Βλέποντας κάποτε ο Διογένης μια θρησκόληπτη γυναίκα να σκύβει βαθιά στα αγάλματα των θεών, της είπε «Δε φοβάσαι καλή μου γυναίκα, μήπως κανένας θεός από πίσω σου σε δει σε άσεμνη στάση;».
  • Όταν ο Διογένης αιχμαλωτίστηκε στη μάχη τις Χαιρώνειας και οδηγήθηκε μπροστά στον Φίλιππο, ρωτήθηκε ποιος είναι, και απάντησε, «κατάσκοπος τις απληστίας σου».
  • Όταν ο Διογένης ρωτήθηκε πότε πρέπει να παντρεύεται κάποιος, είπε, «Τους μεν νέους μηδέπω (όχι ακόμα), τους δε πρεσβυτέρους μηδέπωποτε (ποτέ)».
  • Σε κάποιο δείπνο κάποιοι του έριχναν (του Διογένη) κόκκαλα σαν σε σκύλο, τότε εκείνος σηκώθηκε και τους κατούρησε σαν σκύλος.
  • Όταν ο Διογένης ρωτήθηκε γιατί οι άνθρωποι ελεούν τους ζητιάνους αλλά όχι τους φιλοσόφους, είπε, «γιατί κουτσοί και τυφλοί υπάρχει περίπτωση να γίνουν, φιλόσοφοι όμως αποκλείεται».
  • Ο Διογένης παρουσιάστηκε σε μια ομιλία του ρήτορα Αναξιμένη κρατώντας ένα παστό ψάρι και απέσπασε την προσοχή των ακροατών, ο ρήτορας αγανάκτησε και ο Διογένης είπε, «Ένα τιποτένιο ψάρι διέλυσε την ομιλία του Αναξιμένη».
  • Όταν κατηγόρησαν τον Διογένη ότι τα πίνει στο καπηλειό, απάντησε «και στο κουρείο, κουρεύομαι».
  • Ο Διογένης όταν είδε θηλυπρεπή νέο, του είπε «δεν ντρέπεσαι, να έχεις για τον εαυτό σου χειρότερη γνώμη απ’ αυτή που έχει η φύση; Αυτή σε έκανε άντρα κι εσύ αναγκάζεις τον εαυτό σου να γίνει γυναίκα».
  • Κάποτε όταν τον ειρωνεύτηκαν πως μπαίνει σε ακάθαρτους χώρους, ο Διογένης, σε απάντηση, τους είπε: «Αλλά και ήλιος και ου μιαίνεται», δηλαδή: «Κι ο ήλιος μπαίνει σε ακάθαρτους τόπους, αλλά δεν μολύνεται από αυτούς».
  • Ο Διογένης συχνά αυνανιζόταν δημοσίως μπροστά στο πλήθος που μαζευόταν γύρω από το πιθάρι του. Όταν κάποτε ένας παριστάμενος τον ερώτησε εάν δεν ντρέπεται, αυτός του απάντησε «Είθε και την κοιλίαν ην παρατρίψαντα και μη πεινήν» (μακάρι να μπορούσα να ανακουφίσω και την πείνα μου, τρίβοντας την κοιλιά μου).
  • Βλέποντας ο Διογένης, Μεγαρίτες να χτίζουν μεγάλα τείχη, τους είπε «Μην έχετε έγνοια πόσο μεγάλα θα είναι τα τείχη αλλά πόσο μεγάλοι θα είναι εκείνοι που θα σταθούν επάνω σε αυτά».
  • Ρώτησαν κάποτε τον Διογένη, πια στάση πρέπει να κρατά κάποιος απέναντι στην εξουσία απάντησε: «Όποια και απέναντι στην φωτιά: να μην στέκεται ούτε πολύ κοντά, για να μην καεί, ούτε πολύ μακριά για να μην ξεπαγιάσει».
  • Ο Διογένης, κουβαλούσε μαζί του ό,τι είχε. Σ’ ένα σακούλι είχε συνήθως ψωμί και ελιές. Μια μέρα λοιπόν κάθεται στο μέσο της Αγοράς, ανοίγει το σακούλι του και αρχίζει να τρώει. «Καλά, τι ώρα είναι αυτή που τρως;» τον ρωτάει κάποιος. Κι ο Διογένης ετοιμόλογος του απάντησε: «Οι πλούσιοι τρώνε όταν θέλουνε, εγώ ο φτωχός, όταν πεινώ!».
  • Βλέποντας μιά ημέρα τους αξιωματούχους να οδηγούν στη φυλακή κάποιο ταμία, που είχε κλέψει ένα κύπελο είπε: «Οι μεγάλοι κλέπται τον μικρόν άγουσι».
  • Για τις αναθηματικές επιγραφές πιστών που σώθηκαν χάρη σε μια θεότητα, έλεγε «Θα ήταν πολύ περισσότερες, αν και εκείνοι που δεν είχαν σωθεί, είχαν κάνει αφιερώσεις».
  • Βλέποντας κάποτε έναν ολυμπιονίκη να νέμει τα πρόβατά του, στάθηκε και του είπε: «Ω, βέλτιστε, ταχέως μετέβης από των Ολυμπίων επί τα Νέμεα».




Αποφθέγματα

Η φιλαργυρία είναι η μητρόπολη όλων των κακών.

Τα χερια στους φιλους πρεπει να τα απλωνουμε με τα δαχτυλα ανοιχτα.

Τα αξιόλογα πράγματα μπορούν να αγοραστούν με ασήμαντα ποσά και το αντίθετο.

Στην τυχη να αντιστεκεσαι με το θαρρος, στον νομο με τη φυση, στα παθη με την λογικη.

ο έρωτας είναι ασχολία των αργόσχολων.

Απ΄ τα άγρια θηρίατο χειρότερο δάγκωμα το κάνει ο συκοφάντης, από τα ήμερα ο κόλακας.

Το κέρδος από τη φιλοσοφία είναι να είσαι έτοιμος να αντιμετωπίζεις οτιδήποτε σου τύχει.

Ο θάνατος δεν είναι κακός γιατί όταν έρχεται δεν τον καταλαβαίνουμε.

Η μόρφωση για τους νέους είναι σύνεση , για τους μεγάλους παρηγοριά , για τουςφτωχούς πλούτος και για τους πλούσιους στολίδι.

Οι άνθρωποι δυστυχούν εξαιτίας της ανοησίας τους.

Όπως αυτοί που έχουν συνηθίσει να ζουν με ηδονές, ενοχλούνται από την έλλειψη τους, έτσι κι αυτοί που έχουν συνηθίσει στον αντίθετο τρόπο ζωής, περιφρονούν τις ηδονές. 

Η μόνη σωστή πολιτειακή οργάνωση είναι αυτή που ρυθμίζει το σύμπαν. 


Πηγή: www.pare-dose.net
Διαβάστε περισσότερα...

Κυριακή 15 Απριλίου 2012

Κράτης ο Θηβαίος (368/365 - 288/285 π.κ.χ)


Ο Κράτης γεννήθηκε στη Θήβα και ήταν γιος του Ασκώνδα. Αναφέρεται ως ο διασημότερος και πιο πιστός μαθητής του Διογένη, αν και ο ιστορικός της φιλοσοφίας Ιππόβοτος ισχυρίζεται πως ήταν μαθητής του Αχαιού σοφιστή Βρύσωνα. Άλλες πηγές τον φέρουν και ως μαθητή του πλατωνικού φιλοσόφου (με πυθαγόρεια επένδυση) Ξενοκράτη.

Ο Κράτης γεννήθηκε μεταξύ του 368 και 365 π.κ.χ., πέθανε μεταξύ του 288 και 285 π.κ.χ., και θάφτηκε στη Βοιωτία. Με τη ζωή του έδειξε πώς η ευτυχία σε δύσκολες στιγμές είναι δυνατή για τον άνθρωπο που αφιέρωσε τη ζωή του στη φιλοσοφία.

Ο Κράτης καταγόταν από πλούσια οικογένεια, αλλά λέγεται πως έχασε την περιουσία του μετά από τη Μακεδονική εισβολή. Όμως, η πιθανότερη εκδοχή είναι ότι θυσίασε την περιουσία του για να είναι πιστός στις αρχές του. Λέγεται πως την εμπιστεύτηκε σ’ έναν τραπεζίτη, με την εντολή να την παραχωρήσει στους γιους του αν αποδεικνύονταν ηλίθιοι, ή να την μοιράσει στους φτωχούς εάν οι γιοι του αποδεικνύονταν φιλόσοφοι. Πίστευε ότι οι φιλόσοφοι δεν έχουν ανάγκη από χρήματα και μάλιστα ότι το χρήμα είναι εμπόδιο στην πραγμάτωση της φιλοσοφίας. Υπάρχει κι ένα ενδιαφέρον ανέκδοτο για τον Κράτη που λέει πως όταν απάλλαξε τον εαυτό του από την περιουσία του, θέλοντας να διακηρύξει τη νίκη του πάνω στον πλούτο, έβαλε στο κεφάλι του ένα στεφάνι, γιορτάζοντας την καινούργια του ζωή με εκδήλωση χαράς. Η νεοαποκτηθείσα φτώχεια ήταν για τον Κράτη η αρχή μιας ευτυχισμένης ζωής - μιας ατέλειωτης γιορτής γεμάτης με αστεία και γέλια.

Αφιέρωσε τη ζωή του στην απόκτηση αρετής και στη διάδοση της ασκητικής αυτοκυριαρχίας. Ο Κράτης απέκτησε το παρατσούκλι "Θυρεπανοίκτης" διότι είχε τη συνήθεια να εισέρχεται στα σπίτια απρόσκλητος και να δίνει συμβουλές στους ενοίκους. Τόση, μάλιστα, ήταν η συμπάθεια και η εκτίμηση που πολλοί έτρεφαν προς αυτόν ώστε επέγραφαν στις πόρτες των σπιτιών τους στα οποία είχε μπει: «Είσοδος Κράτητι αγαθώ δαίμονι.» Απολάμβανε μεγάλου σεβασμού από τους Αθηναίους, οι οποίοι τον θεωρούσαν έναν καλό και εξαιρετικά ενάρετο άνδρα.

Ο χαρακτήρας του Κράτη μοιάζει με το χαρακτήρα του Ινδού φιλοσόφου Siddhartha Gautama. δηλαδή του Βούδα. Στην πραγματικότητα, η Κυνική φιλοσοφία μοιάζει σε πολλά σημεία με τη Βουδιστική. Για παράδειγμα, και οι δυο φιλοσοφίες αρνούνται ότι οι απολαύσεις έχουν κάποια σχέση με την αληθινή ευτυχία. Επίσης, θεμελιώδης άποψη του ηθικού κώδικα και των δύο φιλοσοφιών είναι ότι ο άνθρωπος πρέπει να παραμελεί το σώμα για χάρη της ψυχής. Τελικά, το κοινό κρίσιμο σημείο και στις δυο φιλοσοφίες είναι η επάρκεια της αρετής για την απόκτηση της ευτυχίας.

«Εξασκήσου στο να μειώνεις τις ανάγκες σου, κι έτσι θα έρχεσαι όσο το δυνατόν πιο κοντά στο Θεό», δίδασκε ο Κράτης. Έλεγε, επίσης, ότι παρόλο που οι μάζες των ανθρώπων θέλουν να έχουν στη ζωή τους τα ίδια αποτελέσματα όπως οι Κυνικοί, όταν διαπιστώσουν πόσο δύσκολος είναι ο δρόμος απομακρύνονται εντελώς απ' αυτούς.

Όσο για τον κοσμοπολιτισμό του Κράτη, η επόμενη ρήση του δεν αφήνει καμία αμφιβολία: «Δεν υπάρχει για μένα πύργος, ούτε μία στέγη• οποιαδήποτε δε στεριά και πόλη και οικοδόμημα είναι κατάλληλο για να καταλύσω εκεί»

«Ο νόμος είναι ένα καλό πράγμα», έλεγε ο Κράτης, «αλλά όχι τόσο καλό όσο η φιλοσοφία. Εκεί  όπου ο νόμος χρησιμοποιεί τη βία εναντίον της αδικίας, η φιλοσοφία μας πείθει με τη διδασκαλία. Η φιλοσοφία  είναι καλύτερη από την κοινωνική πίεση ακριβώς στο βαθμό που είναι καλύτερο να κάνει κανείς κάτι με τη θέλησή του παρά με καταναγκασμό.»

Τα γραπτά του κείμενα ήταν αρκετά. Σύμφωνα με το Διογένη Λαέρτιο, ο Κράτης υπήρξε ο συγγραφέας πολλών επιστολών πάνω σε φιλοσοφικά θέματα, σε στυλ ελάχιστα κατώτερο του Πλάτωνα όμως, αυτές που διασώζονται με τ’ όνομα του θεωρούνται κίβδηλες, δηλαδή δουλειά μεταγενέστερων ρητόρων. Έγραψε έργα ηθικού περιεχομένου που φέρουν το συνοπτικό τίτλο ''Παίγνια". Μεταξύ αυτών
συμπεριλαμβάνονται:

  1. Οι "Παρωδίαι", από τις οποίες σώθηκε ένας εμπαιγμός κατά του Στίλπωνος κι ένας έπαινος στο σεμνό υποδηματοποιό Μίκκυλο.
  2. Η "Πήρα" (το τυπικό ταγάρι των Κυνικών), σε εξάμετρο, με σχόλια για τη ζωή των Κυνικών. Σ' αυτό το ποίημα, ο Κράτης περιγράφει σε αλληγορικό σχήμα τον τύπο της ιδανικής κοινωνίας. Η "Πήρα" αντιπροσωπεύει το όνομα και το σύμβολο ενός τέτοιου κράτους. Είναι το όνειρο μιας μακρινής πολιτείας, στην οποία κακοί άνθρωποι ή κακές καταστάσεις δεν μπορούν να φτάσουν.

Ο Κράτης εκθειάζει την απλότητα της αυτάρκειας, την απομόνωση, και την ελευθερία. Ένας απλός τρόπος ζωής φέρνει ικανοποίηση. Οι κάτοικοι της "Πήρα" είναι άνθρωποι που δεν είναι σκλάβοι της απόλαυσης και των ηδονών, αλλά που αγαπούν την ελευθερία  - την αιώνια βασίλισσα. Στο νέο βασίλειο του Κράτη δεν υπάρχει πόλεμος. Οι άνθρωποι δεν μάχονται ο ένας εναντίον του άλλου για τροφή, αφού εκεί που βασιλεύει η λιτότητα, υπάρχει αρκετή τροφή για όλους. Ο Κράτης στηρίζει τον πασιφισμό, ο οποίος πιθανό να είχε εισαχθεί από τον Αντισθένη.

Το ποίημα είναι ένα μίγμα αστείου και σοβαρότητας. Εκείνο που ο Κράτης περιγράφει στην "Πήρα" είναι μια ανύπαρκτη γη. Δεν τίθεται ερώτημα για ένα κράτος με τη συνηθισμένη έννοια. Η "Πήρα" είναι ένα όνειρο, είναι η ιδανική Κυνική κοινωνία, χωρίς δυσκολίες συντήρησης, χωρίς πολέμους ή κακίες, μια κοινωνία όπου κατοικούν άνθρωποι σαν αυτούς που προσπαθούν να διαμορφώσουν οι Κυνικοί με την παιδεία.
Ελεγείες που παρωδούν την ποίηση του Σόλωνος.

  • "Ύμνος εις ευτέλειαν" σε ελεγειακό μέτρο.
  • "Θρυλουμενη εφημερίς" - μια τραγωδία.
  • Η "Οψοποιητική", στην οποία ο Κράτης επιτίθεται κατά του συγγράμματος του Αρχεστράτου "Ηδυπάθεια".

Η βιογραφία του Κράτη από τον Πλούταρχο έχει χαθεί. Πάντως, η μεγάλη σπουδαιότητα της προσφοράς του Κράτη έγκειται και στο γεγονός ότι σχημάτισε το σύνδεσμο μεταξύ του Κυνισμού και των Στωικών, μέσω του μαθητή του. Ζήνωνα του Κιτιέα (από το Κίτιο της Κύπρου).

Αν και λέγεται πως ήταν άσχημος και κυφός, τον ερωτεύθηκε η Ιππαρχία, κόρη μιας ευγενούς οικογένειας από τη Θράκη, την οποία και νυμφεύτηκε. Η Ιππαρχία τον ακολούθησε ολόψυχα στον Κυνικό τρόπο ζωής. Την Ιππαρχία είχε συστήσει στον Κράτη ο αδελφός της Μητροκλής, που σαγηνεύτηκε από τα επιχειρήματα του Κράτη κι έγινε Κυνικός, ενώ αρχικά υπήρξε μαθητής του πλατωνικού φιλοσόφου Ξενοκράτη και του αριστοτελικού φιλοσόφου Θεοφράστου.

Αναφέρεται ότι συχνά κυνηγούσε με τη βακτηρία του όσους συγγενείς τον αναζητούσαν προσπαθώντας να τον μεταπείσουν από τον τρόπο ζωής του. Εκείνος όμως παρέμενε αμετακίνητος. Έλεγε ότι ο άνθρωπος πρέπει να σπουδάζει φιλοσοφία σε τέτοιο βαθμό που να βλέπει τους στρατηγούς με το ίδιο μάτι που βλέπει τους οδηγούς γαϊδάρων. Ένα άλλο ανέκδοτο που αποδίδεται στον Κράτη είναι ότι αυτοί που ζουν ανάμεσα σε κόλακες έχουν τόση ελπίδα όση και τα μοσχάρια ανάμεσα σε λύκους• διότι δε βρίσκονται με αυτούς που έπρεπε να βρίσκονται, δηλαδή με τους όμοιους των, αλλά βρίσκονται με κείνους που στήνουν ενέδρα εναντίον τους.

Οι Κυνικοί πίστευαν ότι το να δίνει κανείς χρήσιμες συμβουλές είναι ο πιο σημαντικός ρόλος του φίλου, αφού οι χρησμοί ήταν και ακριβοί και γενικά διφορούμενοι. Η αξία των συμβουλών από έναν άνθρωπο σαν τον Κράτη, αποστασιοποιημένο από τις συνηθισμένες υποθέσεις της ζωής, έγκειτο στο ότι ήταν αμερόληπτες, σαφείς και σχετιζόμενες με γνωστά στάνταρτ αξιών. Κήρυττε τις αρετές της ομόνοιας μεταξύ αδελφών, και τα πλεονεκτήματα της αυτοκυριαρχίας σε κείνους που φαίνονταν να τα είχαν μεγάλη ανάγκη.

Ο Κράτης έλεγε πως ήταν συμπατριώτης του σοφού Διογένη, στον οποίο ούτε η ζήλια δεν είχε ποτέ επιτεθεί!

Όταν ο Αλέξανδρος τον ρώτησε εάν θα ήθελε να δει την αποκατάσταση της πατρίδας του, ο Κράτης φέρεται να είπε:
«Σε τι θα χρησίμευσε αυτό; Διότι ίσως στο μέλλον, κάποιος άλλος Αλέξανδρος θα ερχόταν να την καταστρέψει και πάλι. Αλλά για το σοφό άνδρα, η φτώχεια και η αγαπημένη αφάνεια θα έπρεπε να θεωρούνται πατρίδα του• διότι αυτές ακόμη και η τύχη δεν μπορεί να του τις στερήσει.»

Όταν διαισθάνθηκε ότι πέθαινε, έκανε στίχους για τον εαυτό του, λέγοντας:
«Φεύγεις, ευγενή καμπούρη, φεύγεις,
Στα πεδία του Πλούτωνα πηγαίνεις.
Καμπουριασμένος διπλά από τα γεράματα.»

Είχε κι αυτός αγκαλιάσει την ιδέα του Κοσμοπολιτισμού και έλεγε:
«Δεν υπάρχει πόλη, ούτε μια φτωχή μικρή οικία,
Που είναι η πατρίδα μου• αλλά σε όλη τη γη,
Κάθε πόλη και κάθε κατάλυμα φαίνεται σε μένα,
Ένας τόπος έτοιμος για την υποδοχή μου.»


Μαρία Σεφέρου



Αποφθέγματα

Τον έρωτα τον σταματά η πείνα , ειδεμή ο χρόνος . Αν δεν ισχύσει τίποτα από αυτά , τότε η θήλεια .

Είναι αδύνατον να βρεθεί κάποιος τελείως αψεγάδιαστος , αλλά όπως στο ρόδι , υπάρχει πάντα κάποιος σάπιος κόκκος.

Ο πλούτος και τα υλικά αγαθά γίνονται καπνός

Ο χρόνος με λύγισε, ο χρόνος που ενώ είναι σοφός αρχιτέκτονας, με τη διεργασία του όλα τα εξασθενίζει.

Προσπαθω να κρατω τα ηνια της κοιλιας μου και οποιος δεν ξερεινα τα κρατα ας περιμενει πολλα κακα.

Και στον γέροντα και στο νέο πολύτιμο είναι να κρατούν σε σιωπή τη γλώσσα τους

Διαβάστε περισσότερα...

Σάββατο 14 Απριλίου 2012

Μητροκλής από τη Μαρώνεια της Θράκης (4ος αι. π.κ.χ.)


Ο Μητροκλής από τη Μαρώνεια της Θράκης, ήταν νεότερος αδελφός της Ιππαρχίας. Αρχικά υπήρξε Περιπατητικός φιλόσοφος, αλλά αργότερα έγινε μαθητής του Κράτη. Ο Μητροκλής έπαιξε σπουδαίο ρόλο στη γενιά των Κυνικών μετά το Διογένη. Με τα κείμενα του. τα οποία περιείχαν χρήσιμα λόγια για την καθημερινότητα, στόχευε στο να ενδυναμώνει τη φιλοσοφική αντιμετώπιση της ζωής. Είχε αποφασιστική επιρροή στη δημιουργία του τύπου του Κυνικού φιλοσόφου, και στη διατήρηση της παράδοσης του Διογένη. Υπήρξε ο πρώτος που συνέλεξε ηθικολογικά ανέκδοτα και ρητά.

Ο νεαρός Μητροκλής είχε τόση δίψα για μάθηση όσο και η αδελφή του. Όταν η οικογένεια του επέστρεψε στη γενέτειρα Αθήνα, έφηβος τότε. άρχισε μαθήματα με το Θεόφραστο, έναν  από τους πιο διακεκριμένους μαθητές του Αριστοτέλη. Προφανώς, όμως. η φιλοσοφική τάση του Θεόφραστου δεν ικανοποιούσε απόλυτα την απαιτητική γεύση του νέου. Παρά το νεαρό της ηλικίας του, ο Μητροκλής ήταν από τη φύση του συντηρητικός στις αρχές του, σοβαρός και σεμνός Μάλιστα. τόσο εξεζητημένη ήταν η κοσμιότητα του που κάποτε, όταν αποπάρδησε (έκλασε) ηχηρά κατά τη διάρκεια μιας ομιλίας του, ένιωσε τόση ντροπή που παρέβη τους καλούς τρόπους ώστε έτρεξε και κρύφτηκε στο σπίτι του. Κλειδώθηκε στο δωμάτιο του και αρνούνταν να φάει, δηλώνοντας ότι προτιμούσε να πεθάνει από την πείνα για να ξεπλύνει τη ντροπή που ένιωθε.

Το γεγονός έφτασε στ' αυτιά του Κράτη ο οποίος αποφάσισε να τον επισκεφτεί και να τον μεταπείσει από μια τέτοια περιττή αυτοκτονία. Ο Κράτης προσπάθησε να πείσει το Μητροκλή ότι το αποπάρδημα (πορδή), όχι μόνο δεν είναι κάτι το αποτρόπαιο, αλλά είναι ένας φυσιολογικός και αυθόρμητος μηχανισμός του σώματος για τον οποίο δε θα έπρεπε να ντρέπεται Απεναντίας, κάθε προσπάθεια να εμποδιστεί η φυσική αυτή εκδήλωση του οργανισμού εγκυμονούσε κίνδυνο για την υγεία. Μάλιστα ο Κράτης, για να πείσει το Μητροκλή ότι αυτό που του συνέβη ήταν σύμφωνο με τη φύση, αποπάρδησε κι ο ίδιος μπροστά του. Έτσι ο Μητροκλής πείστηκε να ξεπεράσει τη ντροπή του και να διακόψει την απεργία πείνας.

Από τότε και μετά ο Μητροκλής, αφού έκαψε όλες τις σημειώσεις από τις ομιλίες του Θεόφραστου, προστέθηκε μ’ ενθουσιασμό στον κύκλο των μαθητών του Κράτη και διακρίθηκε στην Κυνική φιλοσοφία.

Η ιστορία αυτή αντανακλά την Κυνική απόρριψη της κοινωνικής συμβατικότητας για χάρη μιας ζωής σύμφωνα με τη φύση. Είναι επίσης ένα τυπικό παράδειγμα της Κυνικής χρήσης του χιούμορ για τη μετάδοση ενός ηθικού μαθήματος: ο Μητροκλής δεν πείστηκε αμέσως από τα επιχειρήματα του Κράτη, βγήκε όμως από την απελπισία του μόνο όταν έγινε μάρτυρας της ίδιας αγενούς αλλά φυσιολογικής και ωμά χιουμοριστικής πράξης του Κράτη.

Οι φιλοσοφικές απόψεις του Μητροκλή ήταν ταυτόσημες μ’ εκείνες του Κράτη και τις ερμήνευσε με τη διδασκαλία και το παράδειγμα του με μεγάλη επιτυχία. Ανάμεσα στους μαθητές του ήταν και ο Μένιππος από τη Σινώπη.


Μαρία Σεφέρου
Διαβάστε περισσότερα...

Παρασκευή 13 Απριλίου 2012

Ιππαρχία (346 π.κ.χ.)


Η Ιππαρχία θεωρείται η πρώτη απελευθερωμένη γυναίκα της ιστορίας. Υπήρξε Κυνική φιλόσοφος με τη δική της αξία, που τόλμησε ν’ αμφισβητήσει τα κοινωνικά ήθη της εποχής της και να διεκδικήσει με γενναιότητα την ισότητα των δύο φύλων. Η γέννηση της τοποθετείται περίπου στο 346 π.κ.χ. στη Θράκη. Ήταν κόρη Αθηναίων αριστοκρατών, οι οποίοι είχαν προσωρινά εγκατασταθεί στην παραλιακή πόλη της Μαρώνειας, γνωστής για τις καλλιέργειες σταφυλιών. Ο Διογένης Λαέρτιος, ο οποίος έγραψε τη βιογραφία της Ιππαρχίας, δεν αναφέρει τα ονόματα των γονέων της, ούτε δίδει πληροφορίες σχετικά με την παιδική της ηλικία. Όμως, μπορούμε με ασφάλεια να συμπεράνουμε ότι η Ιππαρχία, ακόμη και σε τρυφερή ηλικία, απέρριψε τις οικιακές δουλειές ρουτίνας που φυσιολογικά αναθέτονταν στις νεαρές Ελληνίδες. Αργότερα στη ζωή της, η ίδια παραδέχτηκε ότι παραμελούσε το γνέσιμο και την ύφανση προς χάρη της μελέτης. Πράγματι, τα κύρια χαρακτηριστικά της Ιππαρχίας σα νεαρής κοπέλας ήταν ανησυχία και άσβεστη περιέργεια, καθώς και επιθυμία να μάθει ακόμη και γι’ αυτά τα θέματα που ήταν απαγορευμένα στις γυναίκες της εποχής της. Επιθυμούσε πολύ να εισέλθει στους ανδρικούς κύκλους διανόησης και να συζητήσει με τους πολυμαθείς άνδρες πάνω σε βαθιά φιλοσοφικά θέματα. Αυτό, φυσικά, της το είχαν συστηματικά αρνηθεί οι αυστηρά παραδοσιακοί γονείς της.

Η Ιππαρχία μυήθηκε στη φιλοσοφία από το νεώτερο αδελφό της το Μητροκλή, και μέσω αυτού γνώρισε τον Κράτη. Από την πρώτη στιγμή που η υψηλής καταγωγής Αθηναία παρθένα αντίκρισε τον πληβείο σοφό η ευαίσθητη καρδιά της χτυπήθηκε από τα βέλη του έρωτα. Όχι βέβαια πως ο Κράτης πληρούσε τα ιδανικά στάνταρτ της ανδρικής ομορφιάς. Ήταν λιγνός και άχαρος, με τραχιά χαρακτηριστικά, άγαρμπες κινήσεις, περιτυλιγμένος στο μανδύα του με άκομψο τρόπο, και καμπούρης. Παρόλα αυτά, η πανέμορφη εικοσάχρονη Ιππαρχία εντυπωσιάστηκε από τον Κράτη που είχε τα διπλάσια χρόνια της. Είχε βέβαια ακούσει πολλά γι' αυτόν προηγουμένως από τον αδελφό της Μητροκλή, ο οποίος είχε εξάρει στα ουράνια την εξαιρετική σοφία και τον ανθρωπισμό του διδασκάλου του. Μετά από λίγα μόλις λεπτά συναρπαστικής συνομιλίας με τον Κράτη, η Ιππαρχία συνέλαβε πως όλα όσα της είχε πει ο αδελφός της για το Θηβαίο Κυνικό ήταν αλήθεια.

Πίσω από τον απότομο επαρχιώτικο αέρα και την απλή εξωτερική εμφάνιση του Κράτη, διέκρινε ένα μεγαλοφυή διανοητή, έναν ειλικρινή εραστή της αλήθειας, όπως ήταν και η ίδια, ο οποίος αγωνιζόταν για να διαδώσει τα ιδανικά της δικαιοσύνης και της ισότητας ανάμεσα σε όλους τους ανθρώπους. Η Ιππαρχία ερωτεύτηκε πάραυτα τόσο τον ίδιο τον Κυνικό φιλόσοφο όσο και τα δόγματα του. Από εκείνη την ημέρα είχε αποφασίσει στην καρδιά της να παντρευτεί τον Κράτη το Θηβαίο και κανέναν άλλο.

Η αντίδραση των γονέων της Ιππαρχίας στην ξαφνική αναγγελία της κόρης τους ήταν εντελώς αρνητική. Πρώτα-πρώτα καμία νεαρή Ελληνίδα «με σώας τας φρένας» δεν τολμούσε να διαλέξει μόνη το μέλλοντα σύζυγο της. Έτσι λοιπόν, σύμφωνα με τους γονείς της, η Ιππαρχία δεν είχε πια σώας τας φρένας!

Από τις αρχές της εφηβείας της, το όμορφο και ζωηρό κορίτσι είχε πολλές προτάσεις γάμου. Μερικοί από τους πιο ευγενείς, τους πιο πλούσιους και τους πιο ωραίους νεαρούς Αθηναίους είχαν ζητήσει το χέρι της για να την παντρευτούν. Παρόλα αυτά η Ιππαρχία τους είχε όλους σθεναρά απορρίψει, επιμένοντας ότι θα προτιμούσε να παραμείνει ανύπανδρη για πάντα παρά να παντρευτεί έναν άνδρα που δεν αγαπούσε. 

Πώς όμως θα έπειθε η Ιππαρχία τους γονείς της να της να δώσουν την ευλογία να παντρευτεί το Θηβαίο Κυνικό: Ο Διογένης Λαέρτιος γράφει ότι τόσο πολύ ήθελε η Ιππαρχία να παντρευτεί τον Κράτη ώστε απείλησε ν' αυτοκτονήσει μάλλον παρά να ζήσει κατά οποιονδήποτε άλλο τρόπο. Μπροστά στην επιμονή της, και μετά από παράκληση των γονέων της. ο Κράτης προσπάθησε να μεταπείσει την Ιππαρχία ώστε να μην τον παντρευτεί. Όταν όμως απέτυχε σ' αυτή του την προσπάθεια, γδύθηκε μπροστά της και είπε, «αυτός είναι ο γαμπρός και αυτή η περιουσία του• διάλεξε αναλόγως.» Η Ιππαρχία, βεβαίως, είχε ήδη διαλέξει, και παντρεύτηκε τον Κράτη το 326 π.κ.χ.

Αυτή η ιστορία, βέβαια, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι περιέχει και δόση αλατοπίπερου, δεδομένου ότι ο Διογένης Λαέρτιος έγραφε αιώνες αργότερα (3ο αιώνα μ.κ.χ.), ενώ οι ιστορίες, που είχαν μεταφερθεί από στόμα σε στόμα, θεωρούνταν επεξηγηματικές μιας νοοτροπίας και δεν πρέπει να λαμβάνονται στην κυριολεξία τους.

Δεδομένου του ενδιαφέροντος και των συζητήσεων που γεννούσε μια γυναίκα Κυνικός, είναι εύκολο να φαντάζεται κανείς τέτοιου είδους ιστορίες να έχουν λεχθεί για την Ιππαρχία. Σε κάθε περίπτωση είναι αδιαμφισβήτητο ότι η Ιππαρχία επέλεξε να παντρευτεί τον Κράτη και να συμμεριστεί τις φιλοσοφικές του επιδιώξεις. Η απόφαση της ν' αποποιηθεί τα πλούτη της και να γίνει Κυνικός αποτελεί μεγάλη έκπληξη, δεδομένης τόσο της αντίθεσης των Κυνικών προς τους συμβατικούς θεσμούς όσο και της ακραίας κακουχίας που συνεπαγόταν ο Κυνικός τρόπος ζωής.

Οι περισσότερες πληροφορίες που έχουμε για την Ιππαρχία προέρχονται από ανέκδοτα και ρητά που επαναλαμβάνονταν από μεταγενέστερους συγγραφείς. Ο Διογένης Λαέρτιος αναφέρει ότι η Ιππαρχία έγραψε μερικές επιστολές, αστεία και φιλοσοφικές αμφισβητήσεις, που όμως έχουν χαθεί. Συμπληρώνει ότι μυριάδες ιστορίες γράφτηκαν γι' αυτή τη "γυναίκα φιλόσοφο".

Όπως όλοι οι Κυνικοί, έτσι και η Ιππαρχία προσπαθούσε να ζήσει σύμφωνα με τη φύση, απορρίπτοντας τις τεχνητές κοινωνικές συμβατικότητες και αρνούμενη κάθε πολυτέλεια, συμπεριλαμβανομένων και των αντικειμένων που δεν ήταν απολύτως απαραίτητα για την επιβίωση.

Αξίζει να σημειωθεί ότι ο γάμος σαν θεσμός θεωρούνταν αταίριαστος προς τον Κυνικό τρόπο ζωής, και οι πρώτοι Κυνικοί. Αντισθένης και Διογένης, πίστευαν ότι ο φιλόσοφος δεν έπρεπε ποτέ να παντρεύεται. Μερικούς αιώνες αργότερα ο Επίκτητος, ενώ επιχειρηματολογεί ότι ο γάμος δεν ταιριάζει στον Κυνικό ή στο Στωικό φιλόσοφο, αφήνει περιθώριο για ειδικές περιπτώσεις, όπως ο φιλοσοφικός γάμος του Κράτη και της Ιππαρχίας. Η πρώτη γυναίκα Κυνικός εφάρμοσε στην πράξη το ρητό "παραχαράττειν το νόμισμα", που από την εποχή του Διογένη οι Κυνικοί χρησιμοποιούσαν με τη μεταφορική έννοια, απορρίπτοντας τόσο την κοινωνική της θέση όσο και την Κυνική παράδοση.

Ο Ερατοσθένης αναφέρει ότι η Ιππαρχία και ο Κράτης είχαν ένα γιο ονομαζόμενο Πασικλή. στον οποίο αναφέρεται επίσης και ο Διογένης Λαέρτιος, στο έργο του για τη ζωή του Κράτη. Στις Κυνικές Επιστολές, μια συλλογή ψευδεπίγραφων επιστολών που αποδίδονται σε διάφορες Κυνικές προσωπικότητες, και πιθανώς γράφτηκαν από αρκετούς διαφορετικούς συγγραφείς λίγους αιώνες μετά την εποχή που έζησε η Ιππαρχία, αναφέρεται πως γέννησε και ανάθρεψε τα παιδιά της σύμφωνα με τις Κυνικές της αξίες.

Οποιεσδήποτε κι αν ήταν οι πρακτικές της, το παράδειγμα της Ιππαρχίας επηρέασε μεταγενέστερες Κυνικές συμπεριφορές απέναντι στην εγκυμοσύνη και την ανατροφή παιδιών. Για παράδειγμα, μια από τις επιστολές αποδιδόμενη στον Κράτη αναφέρει ότι η Ιππαρχία γέννησε «χωρίς πρόβλημα». Πίστευε ότι η συνήθης κακουχία που αντιμετώπιζε με τον τρόπο που ζούσε ήταν η αιτία της έλλειψης ωδίνων κατά τη διάρκεια του ίδιου του τοκετού. Ο τοκετός ήταν εύκολος διότι συνέχιζε να εργάζεται σαν αθλήτρια κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, πράγμα ασυνήθιστο, όπως σημειώνει ο συγγραφέας της επιστολής. Οι επιστολές επίσης αναφέρουν ότι η Ιππαρχία χρησιμοποίησε το κέλυφος μιας χελώνας για κούνια του μωρού, κρύο νερό για το μπάνιο του, και συνέχισε την προσκόλληση σε αυστηρή δίαιτα.

Η Ιππαρχία είναι επίσης διάσημη για μια αντιπαράθεση με το Θεόδωρο τον Άθεο, έναν Κυρηναϊκό φιλόσοφο, ο οποίος είχε προκαλέσει την νομιμοποίηση της παρουσίας της σ’ ένα συμπόσιο. Αναφέρεται ότι η Ιππαρχία συχνά παρευρισκόταν σε τέτοιες εκδηλώσεις με τον Κράτη. Οι γυναίκες της κοινωνικής τάξης της Ιππαρχίας στην αρχαιοελληνική κουλτούρα θα ήταν απασχολημένες με τον αργαλειό και με την οργάνωση του υπηρετικού προσωπικού. Έτσι η απόρριψη των παραδοσιακών προσδοκιών για γυναίκες από την Ιππαρχία θεωρούνταν άκρως ριζοσπαστική.

Ο Διογένης Λαέρτιος αναφέρει επίσης το συλλογισμό που η Ιππαρχία χρησιμοποιούσε για να αποστομώσει το Θεόδωρο, κατά τη διάρκεια του ίδιου Συμποσίου: «Οποιαδήποτε πράξη που δεν θα κρινόταν ως λάθος εάν την έκανε ο Θεόδωρος, δεν θα κρινόταν ως λάθος εάν την έκανε η Ιππαρχία» Ο Διογένης Λαέρτιος γράφει ότι επειδή ο Θεόδωρος δεν εύρισκε το κατάλληλο επιχείρημα για ν’ απάντησα στην Ιππαρχία, προσπάθησε να της αφαιρέσει τον Κυνικό μανδύα. Όμως εκείνη δεν έδειξε φόβο ή ταραχή που είναι φυσιολογικά σε μια γυναίκα, όντας πιστή στην Κυνική αρχή της αναίδειας.

Η Ιππαρχία έζησε μακροχρόνια ζωή, και μετά το θάνατο της τιμήθηκε εξαιρετικά από την ίδια την Αθηναϊκή κοινωνία η οποία την είχε παρεξηγήσει εν ζωή και την είχε απορρίψει. Μάλιστα, στους σύγχρονους καιρούς, το αναζωογονητικό και απελευθερωτικό μήνυμα του Κράτη και της Ιππαρχίας έχει γίνει κατανοητό και ευρέως αποδεκτό σε όλο τον κόσμο. Τα υψηλά ιδανικά της κοινωνικής ισότητας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της αγάπης για την ανθρωπότητα, τα οποία με τόσο πάθος ο Κράτης και η Ιππαρχία υπερασπίστηκαν, έχουν υιοθετηθεί από όλα τα δημοκρατικά πολιτεύματα.


Μαρία Σεφέρου
Διαβάστε περισσότερα...

Πέμπτη 12 Απριλίου 2012

Μένιππος (3ος αι. π.κ.χ.)


Ο Μένιππος υπήρξε διακεκριμένος Έλληνας Κυνικός. μαθητής του Μητροκλή, που άκμασε κατά τον 3o π.κ.χ. αιώνα. Καταγόταν από τα Γάδαρα. το σημερινό Ουμ Καΐς της Ιορδανίας, που ήταν «πόλις Ελληνίς». Υπήρξε δούλος από καταγωγή. Το αφεντικό του ήταν κάποιος Πόντιος με τ" όνομα Βάτων. Αργότερα ο Μένιππος κατάφερε να πλουτίσει, κατ' άλλους με την επαιτεία, κατ' άλλους με την τοκογλυφία, και να εξαγοράσει δικαιώματα ελεύθερου πολίτη στη Θήβα.

Τα γραπτά του έργα (δεκατρείς τόμοι) έχουν χαθεί, αλλά παίρνουμε μια ιδέα για το λογοτεχνικό τους στυλ και το χαρακτήρα τους από μεταγενέστερους Λατίνους συγγραφείς που προσπάθησαν να τον μιμηθούν, όπως ο Βάρρων, ο Σενέκας και ο Λουκιανός. Ο Μένιππος εγκαινίασε το δικό του λογοτεχνικό είδος, κάτι μεταξύ σοβαρού και κωμικού, το οποίο ονομάστηκε «Μενίππεια Σάτιρα». Αποβλέποντας να κάνει τη φιλοσοφία του προσιτή στο ευρύ κοινό, εγκατέλειψε το διάλογο και μετέδιδε τα μηνύματα του σε μια ανάμικτη μορφή πεζού λόγου και στίχου, σατιρίζοντας τις ανοησίες των ανθρώπων, ακόμη και των φιλοσόφων, με σαρκαστικό τόνο. Μεταξύ άλλων έγραψε ένα έργο με τον τίτλο «Η Πώληση τον Διογένη», Επίσης γνωστό είναι και το έργο του «Νεκρομαντεία», το οποίο λέγεται πως ενέπνευσε ένα μιμητή του Λουκιανού να συνθέσει το έργο, «Μένιππος, ή Χρησμός του Νεκρού» 

Έγραψε έναν τόμο επιστολών στις οποίες παρουσιάζονται οι θεοί, και διατριβές απευθυνόμενες σε Φιλοσόφους της Φύσης, σε Μαθηματικούς και σε Γραμματικούς. Επίσης έγραψε ένα έργο για τη Γενιά του Επίκουρου, και κάποια δοκίμια.

Ο Μένιππος δεν φαίνεται να δίδαξε καθόλου. Μάλιστα κατηγορήθηκε ότι διακωμώδησε παραδεδεγμένες αξίες σε μηδενιστικό βαθμό, και κάποιοι του έδωσαν το παρατσούκλι. «Ο εμπαίκτης της ανθρώπινης ζωής». Δυστυχώς δεν διασώζεται το έργο του για να διαπιστώσουμε από πρώτο χέρι κατά πόσον αυτοί οι χαρακτηρισμοί αδικούν τον Κυνικό φιλόσοφο.

Ο Μένιππος μαζί με άλλους λιγότερο γνωστούς Κυνικούς θεωρούνται υπεύθυνοι της δυσφήμισης του Κυνισμού στην Ελλάδα, διότι μεγιστοποίησαν τα αντικοινωνικά στοιχεία της Κυνικής φιλοσοφίας και μιμήθηκαν στο έπακρον τις εκκεντρικότητες της. Παρόλα αυτά ο Κυνισμός ανθούσε αλλού, όπως στη Συρία και στη Γαλιλαία. Βεβαίως καμία εκκεντρικότητα συμπεριφοράς ή διδασκαλίας κάποιων Κυνικών δε μπορεί ν" αμφισβητήσει τα υγιή φιλοσοφικά στοιχεία του Κυνισμού και ειδικότερα το ηθικό στοιχείο, που αργότερα απορροφήθηκαν από την περισσότερο κοινωνικά αποδεκτή Στωική Σχολή.

Μαρία Σεφέρου


Λουκιανός, Νεκρικοί Διάλογοι

Το ακάτιον του Χάρωνος φτάνει στην όχθη της Αχερουσίας. Οι νεκροί βγαίνουν ένας ένας πληρώνουν το ναύλο τους (έναν οβολό) στο Χάροντα και χάνονται δεξιά. Τελευταίος βγαίνει ο Μένιππος, που πάει να φύγει χωρίς να πληρώσει. Ο Χάρων τον πιάνει από τον ώμο





ΧΑΡΩΝ: Απόδος, ω κατάρατε, τα πορθμεία [πλήρωσε με, καταραμένε, τα ναύλα].
ΜΕΝΙΠΠΟΣ: Βόα, ει τούτο σοι, ω Χάρων, ήδιον [Συνέχισε να φωνάζεις, Χάροντα, αν αυτό σε ευχαριστεί].
ΧΑΡΩΝ: Απόδος, φημί, ανθ'  ων σε διεπορθμεύσαμεν [πλήρωσε με, είπα, που σε πέρασα στην απέναντι όχθη]
ΜΕΝΙΠΠΟΣ: Ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος [Δε μπορείς να πάρεις από αυτόν που δεν έχει]
ΧΑΡΩΝ: Έστι δε τις οβολόν μη έχων; [Υπάρχει κάποιος που δεν έχει οβολό;]
ΜΕΝΙΠΠΟΣ: Ει μεν και άλλος τις ουκ οίδα, εγω δε ουκ έχω [Αν υπάρχει κι άλλος εγώ δε γνωρίζω, εγώ όμως δεν έχω]
ΧΑΡΩΝ: Και μη άγξω σε νη τον Πλούτωνα, ω μιαρέ, ην μη αποδώς [Ε, λοιπόν, μα τον Πλούτωνα, θα σε πνίξω παλιάνθρωπε, αν δε με πληρώσεις]
ΜΕΝΙΠΠΟΣ: Καγώ τω ξύλω σου πατάξας διαλύσω το κρανίον [Κι εγώ θα σου δώσω μια με το ξύλο, και θα σου διαλύσω το κρανίο]
ΧΑΡΩΝ: Μάτην ουν έση πεπλευκώς τοσούτον πλούν [Δηλαδή, όλο αυτό το ταξίδι με το καράβι θα το έχεις κάνει δωρεάν;]
ΜΕΝΙΠΠΟΣ: Ο Ερμής υπέρ εμού σοι αποδότω, ος με παρέδωκε [Ο Ερμής να πληρώσει για λογαριασμό μου, αυτός που με παρέδωσε σε εσένα]
ΕΡΜΗΣ: Νη Δία οναίμην γε, ει μέλλω και υπερεκτίνειν των νεκρών [Μεγάλο κέρδος, μα το Δία, αν θα πρέπει και να πληρώνω από πάνω για τους πεθαμένους]
ΧΑΡΩΝ: Ουκ αποστήσομαι σου [Δεν πρόκειται να σε αφήσω ήσυχο]
ΜΕΝΙΠΠΟΣ: Τούτου γε ένεκα νωνελκήσας το πορθμείον παράμενε. Πλην αλλ'  ο γε μη έχω, πως αν λάβοις; [Γι'  αυτό λοιπόν τράβα το πλεούμενο στη στεριά και περίμενε. Αλλά αυτό που δεν έχω, πως θα μπορέσεις να το πάρεις;]
ΧΑΡΩΝ: Συ δ΄ ουκ ήδεις κομίζεις δέον; [Καλά, εσύ δεν ήξερες ότι έπρεπε να τα φέρεις;]
ΜΕΝΙΠΠΟΣ: Ήιδειν μεν, ουκ είχον δε. Τι ουν; Εχρήν δια τούτο μη αποθανείν; [Το ήξερα βέβαια, αλλά δεν τα είχα. Τι να έκανα; Θα έπρεπε, δηλαδή, γι΄ αυτό να μην πεθάνω;]
ΧΑΡΩΝ: Μόνος ουν αυχήσεις προίκα πεπλευκέναι; [Μόνο εσύ λοιπόν θα καυχιέσαι ότι ταξίδεψες τζάμπα;]
ΜΕΝΙΠΠΟΣ: Ου προίκα, ω βέλτιστε. Και γαρ ήντλησα και της κώπης συνεπελαβόμην και ουκ έκλαον μόνος των άλλων επιβατών [Όχι και τζάμπα, λεβέντη μου. Και την αντλία τη χειρίστηκα και στο κουπί βοήθησα, άσε που ήμουν και ο μόνος επιβάτης που δεν έκλαιγε].
ΧΑΡΩΝ: Ουδέν ταύτα προς τα πορθμεία. Τον οβολόν αποδούναι σε δει. Ου θέμις άλλως γενέσθαι [Αυτά δεν έχουν καμιά σχέση με τα ναύλα. Πρέπει να πληρώσεις τον οβολό. Δεν επιτρέπεται να γίνει αλλιώς]
ΜΕΝΙΠΠΟΣ: Ουκούν άπαγε με αύθις ες τον βίον [Αφού είναι έτσι, πήγαινε με πάλι πίσω στη ζωή]
ΧΑΡΩΝ: Χάριεν λέγεις, ίνα και πληγάς επί τούτω παρά του Αιακού προσλάβω [Χαριτωμένα τα λες. Για να με ξυλοφορτώσει και ο Αιακός γι΄ αυτό]
ΜΕΝΙΠΠΟΣ: Μη ενόχλει ουν [Λοιπόν, μη με ενοχλείς]
ΧΑΡΩΝ: Δείξον τι εν τη πήρα έχεις [Για δείξε μου τι έχεις στο σακούλι σου]
ΜΕΝΙΠΠΟΣ: Θέρμους, ει θέλεις, και της Εκάτης το δείπνον [Λούπινα, αν θέλεις, και την προσφορά στην Εκάτη]
ΧΑΡΩΝ: Πόθεν τούτο ημίν, ω Ερμή, τον κύνα ήγαγες; Οια δε και ελάλει παρά τον πλούν των επιβατών απάντων καταγελών και επικώπτων και μόνος άδων οιμωζόντων εκείνων [Από που τον έφερες, Ερμή, αυτόν τον κυνικό; Και τι λόγια δεν έλεγε στο ταξίδι, περιγελώντας και κοροϊδεύοντας όλους τους επιβάτες, και τραγουδώντας, μόνο αυτός, ενώ εκείνοι θρηνούσαν.]
ΕΡΜΗΣ: Αγνοείς, ω Χάρων, όντινα άνδρα διεπόρθμευσας; Ελεύθερον ακριβώς. Ουδενός αυτώ μέλει. Ούτος έστιν ο Μένιππος [Δεν ξέρεις Χάροντα, ποιον άνθρωπο πέρασες απέναντι; Κάποιο εντελώς ελεύθερο, δεν τον νιάζει για τίποτε. Αυτός είναι ο Μένιππος]
ΧΑΡΩΝ: Και μην αν σε λάβω ποτέ [Κι όμως, αν ποτέ σε πιάσω]
ΜΕΝΙΠΠΟΣ: Αν λάβης, ω βέλτιστε, δις δε ουκ αν λάβοις [Αν με πιάσεις, λεβέντη μου. Δυο φορές όμως δε θα μπορέσεις να με πιάσεις].

Διαβάστε περισσότερα...

Αρίστων ο Χίος (3ος αι. π.κ.χ.)

Ο Αρίστων ο Χίος ήταν αρχαίος Έλληνας κυνικός φιλόσοφος από την Χίο του 3ου αιώνα π.κ.χ.. Λεγόταν επίσης και Αρίστων ο Φάλανθος (= φαλακρός), φέροντας επίσης το προσώνύμιο Σειρήνα, για τη γοητεία της διδασκαλίας του.

Στην αρχή ο Αρίστων υπήρξε μαθητής του Ζήνωνα του Κυτιέα και επειδή όπως λέγονταν δεν ήταν καλός και φρόνιμος μαθητής κάποια μέρα αναγκάσθηκε ο δάσκαλός του να πει προς αυτόν το περίφημο εκείνο: «...αδύνατον εί μή σέ ο πατήρ μεθύων εγέννησεν» (κατά μαρτυρία του Διογένη του Λαέρτιου).

Δεν άργησε όμως να συμμορφωθεί και τελικά να καταστεί ευγενικός και ομιλητικός προς όλους. Αργότερα απομακρύνθηκε από τις θεωρίες της Στοάς του Ζήνωνα και ανέπτυξε δική του θεωρία προς τον Κυνισμό. Θεωρούσε δηλαδή τη Διαλεκτική και τη Λογική ως επιστήμες ανωφελείς, ενώ αντίθετα τη Φυσική ως «υπερτέρα» της ανθρώπινης νόησης. Έναντι του αρνητικού αυτού υπόβαθρου της διδασκαλίας του αντέτασσε τη θετική θεωρία κατά την οποία τα πάντα είναι αδιάφορα εκτός της αρετής και κακίας. Κατ΄ εκείνον η διδασκαλία της αρετής δεν ανήκει στη Φιλοσοφία αλλά στην Παιδαγωγική. Αρετή θεωρούσε την υγεία του πνεύματος και ως επιμέρους είδη αυτής τη φρόνηση, τη δικαιοσύνη κ.λπ.

Στο τέλος των ομιλιών του ο Αρίστων συγκεφαλαίωνε τις θεωρίες του με την παροιμιώδη σύγκριση κατά την οποία: «οι λόγοι είναι όπως και το λουτρό που όταν δεν καθαρίζει καθίσταται περιττό».



Πηγή: http://el.wikipedia.org

Διαβάστε περισσότερα...

Τετάρτη 11 Απριλίου 2012

Ονησίκριτος (375 - 300 π.κ.χ.)


Ο Κυνικός φιλόσοφος Ονησικριτος γεννήθηκε γύρω στο 375 π.κ.χ. και απέθανε το 300 π.κ.χ. Μερικοί συγγραφείς τον αποκαλούν Αιγινίτη, ενώ ο Δημήτριος από τη Μαγνησία βεβαιώνει ότι είχε γεννηθεί στην Αστυπάλαια.

Σε κάθε περίπτωση, στη νησιώτικη καταγωγή του όφειλε ίσως τις γνώσεις του σε ναυτικά θέματα, πράγμα που αργότερα αποδείχτηκε χρήσιμο γι' αυτόν.

Υπήρξε ένας από τους πιο επιφανείς μαθητές του Διογένη, στη φιλοσοφία του οποίου ελκύστηκε μάλλον σε προχωρημένη ηλικία, αφού αναφέρεται ότι είχε ήδη δύο ενήλικες γιους.

Ο Ονησικριτος κέρδισε τέτοια φήμη σαν σπουδαστής της φιλοσοφίας ώστε κίνησε την προσοχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Δεν υπάρχουν λεπτομέρειες των περιστάσεων οι οποίες συνετέλεσαν στο να συνοδεύσει τον Αλέξανδρο στην Ασία. Ο Ονησικριτος ακολούθησε τον Μ. Αλέξανδρο στην εκστρατεία της Ινδίας και έλαβε μέρος στη θαλασσοπορία του Νεάρχου από τις εκβολές του Ινδού ποταμού μέχρι τον Περσικό Κόλπο, με την ιδιότητα του πηδαλιούχου στο πλοίο του βασιλιά. Τη θέση αυτή την κράτησε καθ' όλη τη διάρκεια αυτού του δύσκολου ταξιδιού και ανταποκρίθηκε στα καθήκοντα του με τέτοια επιτυχία, ώστε όταν έφτασαν στα Σούσα (324 π.κ.χ.) βραβεύτηκε από τον Μ. Αλέξανδρο μ' ένα χρυσό στεφάνι, την ίδια στιγμή και με τον ίδιο τρόπο που βραβεύτηκε και ο ναύαρχος Νέαρχος.

Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας στην Ινδία, ο Ονησικριτος εστάλη από τον Αλέξανδρο να δώσει ομιλίες στους Ινδούς φιλοσόφους, αποκαλούμενους Γυμνοσοφιστές. Όπως φανερώνει και τ' όνομα τους, οι Γυμνοσοφιστες ήταν περιπλανώμενοι γυμνοί σοφοί, και ο Αλέξανδρος ενδιαφέρθηκε να διερευνήσει τα πιστεύω και τον τρόπο ζωής τους. Το έργο αυτό το ανέθεσε στον Ονησίκριτο ο οποίος ανέλαβε να συζητήσει μαζί τους τις θεολογικές αντιλήψεις της εποχής τους. Μάλιστα αναφέρεται πως και ο ίδιος ο Αλέξανδρος συνάντησε μερικούς Γυμνοσοφιστές.

Οι Ινδοί σοφοί, γυμνοί και ακίνητοι σε ποικίλες στάσεις πάνω στους βράχους, άντεχαν τον ισημερινό ήλιο μέχρι το βράδυ. Το κίνητρο για το σκληρό ασκητισμό τους συνοψίζεται στα επόμενα λόγια: ο άνθρωπος εκπαιδεύει το σώμα του στην καταπόνηση για να ενδυναμώνκται ο νους του, κι έτσι να μπορεί να σταματάει τις έριδες και να είναι έτοιμος να δώσει καλή συμβουλή σε όλους, τόσο δημόσια όσο και κατ' ιδίαν.

Ο Ονησίκριτος συνέκρινε τον ανατολίτικο ασκητισμό με τον τύπο του ασκητισμού που είχε γνωρίσει στην Ελλάδα στον Κυνισμό του Διογένη. Η σύγκριση έδειχνε ότι οι Γυμνοσοφιστές της Ινδίας ήταν ασκητές πολύ περισσότερο ριζοσπαστικοί από τους Κυνικούς. Στους χρόνους μετά τον Αλέξανδρο, η αυξανόμενη ανατολίτικη επιρροή πάνω στην Ελληνική θρησκεία δημιούργησε την αναγκαιότητα να διατηρηθεί η εικόνα του Κυνικού αγίου Διογένη σαν ενός κατά βάθος αυστηρού ασκητή. Η σύγκριση που έκανε ο Ονησίκριτος μεταξύ της Ινδικής και της Ελληνικής ασκητικής φιλοσοφίας δεν ήταν ένα μεμονωμένο φαινόμενο. Η ιστορία επαναλαμβάνεται σαν μια από τις πηγές σ' έναν πάπυρο του 2ου αιώνα π.κ.χ.

Ο Ονησίκριτος έγραψε την ιστορία των εκστρατειών του Μ. Αλεξάνδρου στην Ασία, στην οποία μεταγενέστεροι ιστορικοί και συγγραφείς αναφέρονται συχνά. Το έργο του, επιπλέον των ιστορικών λεπτομερειών περιείχε και περιγραφές των χωρών από τις οποίες πέρασαν και ειδικότερα της Ινδίας. Μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου δεν γνωρίζουμε πολλά για την τύχη του Ονησίκριτου, αλλά από ένα ανέκδοτο του Πλουτάρχου φαίνεται ότι προσκολλήθηκε στο Λυσίμαχο, βασιλιά της Θράκης, και ίσως στην αυλή εκείνου συνέθεσε το ιστορικό του έργο. Λίγα στοιχεία του έργου του διασώζονται, για το οποίο μάλιστα κάποιοι σχολιαστές της αρχαιότητας έκριναν ότι περιείχε υπερβολές.

Μαρία Σεφέρου

Διαβάστε περισσότερα...

Τρίτη 10 Απριλίου 2012

Μενέδηµος (3ος αι. π.κ.χ.)


Ο Κυνικός Μενέδημος καταγόταν από τη Μικρά Ασία και έδρασε κατά το δεύτερο ήμισυ του 3ου π.κ.χ. αιώνα. Διέπρεψε ως συγγραφέας χρησιμοποιώντας ένα αυστηρά, ηθικοπλαστικό και πολεμικό στυλ.

Δεν υπάρχουν πολλές πληροφορίες σχετικά με τη ζωή του και πολλοί συγχέουν τον Κυνικό φιλόσοφο Μενέδημο με τον ευγενούς καταγωγής εριστικό φιλόσοφο και πολιτικό Μενέδημο από την Ερέτρια, που ίδρυσε την 'Έρετριανή" Σχολή.

Ο Κυνικός, και μάλλον φανατικός φιλόσοφος, Μενέδημος υπήρξε μαθητής του Κολώτη από τη Λάμψακο (που με τη σειρά του ήταν μαθητής του Επικούρου). Όπως γράφει ο ιστορικός της φιλοσοφίας Ιππόβοτος, ο Μενέδημος συνήθιζε να περιφέρεται μεταμφιεσμένος ως Ερινύς, διακηρύσσοντας πως ήταν ένας κατάσκοπος απεσταλμένος από τον Άδη για να διαπιστώσει τις αμαρτίες των ανθρώπων. Έλεγε πως η αποστολή του ήταν να επιστρέψει στους θεούς του Άδη με μια αναφορά του τι είχε δει. Φορούσε ένα μαύρο χιτώνα που έφτανε έως τα δάχτυλα των ποδιών του, μία πορφυρά ζώνη γύρv από τη μέση του, ένα αρκαδικό καπέλο κεντημένο με τα δώδεκα ζωδιακά σύμβολα, μπότες τραγικού, παράλογα μακριά γένια, και μια μαγκούρα από φλαμουριά στο χέρι.


Μαρία Σεφέρου

Διαβάστε περισσότερα...

Δευτέρα 9 Απριλίου 2012

Μόνιµος (4ου αι. π κ.χ)


Ανάμεσα στους Κυνικούς συγγραφείς που υπήρξαν προσωπικοί μαθητές του Διογένη ήταν και ο Μόνιμος από τις Συρακούσες. Οι ημερομηνίες της γέννησης και του θανάτου του δεν είναι γνωστές. Όπως μαθαίνουμε από το Ρόδιο ιστορικό Σωσικράτη, ο Μόνιμος ήταν αρχικά σκλάβος σ’ έναν Κορίνθιο τραπεζίτη. Με την ιδιότητα του αυτή, δεχόταν συχνά επισκέψεις από τον Ξενιάδη, το αφεντικό του Διογένη. Ο Ξενιάδης συνήθιζε να μιλάει στο Μόνιμο για το Διογένη, εξαίροντας την υπεροχή του τόσο στα λόγια όσο και στα έργα, μέχρι που του προκάλεσε μεγάλο θαυμασμό και συμπάθεια.

Κάποια στιγμή ο Μόνιμος προσποιήθηκε τρέλα και αναποδογύρισε το τραπέζι με τα νομίσματα και τα κέρματα. Τελικά το αφεντικό του τον απέλυσε, και τότε ο Μόνιμος πήγε κατ' ευθείαν στο Διογένη κι έγινε μαθητής του.

Ακολούθησε επίσης και τον Κράτη, και αφιέρωσε τοv εαυτό του στις ίδιες σπουδές όπως κι εκείνος. Όσον αφορά το παλιό αφεντικό του, παρακολουθώντας την πορεία του Μόνιμου ως Κηνικού, πείστηκε ακόμη περισσότερο ότι ο Μόνιμος είχε τρελαθεί.
Ο Μόνιμος υπήρξε επιφανής άνδρας, σε σημείο που ακόμη και ο Αθηναίος κωμικός ποιητής Μένανδρος (342-291 π.κ.χ.) έγραψε θετικά σχόλια γι’ αυτόν σ’ ένα από τα έργα του με τον τίτλο Ιπποκόμος. Ήταν ένας άνδρας που περιφρόνησε τη δόξα και αγάπησε με πάθος την αλήθεια. Ο Μόνιμος έγραψε ποιήματα σε χιουμοριστικό στυλ, μέσα από τα οποία προέβαλε φιλοσοφικά αξιώματα. Πρώτος αυτός καθιέρωσε το "σπουδαιογελοίον" ως το χαρακτηριστικό τύπο των Κυνικών κειμένων. Έγραψε επίσης δύο δοκίμια πάνω στις "ορέξεις", και μια Προτροπή.

Είναι αξιοθαύμαστο το γεγονός ότι ακόμη και ο Ρωμαίος Αυτοκράτωρ-φιλόσοφος Μάρκος Αυρήλιος (121-180 μ.κ.χ.), στο περίφημο έργο το» "Τα εις Εαυτόν" (Βιβλίο Β', 15) αναφέρεται στο Μόνιμο και στις ιδέες το» με σεβασμό.


Μαρία Σεφέρου


Ο Διογένης ο Λεάρτιος μας λέει «Μόνιμος Συρακόσιος μαθητής μεν Διογένους, οικέτης δε τινος τραπεζίτου Κορίνθιου....Εγένετο δ΄ανήρ ελλόγιμος, ως και Μένανδρον αυτού τον κωμικόν μεμνήσθαι εν τινι γούν των δραμάτων εν τω Ιπποκόμω είπεν ούτως

Μόνιμος τις ην άνθρωπος, ώ Φίλων, αδοξότερος μικρώ δ΄.
Β. ό την πήραν έχων;
Α. πήρας μεν ούν τρείς, άλλ΄έκείνος ρήμά τι έφθέγξατ' ουδέν εμφερές, μα τον Δία, τω γνώθι σαυτόν, ουδέ τοίς βοωμένοις τούτοις,
υπέρ δε ταύθ' ο προσαιτών και ρυπών το γάραυποληφθέν τυφόν είναι παν έφή.
Ούτος μεν εμβριθέστατος εγένετο, ώστε δόξης μεν καταφρονείν, προς δ' αλήθειαν παρορμάν.» (Βιβλίο 6. Στοίχοι 82,83.) 

Μετάφραση: «Ο Μόνιμος καταγόταν από τις Συρακούσες, ήταν μαθητής του Διογένη και οικέτης στο σπίτι ενός Κορίνθιου Τραπεζίτη. Έγινε άνδρας σπουδαίος, ώστε και ο κωμικός Μένανδρος τον αναφέρει λέγοντας σε ένα από τα δράματά του, στον Ιπποκόμο, το εξής: 

Υπήρχε, Φίλων, κάποιος Μόνιμος, άνθρωπος σοφός, όχι όμως πολύ γνωστός.
Β. Αυτός που είχε πήρα (σακούλι);
Α. Τρία σακούλια, όμως μα τον Δία, δεν είπε τίποτε παρόμοιο με το γνώθι σ΄ αυτόν, ούτε με όσα ανάλογα θρυλούνται.
Είπε μόνο πως είναι κούφια λόγια  οι υποθέσεις που κάνουν οι άνθρωποι.
Ήταν ο άνθρωπος βαρύς που περιφρονούσε τις πιθανολογίες και ενδιαφερόταν μόνο για την μόνη Αλήθεια.»

Διαβάστε περισσότερα...

Κυριακή 8 Απριλίου 2012

Αναξιµένης ο Λαµψακηνός (380 - 320 π.κ.χ)


Ο ιστορικός και ρήτορας Αναξιμένης ήταν γιος του Αριστοκλή, και μαθητής του Κυνικού φιλοσόφου Διογένη καθώς και του ρήτορα Ζωίλου του Αμφιπολίτη. Έζησε τον 4o π.κ.χ. αιώνα (περίπου 380-320). Υπήρξε σύγχρονος του Μεγάλου Αλεξάνδρου, στον οποίο λέγεται πως είχε παραδώσει μαθήματα φιλοσοφίας, και τον οποίο συνόδευσε στην εκστρατεία της Ασίας.

Υπάρχει ένα χαριτωμένο ανέκδοτο για τον τρόπο με τον οποίο ο Αναξιμένης έσωσε τη γενέτειρα του Λάμψακο από την οργή του Αλέξανδρου. Το έτος 334, οι Λαμψακηνοί είχαν συνεργαστεί με τους Πέρσες, και φοβούμενοι τιμωρία από τον Αλέξανδρο έστειλαν τον Αναξιμένη ως πρέσβη για να τον μεταπείσει. Ο Αλέξανδρος, γνωρίζοντας εκ των προτέρων την αποστολή του Αναξιμένη, ορκίστηκε να πράξει ακριβώς το αντίθετο από κείνο που θα του ζητούσε. Ωστόσο, και ο Αναξιμένης γνώριζε τον όρκο του Αλέξανδρου και γι’ αυτό όταν τον συνάντησε τον παρότρυνε να καταστρέψει τη Λάμψακο. Ο Αλέξανδρος βρέθηκε σε μεγάλη αμηχανία και, όπως έγραψε ο Παυσανίας, αφού δεν μπόρεσε να μηχανευτεί άλλο σόφισμα, έδωσε συγνώμη στους Λαμψακηνούς, παρά τη θέληση του. Για την ύψιστη αυτή υπηρεσία του Αναξιμένη, οι Λαμψακηνοί του έστησαν ανδριάντα στην Ολυμπία.

Ο Αναξιμένης έγραψε τρία ιστορικά έργα από τα οποία μόνο αποσπάσματα διασώζονται. Αυτά είναι:
Τα  Ελληνικά  σε δώδεκα βιβλία, που αρχίζουν από τη Θεογονία και καταλήγουν στη μάχη της Μαντινείας (362 π.κ.χ.)   εξιστορώντας   όλα   τα   γεγονότα   Βαρβάρων   και Ελλήνων.
Τα Φιλιππικά, σε οκτώ βιβλία,   που αποτελούν ένα είδος ιστορίας του Φιλίππου του Μακεδόνα.
Ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Επίσης του αποδίδεται ένα βιβλίο με τον τίτλο Τρικάρανος ή Τριπολιτικός, που είναι γεμάτο από ύβρεις εναντίον τριών πόλεων (των Αθηνών, των Θηβών, και της Σπάρτης)

Από τον Αναξιμένη, που ήταν και δεινός ρήτορας, προέρχεται και το πρώτο γνωστό ρητορικό έργο με τον τίτλο Ρητορική προς Αλέξανδρον. Η  Ρητορική περιέχει πλήθος γενικών οδηγιών προς τους ρήτορες.

Μαρία Σεφέρου

Διαβάστε περισσότερα...